Το Κράτος Πρόνοιας της Σκανδιναβίας και η πρόκληση της μεταναστευτικής κρίσης
- Written by Άσπα Μουσουλίδη
- Published in Διπλωματία & Πολιτική, Ευρώπη
- Leave a reply
- Permalink
Αναμφίβολα η ευρωπαϊκή κρίση, όπως τη βιώνουμε σήμερα, αποτέλεσε κινητήριο μοχλό για την αναδιατύπωση του ευρωπαϊκού οράματος, και κυρίως της οικονομικής πολιτικής της λιτότητας. Η τοποθέτηση του ανθρώπινου κεφαλαίου στο επίκεντρο της ρητορικής των ευρωπαϊκών κρατών-μελών για την έξοδο από την πολιτικοοικονομική κρίση, έφερε στην επιφάνεια τις αδυναμίες των υφιστάμενων δομών των Κρατών Πρόνοιας.
Ωστόσο, η Σκανδιναβία παρέμεινε ως ένα βαθμό αλώβητη, καθότι η λιτότητα και η επακόλουθη μείωση των κοινωνικών παροχών και θέσεων εργασίας βρίσκονταν σε πολύ χαμηλό επίπεδο συγκριτικά με τα υπόλοιπα κράτη-μέλη της Ευρώπης. Οι σκανδιναβικές χώρες (και κυρίως η Δανία, η Σουηδία και η Νορβηγία) έχουν συχνά παρουσιαστεί ως ιδανικά μοντέλα σοσιαλδημοκρατικής οικονομικής πολιτικής, συνδυάζοντας την καπιταλιστική λογική με την κρατική παρεμβατικότητα, χωρίς να υπονομεύουν τις ανθρώπινες ελευθερίες και τα δικαιώματα. Τι συμβαίνει όμως όταν τα μεταναστευτικά ρεύματα αυξάνονται με ραγδαίο ρυθμό στην ευρωπαϊκή επικράτεια; Η κοινωνική δικαιοσύνη και η ισχυρή αναδιανομή πόσο αποτελεσματικά μπορούν να αντιμετωπίσουν αυτόν τον νέο κίνδυνο και, τελικά, κατά πόσο η Σκανδιναβία αποτελεί τη «γη της επαγγελίας» για τον μελλοντικό εργαζόμενο και μετανάστη;
Πολιτικές Μετανάστευσης
Για την εξέταση της μεταβολής του Κράτους Πρόνοιας στη Σκανδιναβία θα εξετάσουμε ως μελέτες περίπτωσης τις Δανία, Σουηδία και Νορβηγία, στις οποίες σημειώθηκαν μεγάλες μεταναστευτικές ροές από το 2014 και ύστερα.
Η Δανική περίπτωση
Αναντίρρητα, η Δανία αποτελεί μια από τις πιο φιλελεύθερες χώρες όσον αφορά στα ανθρώπινα δικαιώματα και, μάλιστα, θεωρήθηκε το 2016 μια από τις πιο «ευτυχισμένες» χώρες στον ευρωπαϊκό χώρο. Ήδη απ’ τα τέλη της δεκαετίας του 1960 γνώρισε μεγάλη μεταναστευτική απήχηση, κυρίως από τη Γιουγκοσλαβία, την Τουρκία και το Πακιστάν, καθώς βίωνε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης (Wadesnjo, 2000), με αποτέλεσμα την ανάγκη φθηνού εργατικού δυναμικού ώστε να καλυφθούν οι κενές θέσεις εργασίας. Με την πετρελαϊκή κρίση η μετανάστευση περιορίστηκε σημαντικά, ενώ για πρώτη φορά το 1981 εισάγεται η σημασία της αντιμετώπισης της μετανάστευσης στην πολιτική ατζέντα (Pederson, 2007).
Αργότερα, με τη διάλυση της ΕΣΣΔ το 1991, αυξήθηκαν όλο και περισσότερο τα μεταναστευτικά ρεύματα από την Ανατολική Ευρώπη, και ξεκίνησε η διαδικασία της πολιτικής της «οικογενειακής επανένωσης» – δηλαδή, η δικαιολόγηση της μετανάστευσης των μελών μιας οικογένειας προς την χώρα διαμονής του μέλους που εργάζεται, λαμβάνοντας καλύτερες αποδοχές απ΄ότι πρωτύτερα στη χώρα προέλευσης. Η πολιτική αυτή υποστηρίχθηκε ιδιαιτέρως από κεντροδεξιές κυβερνήσεις, οι οποίες επεδίωκαν τον περιορισμό των μεταναστευτικών ρευμάτων. Η εισαγωγή συγκεκριμένων προϋποθέσεων -όπως η ηλικία των συζύγων και η ισχυρή σύνδεση με τη χώρα διαμονής και φιλοξενίας- θα απέτρεπαν σε κάποιο βαθμό μελλοντικές μεταναστευτικές ροές.
Η συμμαχία Συντηρητικών και Φιλελευθέρων το 2001 εισήγαγε τον κανόνα των 24 ετών, ο οποίος απαιτούσε ότι οι δύο εταίροι θα πρέπει να αγγίζουν τουλάχιστον το συγκεκριμένο ηλικιακό όριο για να τους αφορά η πολιτική της οικογενειακής επανένωσης. Παράλληλα, ο σύζυγος θα έπρεπε να είναι σε θέση να επιβεβαιώσει ένα καλό επίπεδο διαβίωσης με το εισερχόμενο μέλος. Η ανάγκη μείωσης των μεταναστευτικών ρευμάτων συμπορεύτηκε με το σταδιακό άνοιγμα της Δανίας προς το ελεύθερο εμπόριο και τη παγκοσμιοποιημένη οικονομία, και με την επακόλουθη επιθυμία και, εντέλει, ανάγκη να μειωθούν οι κρατικές παροχές.
Η Νορβηγική περίπτωση
Από την άλλη πλευρά, η Νορβηγία αποτελεί ίσως την χώρα που έχει διαφημιστεί λιγότερο για τις μεταναστευτικές πολιτικές της, αν και παρουσιάζει ιστορικά συγκλίσεις με την Δανία, καθότι δέχθηκε τα πρώτα μεγάλα μεταναστευτικά ρεύματα την περίοδο του 1960 από τη Γιουγκοσλαβία και τις Ασιατικές χώρες. Η πετρελαϊκή κρίση την περίοδο του ’70 οδήγησε σε ραγδαία μείωση των μεταναστών, καθώς οι περισσότεροι είχαν επιλέξει την Νορβηγία για να εργαστούν στον πετρελαϊκό κλάδο. Από τις αρχές του 2000 ξεκινούν άμεσοι περιορισμοί των μεταναστευτικών ρευμάτων, με το 2004 να δημοσιεύεται πρόταση για μεταρρυθμίσεις στην μεταναστευτική πολιτική από την Επιτροπή των Μεταναστευτικών Πράξεων. Εκεί τέθηκε το ζήτημα του ηλικιακού ορίου των 21 ετών, ώστε να υπάρξει δυνατότητα οικογενειακής επανένωσης αλλά και γάμου μεταξύ των αιτούντων άσυλο. Αν και υπήρξε κάποια εναντίωση από το Εργατικό κόμμα, η κυβέρνηση κατέληξε στο ότι, αν και φαινομενικά παραβιάζονται τα ιδεώδη της ελευθερίας και της ισότητας στην νορβηγική κοινωνία, διασφαλίζεται τρόπον τινά μια εύρυθμη λειτουργία της κοινωνίας. Εν συγκρίσει με τη Δανία, η Νορβηγία επικεντρώθηκε την περίοδο του 2000 περισσότερο στο κομμάτι της αγοράς εργασίαςμ και το πώς επηρεάζεται εκείνη από την ηλικία ή τις καταβολές, μιας και δεν αποτελεί τόσο ανοιχτή οικονομία όσο η Δανία.
Η προσφυγική κρίση του 2015 δημιουργεί έντονη ανησυχία για τη βιωσιμότητα του πολιτικοοικονομικού αυτού οικοδομήματος, σε μια περίοδο πτώσεων των τιμών του πετρελαίου. Η κυβέρνηση των Συντηρητικών συνέταξε έναν κατάλογο αυστηρότερων μέτρων για τον περιορισμό της μετανάστευσης, ο οποίος χαιρετήθηκε και από τους Εργατικούς και τους Πρασίνους ως ένα βαθμό, καθότι υπήρχε η φοβία ανόδου του Κόμματος Προόδου για την Αντιμετανάστευση. Η τελική κυβερνητική πρόταση που υποβλήθηκε το 2016, έθετε στο τραπέζι την προϋπόθεση όλοι οι μετανάστες και πρόσφυγες να έχουν τριετή εργασία ή εκπαίδευση για να υπάρξει η δυνατότητα της οικογενειακής επανένωσης, η οποία εν συνεχεία απορρίφθηκε και αντικαταστήθηκε με το όριο ηλικίας των 24 ετών.
Η Σουηδική περίπτωση
Σε μικρότερη κλίμακα, η Σουηδία υποδέχθηκε ρεύμα πολιτικών προσφύγων από Ουγγαρία και πρώην Τσεχοσλοβακία μετά την προσάρτησή τους στη Σοβιετία, το 1956 και 1968 αντίστοιχα.
Σε σύγκριση με τη Δανία και τη Νορβηγία, η Σουηδία έχει πράξει τα λιγότερα όσον αφορά στη διαχείριση των μεταναστευτικών ροών. Μέχρι το 2016 πραγματοποιήθηκαν μόνο δύο περιοριστικές αλλαγές, με την πρώτη το 1997 να αφορά τον περιορισμό της οικογενειακής επανένωσης, και τη δεύτερη το 2010 όπου εισάγεται η προϋπόθεση της οικονομικής στήριξης της οικογένειας. Στη συνέχεια, η προσφυγική κρίση του 2015 οδήγησε την πλειοψηφία των κομμάτων σε μείωση των αδειών παραμονής σε αιτούντες άσυλο, ενώ παράλληλα υπήρξε ειδική μνεία περί κατάρτησης του ελάχιστου επιπέδου ασφαλούς διαβίωσης για τη χορήγηση επιδομάτων και διαμονής (The Economist, 2017).
Δανία, Νορβηγία και Σουηδία: Σύγκλιση ή διαφοροποίηση των Κρατών Πρόνοιάς τους;
Στην πλειονότητά τους τα ευρωπαϊκά κείμενα θεωρούν ότι οι τρεις χώρες αποτελούν παραδείγματα για την διαχείριση των μεταναστευτικών ροών. Ωστόσο, όπως φαίνεται παραπάνω, κάτι άρχισε να μεταβάλει την υπάρχουσα άποψη. Αρχικά, από το 1990 και ύστερα σημειώνεται ραγδαία αύξηση της οικονομικής ανισότητας ανάμεσα στον μετανάστη και στον Σκανδιναβό εργαζόμενο. Αναλυτικότερα, έρευνα του ΟΟΣΑ για την καθεμία χώρα ξεχωριστά εντοπίζει σύγκλιση στα Νορβηγικά Μοντέλα Κρατών Πρόνοιας, υπογραμμίζοντας ότι η ανισότητα στα εισοδήματα πηγάζει είτε από χαμηλό εκπαιδευτικό υπόβαθρο, είτε από την αύξηση των ελεύθερων μορφών απασχόλησης, εξαιτίας της χαλάρωσης λειτουργίας των συνδικάτων, της κατάργησης του κατώτατου μισθού, και της αδυναμίας της πολιτείας να παρέχει ισότιμη εκπαίδευση σε όλους τους πολίτες, ανεξαρτήτως εθνικότητας. Παράλληλα, η πρόσληψη των μεταναστών γίνεται ολοένα και δυσκολότερη, καθότι τις περισσότερες φορές δεν διαθέτουν τα απαραίτητα προσόντα – όπως πτυχίο ή γλωσσικές δεξιότητες (OECD insights, 2016).
Η δημιουργία ανισοτικών καταστάσεων στις τρεις χώρες οδηγεί με τη σειρά της σε ένα νέο πρόβλημα – την άνοδο των ακροδεξιών φωνών. Όπως φάνηκε και στην περίπτωση Trump και, εν μέρει, του δημοψηφίσματος του BREXIT, το ζήτημα της επιβίωσης εισχωρεί όλο και βαθύτερα στην ευρωπαϊκή ατζέντα, και δίνει «πάτημα» στις ακροδεξιές συνιστώσες. Τόσο η ρητορική των Σουηδών Δημοκρατών, η οποία βασίζεται στην θέσπιση αυστηρών νόμων και εθνικής κάθαρσης της χώρας από ξένα στοιχεία που αλλοιώνουν την πολιτική φυσιογνωμία της, όσο και η ρητορική των Νορβηγών και Δανών ακροδεξιών φωνών έρχονται να δώσουν απάντηση στην αδυναμία των κεντρώων και αριστερών κομμάτων που δεν ανανέωσαν ποτέ την πολιτική ατζέντα τους, ούτε έδωσαν απάντηση στο ζήτημα της αυξανόμενης ανισότητας σε ευρωπαϊκή κλίμακα (The Guardian, 2015). Ο ευρωβουλευτής της Δανίας Jeppe Kofod υποστηρίζει ότι η αύξηση του ακροδεξιού λαϊκισμού συνορεύει με την σταδιακή σύγκλιση των κρατών πρόνοιας προς μια οικονομικά φιλελεύθερη προσέγγιση, και την αδυναμία των χωρών να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης και της πολυπολιτισμικότητας που εκείνη επιβάλλει (Macleod, 2017).
Η επιρροή του Καναδικού Μοντέλου Πρόνοιας
Μέχρι και το 1990 οι τρεις Σκανδιναβικές χώρες αποτελούσαν ιδανικό παράδειγμα διαχείρισης των μειονοτήτων, αλλά και ενός γενικότερου φιλελεύθερου πλαισίου πολιτικής. Ο Καναδάς “δανείστηκε” αρκετά στοιχεία από τη Σκανδιναβική πολιτική, όπως τη δημιουργία κυβερνήσεων συνασπισμού, την προώθηση της ισότητας των δύο φύλων και την ισότιμη εκπαίδευση, αλλά και την αειφορία. Χρησιμοποίησε επίσης το κριτήριο της οικογενειακής επανένωσης για την ένταξη ή όχι των μελλοντικών μεταναστών στην επικράτειά του. Ωστόσο, κατάφερε να προχωρήσει πιο γρήγορα στην επίτευξη των παραπάνω στόχων απ΄ότι η ίδια η Σκανδιναβία, και να αποτελεί για πολλούς πλέον όχι τον “δανειολήπτη” των ιδεών ενός επιτυχημένου μοντέλου Κράτους Πρόνοιας, αλλά τον “δανειστή”.
Στις προκλήσεις της μετανάστευσης, η Σκανδιναβία φέρνει ως παράδειγμα το Καναδικό μοντέλο διαχείρισης των προσφυγικών κρίσεων, καθότι θεωρεί πως το διαποτίζει η ισότητα και ο φιλελευθερισμός – αξίες που παραδοσιακά αποτελούσαν τα ιδεώδη του Νορβηγικού μοντέλου. Το Καναδικό μοντέλο μπορεί να συνοψιστεί σε δύο ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά (Nordic Journal of Migration Research, 2014):
- Την προσέλκυση οικονομικών μεταναστών, και τη συνεπακόλουθη αύξηση χορηγιών που θα προέρχονται όχι μόνο από την δημόσια αλλά και από την ιδιωτική σφαίρα.
- Τη διασφάλιση πολυπολιτισμικής ιθαγένειας για ευκολότερη ενσωμάτωση των μεταναστών και κατάπαυση των ακροδεξιών φωνών.
Συμπεράσματα
Παρά ταύτα, το πρόβλημα της μεταναστευτικής κρίσης και της ανόδου των ακροδεξιών δεν μπορεί να επιλυθεί μονάχα με υιοθέτηση καλών πρακτικών από «ιδεώδη» Κράτη Πρόνοιας. Πρώτα απ΄όλα, η ρίζα του προβλήματος έγκειται στον τερματισμό των αυξημένων μεταναστευτικών ροών – γεγονός που οδηγεί στην άμεση επίλυση των διενέξεων στις χώρες προέλευσης, και όχι στην διαχείρισή τους από τις χώρες διαμονής και φιλοξενίας. Σε συνδυασμό με αυτό, θα πρέπει να επιστρέψει η Ευρώπη σε κάποια μορφή παροχής κοινωνικής προστασίας, κυρίως δημοσίου συμφέροντος, αφού η αύξηση της πρόνοιας θα οδηγήσει σε μείωση των ανισοτήτων. Η δράση των ΜΚΟ (Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων) είναι σημαντική, αλλά δεν μπορεί να εντοπίσει το πρόβλημα στην πηγή του, ενώ πολλές φορές χρηματοδοτείται από τα ίδια τα κράτη για να καλύπτει τα ελλείμματά τους.
Θα πρέπει επίσης να ερευνηθεί το κομμάτι της πρόσβασης στην αγορά εργασίας και της φορολόγησης του πλούτου του πλουσιότερου 1%, ώστε να υπάρξει άμβλυνση των ανισοτικών καταστάσεων. Ακόμη, η Σκανδιναβία δεν θα μπορούσε να επιλέξει τη Καναδική διέξοδο από την μεταναστευτική κρίση δεδομένου ότι διαχειρίζεται μεγαλύτερες ροές, και ο Καναδάς δεν αποτελεί επί του πρακτέου παράδειγμα τέλειας διαχείρισης του υφιστάμενου ζητήματος. Μπορεί η εκλογή Trudeau να ήταν ελπιδοφόρα από πολλές απόψεις, αλλά η αύξηση της ανισότητας πλούτου που εντοπίζεται ανάμεσα στα φτωχά νοικοκυριά και στα πλουσιότερα (Mahboubi, 2017) οδηγεί στο συμπέρασμα ότι τα Κράτη Πρόνοιας αδυνατούν να ανταπεξέλθουν στις νέες προκλήσεις. Μήπως είναι η κατάλληλη στιγμή να αναλογιστούν ότι πρέπει να αλλάξουν πορεία;
Πηγές:
- Bech, C. (2017). A ‘civic turn’ in Scandinavian family migration policies? Comparing Denmark, Norway and Sweden. Comparative Migration Studies
- Huang, K. (2011). Immigration and the Nordic Welfare State Model. http://harvardpolitics.com/world/political-economy/immigration-and-the-nordic-welfare-state-model/
- MacLeod, B. (2017). The Rise of Right-Wing Populism in the Nordic Countries. Global Conversations. http://www.munkgc.com/europe/the-rise-of-right-wing-populism-in-the-nordic-countries/
- Mahboubi, P. (2017). The high cost of Canada’s increasing wealth inequality. The Globe and the Mail. https://www.theglobeandmail.com/report-on-business/rob-commentary/the-high-cost-of-canadas-increasing-wealth-inequality/article37437821/
- OECD Insights. (2016). The Nordic Welfare Model and the Refugee Crisis: Buffer or Weakness?. http://oecdinsights.org/2016/05/03/the-nordic-welfare-model-and-the-refugee-crisis-buffer-or-weakness/
- Pederson, Peder J. (2007). To Stay or Not to Stay? Out Migration of Immigrants to Denmark. International Migration
- The Guardian. (2015). Why are anti-immigration parties so strong in the Nordic states?. https://www.theguardian.com/news/datablog/2015/jun/19/rightwing-anti-immigration-parties-nordic-countries-denmark-sweden-finland-norway
- The Economist. (2017). Immigration is changing the Swedish welfare state. https://www.economist.com/news/europe/21723123-more-needs-be-done-ensure-it-survives-immigration-changing-swedish-welfare
- Ugland, T. (2014). CANADA AS AN INSPIRATIONAL MODEL:Reforming Scandinavian Immigration and Integration Policies . The Nordic Journal of Migration Research
- Wadesnjo, E. (2000). Immigration, the Labor Market and Public Finances in Denmark. Swedish Economic Policy