Επίλυση διεθνών διαφορών Δικαίου της Θάλασσας: ένα ζήτημα με διαχρονικό ενδιαφέρον
- Written by Αθηνά Αποστολίδου
- Published in Διεθνές Δίκαιο, Ελλάδα
- Leave a reply
- Permalink
Λόγω της στρατηγικής σημασίας του στη σκακιέρα της διεθνούς σκηνής, το Δίκαιο της Θάλασσας αποτελεί διαχρονικά αιτία διαφορών μεταξύ των κρατών. Τα κράτη οφείλουν να επιλύουν τις διαφορές αυτές με ειρηνικά μέσα ώστε να μην τίθενται σε κίνδυνο η διεθνής ειρήνη, ασφάλεια και δικαιοσύνη, όπως προκύπτει από το Άρθρο 2 παράγραφος 3 του Καταστατικού Χάρτη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ). Ειδικότερα, ο ίδιος ο Χάρτης του ΟΗΕ στο Άρθρο 33, παράγραφος 1 προσφέρει ενδεικτικά μέσα διευθέτησης των ανακυπτουσών διαφορών, παρέχοντας στα κράτη τη δυνατότητα ελεύθερης επιλογής μεταξύ αυτών (Περιφερειακό Κέντρο Ενημέρωσης των Ηνωμένων Εθνών, 2018).
Επικεντρώνοντας την προσοχή στο Δίκαιο της Θάλασσας, το βασικότερο σχετικό νομοθέτημα, η Διεθνής Σύμβαση του Δικαίου Θάλασσας του 1982 (εφεξής Σύμβαση), προέβλεψε ένα σύστημα επίλυσης διαφορών σαφώς πιο πολύπλοκο, το οποίο όμως αποτέλεσε καρπό πολυετών διαπραγματεύσεων. Σε πρώτο στάδιο, το 1970 οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής (ΗΠΑ) πρότειναν τη δημιουργία ενός ειδικού δικαστηρίου για τον βυθό. Τρία χρόνια αργότερα οι ΗΠΑ, η Μάλτα, το Ηνωμένο Βασίλειο, ο Καναδάς, η Σιγκαπούρη και η Ιαπωνία αιτήθηκαν την επέκταση της αρμοδιότητας του ειδικού αυτού δικαστηρίου στη δεσμευτική επίλυση διαφορών μεταξύ των κρατών για πάσης φύσεως ζητήματα που αφορούν στη θάλασσα. Εν τέλει, το τελικό κείμενο της Σύμβασης περιέχει σε διάσπαρτες διατάξεις ένα ολοκληρωμένο σύστημα, με τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου αυτού να διαμορφώνεται έτσι ώστε να περιλαμβάνει ευρύ φάσμα διαφορών, να επιτρέπει την πρόσβαση σε αυτό και ιδιωτών σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, και να περιλαμβάνει και διαφορές μικτής φύσεως μεταξύ κρατών και διεθνών οργανισμών. Ωστόσο, η Σύμβαση υιοθετεί την επικουρικότητα του συστήματος αυτού – δηλαδή, τη λειτουργία του εφόσον τα διάδικα μέρη δεν προσφεύγουν σε κάποια άλλη μέθοδο ειρηνικής επίλυσης, ή τα μέσα που επέλεξαν προβαίνουν ατελέσφορα, επικροτώντας τον κανόνα της ελεύθερης επιλογής (Ρούκουνας, 2015).
Όσον αφορά στις υποχρεωτικές διαδικασίες επιλύσεως διαφορών, αυτές διεξάγονται από τα εξής όργανα:
i. το Διεθνές Δικαστήριο για το Δίκαιο της Θάλασσας, όπως αναλύθηκε ανωτέρω,
ii. το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης,
iii. τα προβλεπόμενα στο Παράρτημα VII της Σύμβασης Διαιτητικά Δικαστήρια, και
iv. η προβλεπόμενη στο Παράρτημα VIII ειδική διαιτησία.
Το Διεθνές Δικαστήριο για το Δίκαιο της Θάλασσας
Με έδρα το Αμβούργο της Γερμανίας, το Δικαστήριο αποτελείται από 21 μέλη. Η δικαιοδοσία του περιγράφεται στο Παράρτημα VI της Σύμβασης, και διακρίνεται σε διαδικασία αμφισβητούμενης (contentious) και συμβουλευτικής (advisory) δικαιοδοσίας. Στην αμφισβητούμενη δικαιοδοσία εντάσσονται όλες οι διαφορές που ανακύπτουν από την ερμηνεία ή την εφαρμογή της Σύμβασης, καθώς και ζητήματα που έχουν υπαχθεί στο Δικαστήριο κατόπιν συμφωνίας μεταξύ των ενδιαφερόμενων μερών. Με τη διαδικασία της συμβουλευτικής δικαιοδοσίας, το δικαστήριο γνωμοδοτεί για επιμέρους ζητήματα νομικής φύσεως κατά τη λειτουργία του ενδεκαμελούς τμήματος για τον Βυθό και του τριμελούς τμήματος ad hoc – τμήματα στα οποία προσφεύγουν όχι μόνο κράτη, αλλά -μεταξύ άλλων- και η Διεθνής Αρχή, η Επιχείρηση και η Ευρωπαϊκή Ένωση (International Tribunal for the Law of the Sea, 2018). Σημαντικό στοιχείο της διαδικασίας αποτελεί επίσης η δυνατότητα του Δικαστηρίου να διατάξει προσωρινά μέτρα (interim measures) μέχρι την εκδίκαση μιας υπόθεσης (Ρούκουνας, 2015).
Το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης
Σύμφωνα με το προβλεπόμενο στη Σύμβαση σύστημα, τα κράτη δύνανται να παραπέμψουν τις σχετικές με το Δίκαιο της Θάλασσας διαφορές τους και στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης (International Court of Justice, ICJ). Απαραίτητη προϋπόθεση για να αποκτήσει δικαιοδοσία θεωρείται, όπως και σε όλες τις άλλες υποθέσεις του, η συναίνεση όλων των διαδίκων μερών. Ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού μπορούν να προσφύγουν και να παρασταθούν μόνο κράτη τα οποία οφείλουν να έχουν τουλάχιστον αποδεχθεί τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου στο ζήτημα με οποιονδήποτε από τους προβλεπόμενους στο Άρθρο 36 του Καταστατικού του τρόπους. Το όργανο αυτό έχει επιληφθεί εκδίδοντας αποφάσεις μεγάλου κύρους σε σχετικές με το Δίκαιο της Θάλασσας υποθέσεις, ιδίως σε αποφάσεις περί οριοθετήσεως, όπως η Υπόθεση της υφαλοκρηπίδας της Βόρειας Θάλασσας (1969).
Το Διαιτητικό Δικαστήριο
Το προβλεπόμενο στο Παράρτημα VII Διαιτητικό Δικαστήριο λειτουργεί αν τα διάδικα μέρη δεν έχουν επιλέξει άλλα μέσα για την επίλυση των διαφορών τους. Απαρτίζεται από 5 μέλη, δύο επιλεγόμενα από κάθε διάδικο κράτος και ένα από τον Πρόεδρο του Διεθνούς Δικαστηρίου για το Δίκαιο της Θάλασσας, ενώ υπάρχει η δυνατότητα να προσφύγουν ενώπιόν του εκτός από κράτη και οντότητες, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και ιδιώτες.
Η ειδική διαιτησία
Κατά το Παράρτημα VIII, οι διάδικοι μπορούν να διευθετήσουν τη διαφορά τους μέσω διαιτητών, οι οποίοι πρέπει να είναι εμπειρογνώμονες είτε του Διεθνούς Οργανισμού Ναυτιλίας, είτε της Διεθνούς Οργάνωσης Τροφών και Γεωργίας, είτε του Προγράμματος των Ηνωμένων Εθνών για το Περιβάλλον, εκτός αν τα μέρη συμφωνήσουν διαφορετικά. Επιλέγονται 4 διαιτητές από τα μέρη, ενώ ο πέμπτος επιλέγεται είτε από τα μέρη είτε από τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ. Η σύνθεση αυτή επιλαμβάνεται διαφορών αλιείας, προστασίας του περιβάλλοντος, θαλάσσιας επιστημονικής έρευνας και ναυσιπλοΐας.
Στα Άρθρα 297-298 η Σύμβαση περιέχει διατάξεις εξαιρέσεων από το σύστημα που αναφέρθηκε παραπάνω. Αποκλείονται, δηλαδή, οι διαφορές που επαφίενται σε κυριαρχικά δικαιώματα των κρατών, εκτός αν παραβιάζονται οι ελευθερίες στη θάλασσα και στον υπεράνω αυτής εναέριο χώρο. Εξάλλου, σε περιπτώσεις οριοθετήσεως, αν τα μέρη δεν αποφασίσουν διαφορετικά, προβλέπεται η υποχρεωτική συνδιαλλαγή του Παραρτήματος V, την οποία τα μέρη άλλοτε είναι υποχρεωμένα να επιλέξουν και άλλοτε όχι. Πάντως, οι τελικές προτάσεις που θα καταθέσουν οι Επιτροπές Συνδιαλλαγής που θα επιληφθούν της εκάστοτε διαφοράς είναι προαιρετικές (Ρούκουνας, 2015).
Η περίπτωση Ελλάδας – Τουρκίας
Η περίπτωση της Ελλάδας παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Η χώρα έχει αποδεχθεί τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου του Αμβούργου για όλες τις διαφορές που ανακύπτουν από τη Σύμβαση του 1982 – κίνηση που φαντάζει βιαστική, και δεν βρίσκει σύμφωνο το μεγαλύτερο μέρος της εγχώριας πανεπιστημιακής κοινότητας, της οποίας η γνώμη δεν φαίνεται να ζητήθηκε. Παράλληλα, από το 1994 η Ελλάδα έχει καταθέσει και γενική αποδοχή της Δικαιοδοσίας του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης (ΔΔΧ), με εξαίρεση στρατιωτικά μέτρα άμυνας. Επομένως, αποδέχεται τη δικαιοδοσία του ΔΔΧ και για ζητήματα που ανακύπτουν στον χώρο του Δικαίου της Θάλασσας. Έτσι, προκύπτει το ζήτημα της παράλληλης δικαιοδοσίας των δύο Δικαστηρίων στα ζητήματα αυτά. Πρέπει να επισημανθεί στο σημείο αυτό ότι το Δικαστήριο του Αμβούργου δεν έχει δώσει ακόμη ικανοποιητικά δείγματα γραφής, και ασχολείται κυρίως με δευτερεύοντα θέματα, ενώ το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης παρέχει μακρόχρονη, αλλά συχνά αινιγματική νομολογία στον τομέα.
Όσον αφορά στο ζήτημα των διαφορών της Ελλάδας με τη γειτονική Τουρκία που άπτονται του Δικαίου της Θάλασσας, απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή. Όπως προαναφέρθηκε, η Ελλάδα έχει αποδεχθεί τη δικαιοδοσία του ΔΔΧ, η Τουρκία όμως δεν έχει πράξει ανάλογα. Επομένως, ο μόνος τρόπος να προχωρήσει το εν λόγω Δικαστήριο στην επίλυση των διαφορών μεταξύ των δύο χωρών είναι να συναφθεί από κοινού συνυποσχετικό -πρόκειται για έναν από τους άλλους τρόπους δέσμευσης των κρατών από τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου-, με δεδομένο ότι φαντάζει απίθανο η Τουρκία να καταθέσει δήλωση αποδοχής της υποχρεωτικής δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου. Περαιτέρω σημείο έριδος είναι το περιεχόμενο της διαφοράς που θα υπαχθεί στο ΔΔΧ, αφού πάγια θέση των ελληνικών κυβερνήσεων είναι ότι εκκρεμεί μόνο η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας. Ωστόσο, στην πραγματικότητα εκκρεμούν πολύ περισσότερα ζητήματα που αφορούν στο Δίκαιο της Θάλασσας, όπως η ύπαρξη γκρίζων ζωνών. Το θέμα φαντάζει ακόμη πιο περίπλοκο αν αναλογιστεί κανείς ότι η Τουρκία δεν αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος στη Σύμβαση του 1982. Επομένως, απαιτείται τεράστια προσοχή και συνεννόηση με τη γειτονική χώρα προτού υπαχθεί μια τέτοια διαφορά σε διεθνές δικαιοδοτικό όργανο (Δίπλα, 2006).
Αντί επιλόγου
Τα ζητήματα που επαφίενται στο Δίκαιο της Θάλασσας είναι υπεράριθμα, και η αγαστή επίλυσή τους θεωρείται θεμελιώδης για τη διατήρηση της ειρήνης στους κόλπους της διεθνούς κοινότητας. Παρά την ύπαρξη επαρκούς δικαιοδοτικού μηχανισμού, συχνά ανακύπτουν προβλήματα παράλληλης δικαιοδοσίας, αλλά και υπερφόρτωσης του ενός Δικαστηρίου έναντι του άλλου με σχετικές υποθέσεις. Επομένως, η διεθνής κοινότητα οφείλει να μεριμνήσει για τη βελτίωση του μηχανισμού επίλυσης ανάλογων διαφορών ή για την αποτελεσματικότερη αξιοποίησή του, ώστε να προωθήσει περαιτέρω -μεταξύ άλλων- την ασφάλεια δικαίου και την καλή γειτνίαση μεταξύ των κρατών.
Πηγές:
- Ρούκουνας Ε. (2015). Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο. Νομική Βιβλιοθήκη. σελ. 367-370 και 558-570.
- Περιφερειακό Κέντρο Πληροφόρησης των Ηνωμένων Εθνών. (2018). Καταστατικός Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών. https://www.unric.org/el/index.php?option=com_content&view=article&id=14
- International Tribunal for the Law of the Sea. (2018). Jurisdiction. https://www.itlos.org/en/jurisdiction/
- United Nations. (2018). Convention on the Law of Sea. http://www.un.org/depts/los/convention_agreements/texts/unclos/unclos_e.pdf
- Δίπλα Χ. (2006). Η επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών στο διεθνές δικαστήριο. http://www.kathimerini.gr/252985/article/epikairothta/politikh/h-epilysh-twn-ellhnotoyrkikwn-diaforwn-sto-die8nes-dikasthrio