Αποστρατιωτικοποίηση: “τα νησιά της καρδιάς μας”
- Written by Καΐρη Ελευθερία
- Published in Διπλωματία & Πολιτική, Ελλάδα
- Leave a reply
- Permalink
Τους τελευταίους μήνες ο Τούρκος Πρόεδρος, Tayyip Erdoğan, έχει απασχολήσει πολλές φορές τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και την ελληνική διπλωματία, λόγω της αναθεωρητικής του στάσης έναντι της Συνθήκης της Λωζάννης (1923). Ένα από τα βασικά ελληνοτουρκικά ζητήματα σήμερα είναι οι τουρκικοί ισχυρισμοί περί υποχρέωσης αποστρατιωτικοποίησης των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου.
Μετά το 1974 και την Τουρκική Εισβολή στην Κύπρο, η γείτονα χώρα άρχισε να εγείρει σταθερά το θέμα της αποστρατιωτικοποίησης των προαναφερθεισών νησιών. Ειδικότερα, αμφισβητείται το καθεστώς των νήσων της Λέσβου, Χίου, Σάμου, Ικαρίας, Λήμνου, Σαμοθράκης και όλων των Δωδεκανήσων. Το καθεστώς αποστρατιωτικοποίησης των νησιών αυτών ορίζεται από τις Συνθήκες της Λωζάννης (1923), των Παρισίων (1947), αλλά και του Μοντρέ (1936) – όπου αναγνωρίζονται τρία διαφορετικά καθεστώτα.
Θεωρία του καθεστώτος της αποστρατιωτικοποίησης
Ως αποστρατιωτικοποίηση ορίζεται η υποχρέωση ενός κράτους να μην διατηρεί ένοπλες δυνάμεις σε ορισμένο τμήμα ή σε ολόκληρο το έδαφός του, και δικαιολογείται από την ανάγκη δημιουργίας ισορροπίας δυνάμεων σε μια περιοχή, ή την εξασφάλιση ειρηνικής συμβίωσης μεταξύ των κρατών. Σε καμία περίπτωση, όμως, αυτό δεν συνεπάγεται απώλεια της εδαφικής κυριαρχίας του κράτους (Ρούκουνας, 2011:223).
Το καθεστώς της αποστρατιωτικοποίησης καθορίζεται πάντα με συνθήκη -η οποία ρητώς ορίζει το ακριβές καθεστώς-, αφού ουσιαστικά πρόκειται για περιορισμό της εδαφικής κυριαρχίας όσον αφορά την ανάπτυξη χερσαίων δυνάμεων, τη δημιουργία οχυρωματικών έργων, την ανάπτυξη ναυτικού στόλου στα παρακείμενα ύδατα και άλλες ναυτικές βάσεις, στρατιωτικών αεροδρομίων, καθώς και τη χρήση των περιοχών όπου το κράτος ασκεί κυριαρχία για στρατιωτικούς σκοπούς. Το καθεστώς εκτείνεται στο χερσαίο έδαφος, τα εσωτερικά ύδατα, την αιγιαλίτιδα ζώνη, τον βυθό, καθώς και τον υπερκείμενο εναέριο χώρο. Ουσιαστικά, το κράτος δέχεται ποσοτικούς και ποιοτικούς περιορισμούς σε μια καθορισμένη περιοχή στα σημεία που προαναφέρθηκαν (Λιάκουρας, 2013).
Το καθεστώς αυτό θεωρείται ως προσωρινό μέτρο, και όχι ως μόνιμη διευθέτηση, προκειμένου να αποσοβηθεί μια ένοπλη σύρραξη. Έτσι, εξάγεται πως η αποστρατιωτικοποίηση σχεδιάζεται για περίοδο ειρήνης (ή τουλάχιστον εκεχειρίας), και δεν έχει εφαρμογή σε περίοδο πολέμου – όπου συνιστάται μεταβολή των όρων ειρήνης. Ο χρόνος, λοιπόν, της εφαρμογής αυτού του καθεστώτος είναι συνάρτηση της υπηρεσίας που προσφέρεται (Λιάκουρας, 2013).
Η Συνθήκη της Λωζάννης
Κατ’ αρχάς, για τη Λέσβο, τη Χίο, τη Σάμο και την Ικαρία, το αρ. 13 της Συνθήκης της Λωζάννης ορίζει μερική αποστρατιωτικοποίηση (Ελληνική Δημοκρατία-Υπουργείο Εξωτερικών, 2011), όπερ μεθερμηνευόμενον εστί: απαγόρευση ναυτικών εγκαταστάσεων ή οχυρωματικών έργων, περιορισμός στρατιωτικών δυνάμεων στον αριθμό εκείνων που υπηρετούν τη στρατιωτική τους θητεία, καθώς και αστυνομικές δυνάμεις ανάλογης δύναμης με αυτές των υπόλοιπων ελληνικών περιοχών (Συρίγος, 2015:266).
Αναφορικά με τη Λήμνο και τη Σαμοθράκη, τα νησιά αυτά συμπεριλήφθηκαν στη Σύμβαση της Λωζάννης “περί του καθεστώτος των Στενών” μαζί με την Ίμβρο, την Τένεδο, τις Λαγούσες Νήσους, όπως επίσης τα Στενά του Βοσπόρου και των Δαρδανελλίων (Ελληνική Δημοκρατία-Υπουργείο Εξωτερικών, 2011). Τα αρ. 4 και 6 της προαναφερθείσας Σύμβασης ορίζουν ολική αποστρατιωτικοποίηση (Συρίγος, 2015:267). Στόχος ήταν η εξασφάλιση της αρχής της ελευθερίας της ναυσιπλοΐας στα Στενά, και για αυτό συμπεριλήφθηκαν και τα νησιά που βρίσκονται στην είσοδο των Στενών (Λιάκουρας, 2013).
Η Τουρκία αναφέρει ότι η υποχρέωση της Ελλάδας για τα εν λόγω νησιά πηγάζει από την απόφαση των Μεγάλων Δυνάμεων της 13ης Φεβρουαρίου 1914 -Συνθήκη του Λονδίνου (1913) και Συνθήκη των Αθηνών (1913)-, η οποία επικυρώθηκε με τη Συνθήκη της Λωζάννης (Ελληνική Δημοκρατία-Υπουργείο Εξωτερικών, 2011). Όμως, ακολουθώντας τον τουρκικό συλλογισμό, διαπιστώνεται πως νομικά θα εφαρμόζονταν δύο διαφορετικά καθεστώτα, αναφορικά με την πρώτη κατηγορία που περιγράφηκε: ενώ -βάσει της τουρκικής ερμηνείας- η Συνθήκη του Λονδίνου (1913) όριζε πλήρης αποστρατιωτικοποίηση, η μετέπειτα Συνθήκη της Λωζάννης (1923) ορίζει μερική αποστρατιωτικοποίηση (Συρίγος, 2015:268).
Η Συνθήκη του Μοντρέ
Το 1936, η Τουρκία ζήτησε από τα συμβαλλόμενα μέρη της Σύμβασης περί του καθεστώτος των Στενών την αντικατάστασή της από νέα συμβατική ρύθμιση, οδηγώντας, έτσι, στην υπογραφή της Συνθήκης του Μοντρέ. Η νέα σύμβαση καταργούσε το καθεστώς πλήρους αποστρατιωτικοποιήσεως των Στενών, με σαφείς οδηγίες για τη διέλευση εμπορικών και πολεμικών πλοίων (Θεοδωρόπουλος, 1988:294). Η συγκεκριμένη Συνθήκη είναι εκείνη που στηρίζει όλη την ελληνική επιχειρηματολογία, αναφορικά με το καθεστώς των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου.
Κατ’ αρχάς, η ίδια η Σύμβαση του Μοντρέ ρητά αναφέρει στο προοίμιό της ότι αντικαθιστά εξ ολοκλήρου τη Σύμβαση της Λωζάννης (Ελληνική Δημοκρατία-Υπουργείο Εξωτερικών, 2011). Εξάλλου, το αρ. 59 της Σύμβασης της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών ορίζει ότι η νεότερη συνθήκη καταργεί την προηγούμενη που αφορά το ίδιο αντικείμενο.
Παρά ταύτα, αξίζει να σημειωθεί πως στη Συνθήκη του Μοντρέ δεν υπάρχει σαφής αναφορά για τη Λήμνο και τη Σαμοθράκη -νησιά που είχαν αρχικώς υπαχθεί στο καθεστώς των Στενών, λόγω της γεωγραφικής τους θέσης-, και εκεί ακριβώς στηρίζεται η τουρκική επιχειρηματολογία. Συνιστά νομική αυθαιρεσία να θεωρηθεί ότι το καθεστώς άλλαξε μερικώς για τα τουρκικά εδάφη, ενώ παρέμεινε αναλλοίωτο για τα ελληνικά (Συρίγος, 2015:272).
Όμως, η διπλωματική αλληλογραφία της εποχής, αλλά και οι επίσημες -δεσμευτικές- δηλώσεις του Τούρκου Υπουργού Εξωτερικών Aras καταδεικνύουν την επιθυμία της Τουρκίας να αναγνωρίσει και στα ελληνικά νησιά το δικαίωμα επαναστρατιωτικοποίησης – στάση που παρέμεινε απαράλλαχτη έως την είσοδο των δύο κρατών στο ΝΑΤΟ, το 1952, όπου και ετέθη θέμα συμπερίληψης της Λήμνου στα αμυντικά σχέδια της Συμμαχίας. Εν προκειμένω, η Τουρκία αντιτείνει πως οι δηλώσεις του Υπουργού Εξωτερικών της ήταν φιλοφρονητικές, και είχαν πολιτικό -και όχι νομικό- χαρακτήρα – γεγονός που δεν συνηγορείται από τη νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης (Λιάκουρας, 2013).
Η Συνθήκη των Παρισίων
Εν συνεχεία, βάσει του αρ. 14 της Συνθήκης των Παρισίων (1947) -με την οποία η Ιταλία παραχώρησε στην Ελλάδα την κυριαρχία των Δωδεκανήσων-, το σύμπλεγμα των νήσων θα ήταν πλήρως αποστρατιωτικοποιημένο (Ελληνική Δημοκρατία-Υπουργείο Εξωτερικών, 2011).
Η Τουρκία αξιώνει ότι η αποστρατιωτικοποίηση έγινε για λόγους ασφαλείας της ίδιας, δημιουργώντας, έτσι, ένα αντικειμενικό καθεστώς. Η Ελλάδα αντιτείνει ότι η Τουρκία, καθότι δεν ήταν συμβαλλόμενο μέρος της Συνθήκης, δεν έχει το δικαίωμα να την επικαλεστεί, και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι διατάξεις περί αποστρατιωτικοποίησης παραμένουν για την Τουρκία res inter alios acta (Συρίγος, 2015:275). Το αρ. 36 της Σύμβασης της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών συνηγορεί για τα παραπάνω.
Η επίσημη αναγνώριση και η νόμιμη άμυνα
Η πρώτη επίσημη ελληνική αναγνώριση του θέματος έγινε το 1976, όταν ο Πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής δήλωσε ανοιχτά ότι τα νησιά έχουν εξοπλιστεί για να μπορούν να αντιμετωπίσουν την τουρκική απειλή.
Το θέμα παρουσιάστηκε και ενώπιον του Συμβουλίου Ασφαλείας, όπου η Τουρκία κατηγόρησε την Ελλάδα για παραβίαση των συμβατικών υποχρεώσεών της, με τον εξοπλισμό των νησιών (Λιάκουρας, 2013). Τα ψηφίσματα υπ’ αριθμόν 395 και 401 του 1976 του Συμβουλίου Ασφαλείας δεν καταδίκασαν, φυσικά, την Ελλάδα γι’ αυτήν την πρακτική, όμως το αρ. 3 του ψηφίσματος 401 προτρέπει τα αντιμαχόμενα μέλη να αποφύγουν οποιαδήποτε μονομερή ενέργεια που θα μπορούσε να έχει αρνητικές επιπτώσεις στη διαδικασία συνομιλιών. Διασταλτικά, το παρόν άρθρο θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως έμμεση καταδίκη της Ελλάδας, η οποία όμως είχε ένα πιο ισχυρό νομικό επιχείρημα.
Η ελληνική θέση βασιζόταν στο εγγενές και αναφαίρετο δικαίωμα κάθε κράτους στη νόμιμη άμυνα – κατά το αρ. 51 του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, το οποίο υπερισχύει κάθε συμβατικής υποχρέωσης. Σήμερα, ερμηνεύεται διασταλτικά από την πλειονότητα των κρατών-μελών, και δεν αναφέρεται αποκλειστικά σε περιπτώσεις όπου το εν λόγω κράτος έχει ήδη δεχθεί επίθεση (Θεοδωρόπουλος, 1988:295). Δεδομένης της ραγδαίας τεχνολογικής ανάπτυξης, η υιοθέτηση από τα κράτη της στάσης της “καθιστής πάπιας”, όταν αυτά είναι σαφώς αντιμέτωπα με επικείμενη στρατιωτική επίθεση, αντιβαίνει το πνεύμα του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ αναφορικά με την ελαχιστοποίηση της μη εξουσιοδοτημένης επιβολής και βίας μεταξύ των κρατών (Λιάκουρας, 2013).
Αυτή η ελληνική πρακτική πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα της απειλής του casus belli που διατηρεί η Τουρκία, μετά την ελληνική επιφύλαξη για δυνατότητα επέκτασης της αιγιαλίτιδας ζώνης έως και το -εθιμικό πλέον- σημείο των 12 ν.μ. – η οποία εκδηλώθηκε έπειτα από την επικύρωση της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας (1982) (Ελληνική Δημοκρατία-Υπουργείο Εξωτερικών, 2016). Επιπλέον, δεν πρέπει να παραγκωνιστεί και η σημασία της ίδρυσης, το 1975, της λεγόμενης 4ης Στρατιάς (Στρατιά Αιγαίου), η οποία είναι εκτός νατοϊκού σχεδιασμού (Λιάκουρας, 2013). Τέλος, αξίζει να σημειωθεί πως το ισχύον casus belli αποτελεί μια κατάφωρη παραβίαση του αρ. 2,4 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ, το οποίο έχει εθιμική ισχύ.
Η μεταβολή των συνθηκών
Σήμερα, λαμβάνοντας υπόψη και τον αυξημένο αριθμό παραβιάσεων του ελληνικού εναέριου χώρου -1671 κατά το 2016, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΓΕΕΘΑ- (Γενικό Επιτελείο Εθνικής Άμυνας, 2016), οι οποίες άμεσα αμφισβητούν την ελληνική κυριαρχία, η ελληνική πρακτική μπορεί να θεωρηθεί ως άσκηση του δικαιώματος προληπτικής άμυνας – δικαίωμα που ενέχει το στοιχείο της αυτοδιατήρησης και της εκμηδένισης του κόστους που ενδεχομένως να προκαλέσει η επίθεση (Λιάκουρας, 2013).
Επιπλέον, λαμβάνοντας υπόψη το σκοπό που εξυπηρετεί το καθεστώς της αποστρατιωτικοποίησης, και μέσα στο πλαίσιο των περιρρέουσων συνθηκών που προσπάθησαν να θεραπεύσουν οι Συνθήκες της Λωζάννης και των Παρισίων, σήμερα καθίσταται εμφανές ότι η κατάσταση έχει αλλάξει ριζικά (Λιάκουρας, 2013). Ενώ ο αρχικός σκοπός ήταν η διατήρηση της διεθνούς ειρήνης μέσω της αποσυμπίεσης ορισμένων περιοχών, η διατήρηση του καθεστώτος σήμερα δρα αντιπαραγωγικά, διότι η μονομερής ελληνική αποστρατιωτικοποίηση θα τροφοδοτήσει τον τουρκικό επεκτατισμό, πυροδοτώντας νέα σύγκρουση.
Το αρ. 62 της Σύμβασης της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών ρητώς ορίζει πως είναι δυνατή η επίκληση της αρχής rebus sic standibus εάν “…η ύπαρξη των εν λόγω περιστάσεων αυτών συνιστά ουσιώδη βάσιν της συναινέσεως των μερών, όπως δεσμευθούν δια της συνθήκης”. Ο αρχικός σκοπός του καθεστώτος της αποστρατιωτικοποίησης -βάσει της συμβατικής ρύθμισης- ήταν η διατήρηση της ειρήνης, δεδομένης της τεχνολογικής προόδου της εποχής (Συρίγος, 2015).
Παρά ταύτα, η συμμετοχή της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ, αλλά και τα νέα εξελιγμένα οπλικά συστήματα που καλύπτουν σε ελάχιστο χρόνο αποστάσεις εκατοντάδων χιλιομέτρων, καθιστούν ξεπερασμένη τη διατήρηση παρόμοιων καθεστώτων, αφού κάλλιστα κάθε μεριά δύναται να προκαλέσει μεγάλο πλήγμα στην άλλη από την ενδοχώρα. Η Τουρκία απορρίπτει εξ ολοκλήρου αυτήν την άποψη, βασισμένη στην επίκληση της πρόθεσης του νομοθέτη, καθώς στο σώμα των υπό εξέταση Συνθηκών -κατά τα λεγόμενά της- αρχική πρόθεση ήταν η δημιουργία μόνιμου και αντικειμενικού καθεστώτος, χωρίς δυνατότητα μεταβολής (Λιάκουρας, 2013).
Η σημασία του ζητήματος
Στις 14 Ιανουαρίου 2015, η Ελλάδα κατέθεσε νέα επιφύλαξη στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, αντικαθιστώντας την προηγούμενη που ήταν σε ισχύ από το 1994, σύμφωνα με την οποία εξαιρεί ρητά ζητήματα που αφορούν στρατιωτικές πράξεις εκ μέρους της Ελλάδας, οι οποίες έχουν ως απώτερο σκοπό την προστασία της εδαφικής της ακεραιότητας και κυριαρχίας στο όνομα της εθνικής ασφάλειας (Icj-cij.org, 2015). Επομένως, είναι σαφές ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να θέσει το θέμα έναντι του Διεθνούς Δικαστηρίου.
Η έλλειψη αμοιβαιότητας -σε συνδυασμό με την τουρκική απειλή- έδωσε στην Ελλάδα την απαραίτητη αφορμή για να παραμερίσει τη δέσμευσή της για αποστρατιωτικοποίηση, επικαλούμενη το δικαίωμα της νόμιμης άμυνας, αλλά και της ετεροβαρούς υποχρέωσης κατά της εδαφικής ακεραιότητας των ελληνικών νησιών.
Το ζήτημα είναι υψίστης σημασίας στο γενικότερο πλαίσιο της αναθεωρητικής πολιτικής που επιδεικνύει ο νυν Πρόεδρος Erdoğan, καθώς, σε περίπτωση που τα νησιά παρέμεναν απροστάτευτα, η Τουρκία θα μπορούσε να ισχυριστεί πως η Ελλάδα αδυνατεί να ασκήσει ουσιαστική κυριαρχία στις περιοχές της, ανοίγοντας τοιούτω τρόπω τον ασκό του Αιόλου για περαιτέρω διεκδικήσεις.
Πηγές:
- Icj-cij.org. (2015). Declarations Recognizing the Jurisdiction of the Court as Compulsory | International Court of Justice. Available at: http://www.icj-cij.org/jurisdiction/?p1=5&p2=1&p3=3&code=GR [Accessed 29 Jan. 2017].
- Γενικό Επιτελείο Εθνικής Άμυνας. (2016). Συγκεντρωτικά Στοιχεία 2016. Available at: http://www.geetha.mil.gr/el/violations-gr/2015-01-22-11-43-23/5228-sygkentrwtika-stoicheia-2016.html [Accessed 29 Jan. 2017].
- Ελληνική Δημοκρατία-Υπουργείο Εξωτερικών. (2011). Σημαντικές Διεθνείς Συνθήκες που αφορούν την Ελλάδα. Available at: http://www.mfa.gr/to-ypourgeio/diethneis-symvaseis/semantikes-diethneis-sunthekes-pou-aphoroun-ten-ellada.html [Accessed 29 Jan. 2017].
- Ελληνική Δημοκρατία-Υπουργείο Εξωτερικών. (2016). Αιγιαλίτιδα ζώνη – Casus belli. Available at: http://www.mfa.gr/zitimata-ellinotourkikon-sheseon/eidikotera-keimena/aigialitida-zoni-casus-belli.html [Accessed 29 Jan. 2017].
- Θεοδωρόπουλος, Β. (1988). Οι Τούρκοι και εμείς. 1st ed. Αθήνα: Εκδόσεις Φυτράκη.
- Λιάκουρας, Π. (2013). Η αποστρατικοποίηση με τη Συνθήκη της Λωζάννης: όψεις ασφάλειας και εξελίξεις. In: 90 χρόνια από τη Συνθήκη της Λωζάννης: Η λειτουργία της Συνθήκης υπό το φως των εξελίξεων μετά το 1923. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, pp.151-186.
- Ρούκουνας, Ε. (2011). Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο. 1st ed. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.
- Συρίγος, Ά. (2015). Ελληνοτουρκικές Σχέσεις. 1st ed. Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη.