Ναυμαχία της Tsushima: Η πιο υποτιμημένη ναυμαχία του 20ού αιώνα

Ιστορικό υπόβαθρο του Ρωσοϊαπωνικού Πολέμου

Η ανατολή του 20ού αιώνα έφερε στο προσκήνιο μια ανακατάταξη στην ισορροπία δυνάμεων στο ευρωπαϊκό περιφερειακό σύστημα, στο οποίο το status quo του “Κονσέρτου της Ευρώπης” –όπως αυτό διαμορφώθηκε από τις Μεγάλες Δυνάμεις, στη μετα-ναπολεόντεια περίοδο– ήδη διένυε μια φθίνουσα πορεία. Βέβαια, η παρουσία των ευρωπαϊκών δυνάμεων ήταν εμφανής και σε άλλες περιφέρειες, όπως στην Άπω Ανατολή, όπου διακυβεύονταν οικονομικά και εμπορικά συμφέροντα, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την Κίνα.

Ωστόσο, τη χρονική αυτήν περίοδο, αναδύθηκε μια σημαντική και υπολογίσιμη δύναμη, η αυτοκρατορική Ιαπωνία, και ήταν αναμενόμενο ότι θα ερχόταν αντιμέτωπη με τις ευρωπαϊκές δυνάμεις, όπως φάνηκε στο Σινοϊαπωνικό Πόλεμο του 1895. Η Ιαπωνία, παρά την τρομερή στρατιωτική της επιτυχία και τα εδαφικά οφέλη που εκπλήρωναν τα οικονομικά και γεωπολιτικά συμφέροντά της, αναγκάστηκε να υποχωρήσει από τις διεκδικήσεις της, λόγω των πιέσεων από τη Ρωσία, τη Γερμανία και τη Γαλλία, και “επέστρεψε” το Liaodong στην Κίνα.

Οι εξελίξεις αυτές οδήγησαν την Ιαπωνία στη σφαίρα επιρροής της Βρετανίας, όπως αυτό αποκρυσταλλώθηκε στη μεταξύ τους συνθήκη το 1902. Η συνθήκη αυτή αποτελούσε στρατηγικό αντίβαρο στη Ρωσική Αυτοκρατορία, καθώς αναγνώριζε τα συμφέροντα της Ιαπωνίας στην Κίνα και στην Κορέα, ενώ προέβλεπε ότι (άρθρο 2) εάν ένα από τα δύο συμβαλλόμενα μέρη εμπλεκόταν σε πόλεμο με μια άλλη χώρα, το άλλο συμβαλλόμενο μέρος θα παρέμενε ουδέτερο, και ότι (άρθρο 3) εάν ένα μέρος εμπλεκόταν σε πόλεμο με περισσότερες δυνάμεις, το άλλο μέρος ήταν υποχρεωμένο να συμμετάσχει στον πόλεμο για υποστήριξη (Kosakowski, 1992).

Οι διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με τον επεκτατισμό της Ρωσίας –αποκορύφωμα του οποίου ήταν ο έλεγχος του Port Arthur, ενός λιμανιού με πρόσβαση σε “θερμά ύδατα”– και το διακαή πόθο της τσαρικής Αυτοκρατορίας να απειλεί ευθέως τα γεωπολιτικά, γεωστρατηγικά και οικονομικά ζωτικά συμφέροντα της Ιαπωνίας, οδήγησαν στην έκρηξη του Ρωσοϊαπωνικού Πολέμου (Levy, 2016).

Πορεία προς την Tsushima

Ο πόλεμος ξεκίνησε, μετά από ένα προληπτικό χτύπημα του αυτοκρατορικού ιαπωνικού στόλου στο λιμάνι του Port Arthur, το οποίο αιφνιδίασε τους Ρώσους, ενώ στη συνέχεια  οι ιαπωνικές δυνάμεις σημείωσαν σημαντικές επιτυχίες στις συγκρούσεις και τις επιχειρήσεις που έλαβαν χώρα στην ξηρά. Ο αυτοκρατορικός ιαπωνικός στόλος, υπό την ηγεσία του εμβληματικού και ικανότατου Ναυάρχου Togo, είχε εφαρμόσει με μεγάλη πειθαρχία και αποτελεσματικότητα έναν κλειστό ναυτικό αποκλεισμό. Πιο συγκεκριμένα, είχε ως στόχο να εμποδίσει την αποκλειόμενη δύναμη –εν προκειμένω το ρωσικό στόλο– να αποπλεύσει από το λιμάνι του Port Arthur, μέσω ναρκοθέτησης, αλλά και περιστασιακών επιδρομών (Κολιόπουλος, 2008).

Ωστόσο, με την πτώση του Port Arthur και την καταστροφή μεγάλου τμήματος των ρωσικών ναυτικών δυνάμεων στα τέλη του 1904, αφενός η τσαρική ηγεσία αποφάσισε να αποστείλει το στόλο της Βαλτικής για ενισχύσεις εντός του 1905, αφετέρου οι ιαπωνικές δυνάμεις είχαν την ευκαιρία να αναδιοργανωθούν και να αλλάξουν στρατηγική, καθώς γνώριζαν ότι οι ρωσικές δυνάμεις έπρεπε να καταστραφούν ολοκληρωτικά σε μελλοντική και αποφασιστική επιχείρηση.

Έτσι, ο Ναύαρχος Togo αξιοποίησε αυτό το “διάλειμμα” των ναυτικών επιχειρήσεων, πραγματοποιώντας ένα αυστηρό και εντατικό πρόγραμμα ασκήσεων, το οποίο περιελάμβανε την αποτελεσματική και ακριβή χρήση πυροβόλων και τορπιλών. Ως αποτέλεσμα, κατάφερε να καταστήσει τις δυνάμεις του σε άριστη κατάσταση και ετοιμότητα μάχης για την τελική ναυμαχία που ανέμενε και επιθυμούσε, αλλά ενίσχυσε και το ηθικό των πληρωμάτων, διότι γνώριζαν ότι η ναυμαχία θα έκρινε, στην ουσία, την έκβαση του πολέμου.

Το τεράστιο ταξίδι του Στόλου της Βαλτικής

Αντιθέτως, οι ρωσικές ναυτικές δυνάμεις αντιμετώπισαν απρόσμενες δυσκολίες σε αυτό το τεράστιο ταξίδι που πραγματοποίησαν, με αποτέλεσμα ο ρωσικός στόλος της Βαλτικής να έχει χαμηλό ηθικό, μηδαμινή προετοιμασία και ελάχιστο χρόνο για επιδιόρθωση και συντήρηση των πλοίων – παράγοντες οι οποίοι επηρέασαν την έκβαση της ναυμαχίας.

Ο δε Togo, άλλαξε επίσης τη στρατηγική του από κλειστό σε ανοιχτό ναυτικό αποκλεισμό (Corbett, 1972), υποχρεώνοντας το ρωσικό στόλο να δώσει μάχη, δίχως να του επιτρέψει να φτάσει στο Βλαδιβοστόκ, καθώς αυτό ισοδυναμούσε με παράταση των εχθροπραξιών, και ανάκαμψη των ρωσικών δυνάμεων σε ξηρά και θάλασσα. Στη συνέχεια, διαμόρφωσε ένα πλάνο επίθεσης, σύμφωνα με το οποίο τα τορπιλοβόλα και τα αντιτορπιλικά θα χτυπούσαν τις βραδινές ώρες, εξασθενίζοντας τον εχθρό, ενώ με την ανατολή του ηλίου θα αναλάμβαναν την επίθεση οι κύριες μονάδες κρούσης, δηλαδή τα θωρακισμένα καταδρομικά και τα θωρηκτά.

Ωστόσο, κανείς δεν γνώριζε ποια διαδρομή θα ακολουθούσαν οι Ρώσοι στην πορεία προς το Βλαδιβοστόκ. Ο Ιάπωνας Ναύαρχος υπέθεσε πως, μετά από τόσους μήνες, οι Ρώσοι θα επέλεγαν την πιο σύντομη δυνατή διαδρομή, αυτήν μέσω των Στενών Tsushima, και έτσι ο ίδιος τοποθέτησε τις δυνάμεις του με τέτοιο τρόπο, ώστε να μπλοκάρει και να αιφνιδιάσει τον εχθρό, όταν αυτός θα έκανε την εμφάνισή του  (Andidora, 1991).

Η αναλογία δύναμης πυρός και ταχύτητας μεταξύ των δύο δυνάμεων.

Ο ρωσικός στόλος της Βαλτικής, υπό το Ναύαρχο Zinovi Petrovich Rozhestvensky, διαιρεμένος σε τρεις ναυτικές Μοίρες, μετρούσε δώδεκα κύριες μονάδες επιφανείας-κρούσης (ή αλλιώς “capital ships”), όπως ακριβώς και οι Ιάπωνες. Ωστόσο, η μεγάλη διαφορά εντοπιζόταν στην αναλογία δύναμης πυρός και ταχύτητας, όπου οι Ρώσοι είχαν πλεονέκτημα στο πρώτο, και οι Ιάπωνες στο δεύτερο.

Η ναυμαχία

Η ιαπωνική Ναυαρχίδα Mikasa, του Ναυάρχου Togo

Στις 6:30 π.μ. της 27ης Μαΐου, εντοπίστηκαν τμήματα του ρωσικού στόλου, και στις 14:00 μ.μ., οι δύο δυνάμεις ξεκίνησαν να ανοίγουν πυρ. Ο Ναύαρχος Togo ηγήθηκε του ιαπωνικού σχηματισμού με τη γρήγορη ναυαρχίδα του, το Mikasa, προσπερνώντας το ρωσικό σχηματισμό, και πετυχαίνοντας το λεγόμενο “crossing the T”, όπου τα ιαπωνικά πλοία ήταν σε θέση να χτυπήσουν με όλα τους τα πυροβόλα και όπλα, ενώ τα ρωσικά πλοία μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν μόνο τα μπροστινά, προκαλώντας τεράστιες καταστροφές στο ρωσικό στόλο (Jukes, 2002).

Όταν μειώθηκε ακόμα περισσότερο η απόσταση των δύο ναυτικών δυνάμεων, σημειώθηκαν τα πρώτα χτυπήματα ακριβείας. Στις 14:40 μ.μ., ο ρωσικός στόλος προσπάθησε να απομακρυνθεί, καθώς τα πυροβόλα των Ιαπώνων είχαν προκαλέσει καταστροφικές ζημιές, με αποτέλεσμα ένα ρωσικό θωρηκτό να βυθιστεί.

Οι κινήσεις των δύο δυνάμεων.

Ωστόσο, ο Togo κινήθηκε ξανά σε παράλληλη πορεία με τις ρωσικές ναυτικές δυνάμεις, και για τις επόμενες τρεις ώρες σημειώθηκε έντονη ανταλλαγή πυρών, μέχρι που οι Ιάπωνες, βλέποντας τους Ρώσους να ξεφεύγουν, επιδίωξαν και πέτυχαν εκ νέου το “σχηματισμό Τ”. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την βύθιση δύο ρωσικών θωρηκτών, στις 18:50 μ.μ. και στις 19:20 μ.μ. αντίστοιχα.

Μια άλλη άποψη της ναυμαχίας

Με τις κύριες μονάδες επιφανείας των Ρώσων εξουδετερωμένες, ο Togo επιδίωξε να πετύχει τον επιχειρησιακό του στόχο, δηλαδή την εκμηδένιση των εχθρικών δυνάμεων. Γι’ αυτό, με τη δύση του ηλίου, διέταξε 37 τορπιλοβόλα και 21 αντιτορπιλικά, να αποτελειώσουν τα υπολείμματα του ρωσικού στόλου, ώστε να μην φτάσουν στο Βλαδιβοστόκ. Το πρωί της 28ης Μαΐου, ο Αντιναύαρχος Nebogatoff, που είχε αναλάβει πλέον την διοίκηση του ρωσικού στόλου, παραδόθηκε στους Ιάπωνες, ολοκληρώνοντας την ιστορική και επική Ναυμαχία της Tsushima.

Πίνακας με στοιχεία της Ναυμαχίας και την έκβασή της.

Ο ρωσικός στόλος είχε εισέλθει στα Στενά Tsushima με 38 πολεμικά πλοία, από τα οποία τα 34 βυθίστηκαν, αιχμαλωτίστηκαν ή υποχώρησαν από τη ναυμαχία σε ουδέτερα λιμάνια. Οι ανθρώπινες απώλειες για τους Ρώσους ήταν 4.830 νεκροί και 5.917 αιχμάλωτοι, ενώ από τη μεριά των Ιαπώνων περίπου 110 νεκροί. Επίσης, βυθίστηκαν τρία τορπιλοβόλα, ενώ τρία θωρηκτά, οκτώ αντιτορπιλικά και τορπιλοβόλα υπέστησαν μεγάλες ζημιές (Stille, 2016).

Αποτίμηση

Η ναυμαχία έδωσε τέλος στο Ρωσοϊαπωνικό Πόλεμο και, για πρώτη φορά, μια ασιατική δύναμη όχι μόνο αντιμετώπισε, αλλά εξόντωσε μια μεγάλη ευρωπαϊκή δύναμη, μετατρέποντας αυτόματα την Ιαπωνία σε Μεγάλη Δύναμη της εποχής. Το γεγονός αυτό αναγνωρίστηκε τόσο στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο που ακολούθησε, όσο και στην Κοινωνία των Εθνών μετέπειτα.

Οι Ιάπωνες επικράτησαν ολοκληρωτικά στη ναυμαχία της Tsushima, διότι είχαν υψηλό επίπεδο επιχειρησιακής και πολεμικής ετοιμότητας, ανεβασμένο ηθικό πληρωμάτων, καλά διαμορφωμένο επιχειρησιακό πλάνο επίθεσης, και μια ηγετική φυσιογνωμία στο πρόσωπο του Ναυάρχου Togo.

Στο σημείο αυτό, αξίζει να ληφθούν υπόψη τόσο η βρετανική εκπαίδευση του Ιάπωνα Ναυάρχου, όπως και τα βρετανικής κατασκευής πολεμικά πλοία του αυτοκρατορικού ιαπωνικού στόλου, τα οποία μειονεκτούσαν σε δύναμη πυρός, όμως οι μεγαλύτερες ταχύτητες που ανέπτυσσαν, επέτρεπαν ελιγμούς εντός των Στενών. Αυτό είναι που έδωσε το “πάνω χέρι” στον Togo να διασχίσει καθέτως το ρωσικό Στόλο δύο φορές, να τον παγιδεύσει και, τελικά, να τον εξοντώσει πλήρως. Επίσης, η χρήση του ασύρματου τηλέγραφου από τους Ιάπωνες διευκόλυνε τις επικοινωνίες και την πλήρη εφαρμογή των διαταγών του Ναυάρχου Togo.

Τέλος, ένα σημαντικό γεγονός που συνέβη εξαιτίας της ναυμαχίας της Tsushima είναι ότι η τελευταία αποτέλεσε τον καθοριστικό παράγοντα για την κατασκευή και δημιουργία των βρετανικών πολεμικών πλοίων Dreadnought (Towle, 2013), καθώς οι Βρετανοί παρατηρητές μετέφεραν την εμπειρία τους και τα συμπεράσματά τους σχετικά με την ισορροπία δύναμης πυρός και ταχύτητας. Έτσι, το Βασιλικό Πολεμικό Ναυτικό των Βρετανών κατάφερε να κυριαρχήσει στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, χάρη σε πολεμικά πλοία που διέθεταν τεχνικά και οπλικά συστήματα, επηρεασμένα από τις εμπειρίες του Ρωσοϊαπωνικού Πολέμου, και ιδιαίτερα της Ναυμαχίας της Tsushima.

Πηγές:

  1. Κολιόπουλος, Κ. (2008). Η στρατηγική σκέψη από την αρχαιότητα έως σήμερα. Εκδόσεις Ποιότητα.
  2. Andidora, R. (1991). Admiral Togo: An Adaptable Strategis. Naval War College Review, 44(2), 52-62.
  3. Corbett, J. S. (1972). Some Principles of Maritime Strategy. London: Conway Maritime Press.
  4. Jukes, G. (2002). The Russo-Japanese War 1904-1905. Oxford, U.K: Osprey Publishing.
  5. Kosakowski, L. S. (1992). The Anglo-Japanese Alliance and Japanese Expansionism, 1902-1923. Defense Technical Information Center.
  6. Levy, J. S. (2016). Information, Commitment, and the Russo-Japanese War of 1904–1905. Foreign Policy Analysis, 12, 489-511.
  7. Stille, M. (2016). The Imperial Japanese Navy of the Russo-Japanese War. Oxford, U.K: Osprey Publishing.
  8. Towle, P. A. (2013). The Effects of the Russo-Japanese War on British Naval Policy. The Mariner’s Mirror, 60(4), 383-394.
Έχει περάσει αρκετός χρόνος (5 έτη) από τη δημοσίευση αυτού του άρθρου. Παρακαλούμε συνεχίστε στην ανάγνωσή του έχοντας υπόψη την ημερομηνία δημοσίευσης.

Tagged under:

Μεταπτυχιακός φοιτητής στις Διεθνείς Σχέσεις και Στρατηγικές Σπουδές του τμήματος ΔΕΠΣ του Παντείου Πανεπιστημίου. Ερευνητής στις Ομάδες Στρατιωτική Ιστορία , Στρατηγική Κουλτούρα και Cybersecurity του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων.

   Ροή άρθρων Συντάκτη

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.

Περισσότερα από την Power Politics:

Log in or Sign Up

Pin It on Pinterest