Οι ευρωπαϊκές χώρες του ΝΑΤΟ και ο πόλεμος
- Written by Δάφνη Τσιπίτση
- Published in Άμυνα & Ασφάλεια, Ευρώπη
- Leave a reply
- Permalink
Το τείχος του Βερολίνου έπεσε, και ο Ψυχρός Πόλεμος τελείωσε απότομα σχεδόν πριν από 30 χρόνια. Αυτό το τέλος ξεκίνησε μία διαδικασία, κατά την οποία η διεθνής ασφάλεια και η έννοια του πολέμου έχουν επαναπροσδιοριστεί. Αυτό το χρονοδιάγραμμα επαναπροσδιορισμού φαίνεται λογικό, καθώς η διαμόρφωση στρατηγικής, ο αμυντικός σχεδιασμός και η ανάπτυξη στρατιωτικών δυνατοτήτων αποτελούν μακροπρόθεσμες προσπάθειες, καθώς μπορούν να μετρηθούν μόνο σε δεκαετίες και όχι χρόνια, ειδικά στις ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες ουσιαστικά εξαρτώνται σε ένα μεγάλο βαθμό από τις ΗΠΑ, σε στρατηγικό, στρατιωτικό αλλά και οικονομικό επίπεδο.
Η πιο εντυπωσιακή εξέλιξη, κατά την περίοδο μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, είναι η μείωση της δυναμικής της άμυνας των ευρωπαϊκών χωρών του ΝΑΤΟ, καθώς σχεδόν 20 χρόνια συνεχούς πολέμου εναντίον ανταρτών με αρκετές ανθρωπιστικές παρεμβάσεις και πολλές επιχειρήσεις πολιτικής και στρατιωτικής σταθερότητας έχουν αποδομήσει σημαντικά τη στρατιωτική ικανότητα των κρατών-μελών. Επιπλέον, εστιάζοντας στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας και της στρατιωτικής διαχείρισης κρίσεων για μεγάλο χρονικό διάστημα, τα ευρωπαϊκά κράτη-μέλη έχουν χάσει μεγάλο μέρος της τεχνογνωσίας και του στρατιωτικού ήθους που σχετίζεται με την άμυνα και την αποτροπή. Ως αποτέλεσμα, οι σημερινές στρατιωτικές δυνάμεις στην Ευρώπη, αλλά και εν μέρει στις Ηνωμένες Πολιτείες δεν φαίνεται να μπορούν, προς το παρόν, να ανταποκριθούν στα καθήκοντα που θα έπρεπε, όπως στην αποτροπή ή στην καταπολέμηση των αντιπάλων τους – για παράδειγμα της Ρωσίας που εδώ και πολύ καιρό έχει επικεντρωθεί στην ανάπτυξη στρατιωτικών δυνατοτήτων υψηλού επιπέδου.
Υπό το πρίσμα νέων απειλών, λοιπόν, η ΕΕ και το ΝΑΤΟ καθιέρωσαν μια στενότερη συνεργασία, η οποία έχει οδηγήσει στην ανάπτυξη μέσων ευρέως φάσματος για την παροχή μεγαλύτερης ασφάλειας στους πολίτες στην Ευρώπη και πέραν αυτής. Ένα παράδειγμα είναι η νέα κοινή δήλωση που υπέγραψαν η ΕΕ και το NATO, η οποία καθορίζει κοινό όραμα του τρόπου, με τον οποίο η ΕΕ και το ΝΑΤΟ θα δρουν μαζί για την καταπολέμηση κοινών απειλών για την ασφάλεια.
Ουσιαστικά συμφωνήθηκε να εστιάσουν τη συνεργασία τους σε τομείς όπως:
- στρατιωτική κινητικότητα
- ασφάλεια στον κυβερνοχώρο
- υβριδικές απειλές
- καταπολέμηση της τρομοκρατίας
- γυναίκες και ασφάλεια
Ερμηνεύοντας το περιβάλλον ασφαλείας
Προχωρώντας πέρα από τη συγκρουσιακή νοοτροπία της εποχής του Ψυχρού Πολέμου, η πολιτική της δυτικής φιλοσοφίας σχετικά με την ασφάλεια από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 βασίστηκε στις έννοιες της εμπλοκής και της συνεταιριστικής ασφάλειας σε έναν αλληλοεξαρτώμενο παγκοσμιοποιημένο κόσμο. Αργότερα, όμως, αυτή η απεικόνιση της παγκόσμιας πολιτικής εξαλείφθηκε, καθώς αναμείχθηκε η δυτική πολιτική ασφάλειας και άμυνας με την αντικειμενική ανάλυση του περιβάλλοντος ασφαλείας.
Η αφήγηση ενός συνδεδεμένου, χαοτικού, βίαιου και επικίνδυνου κόσμου μετά τον Ψυχρό Πόλεμο με εθνοτικές συγκρούσεις, τρομοκρατία και «νέους πολέμους» έχει γίνει δεκτή χωρίς κριτική ανάλυση στη σύγχρονη εποχή. Οι παραστάσεις απειλής πλέον είναι τα κοινωνικά γεγονότα που δημιουργούνται και συντηρούνται μέσω ρητορικής δράσης, όπως για παράδειγμα μετά την 9η Σεπτεμβρίου, οπότε δεν ήταν ιδιαίτερα δύσκολο να επαναπροσδιοριστούν οι παραστάσεις απειλής και να ξεκινήσει ένας παγκόσμιος πόλεμος κατά της τρομοκρατίας.
Για πολλά, κυρίως ευρωπαϊκά κράτη που επιλύουν ανθρωπιστικές κρίσεις ή βοηθούν στην απομάκρυνση των δικτατόρων, η διάδοση της δημοκρατίας ή η δολοφονία τρομοκρατών έχουν αναδειχθεί στο νέο λόγο ύπαρξης των ενόπλων δυνάμεων. Αυτό συμβαίνει σε μια εποχή που η Ρωσία συσσωρεύει στρατιωτική δύναμη, για να αμφισβητήσει τη Συμμαχία. Δυστυχώς, τα κράτη με τις δικές τους ενέργειες και πολιτικές φαίνεται να ενισχύουν τις δυνατότητες της Ρωσίας να επαναπροσδιορίσει τη διεθνή ασφάλεια με δικούς της όρους, και αυτό το βλέπουμε κάθε μέρα στην Κριμαία, αλλά και στη Συρία.
Ένα σύγχρονο παράδειγμα παρατήρησης της μεταβολής του σύγχρονου περιβάλλοντος είναι η ουκρανική κρίση, η οποία υπογράμμισε την ανάγκη της επανεξέτασης του στρατηγικού δόγματος του ΝΑΤΟ. Η κρίση στην Ουκρανία φαίνεται να αποτελεί σημείο καμπής στην ευρωατλαντική ασφάλεια και, ταυτόχρονα, είναι η κρυσταλλοποίηση ορισμένων ευρύτερων προβλημάτων που έχουν εμφανιστεί για αρκετό καιρό σχετικά με την εντεινόμενη αίσθηση στρατηγικής δυσαρέσκειας μεταξύ Ρωσίας και Δύσης. Η κρίση αυτή φωτίζει ξεκάθαρα το σημείο που η Μόσχα κατανοεί την ευρωπαϊκή ασφάλεια με πολύ διαφορετικούς εννοιολογικούς όρους από τα κράτη-μέλη της Συμμαχίας, επιτάσσοντας έτσι τη μεταβολή του δόγματος ασφάλειας του ΝΑΤΟ. Διάφορες πτυχές ασφάλειας της κρίσης, όπως η διείσδυση της Κριμαίας και οι ρωσικές στρατιωτικές ασκήσεις, αναστάτωσαν τα μέλη της Συμμαχίας στην Ανατολική Ευρώπη και δημιούργησαν μια συζήτηση σχετικά με τη δέσμευση του ΝΑΤΟ στο Άρθρο 5. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τόσο τις ενισχυμένες προσπάθειες διαβεβαίωσης ύπαρξης αυτής της δέσμευσης, όσο και την προετοιμασία ενός σχεδίου δράσης ετοιμότητας. Το σχέδιο αυτό προέβλεπε την ενίσχυση των ικανοτήτων συλλογής πληροφοριών, τις αυξήσεις των στρατιωτικών ασκήσεων σε ποσότητα αλλά και ποιότητα, την προετοιμασία εξοπλισμού και προμηθειών και τη βελτίωση της ικανότητας του τομέα της Ταχείας Αντίδρασης του ΝΑΤΟ.
Σύγχρονη στρατιωτική στρατηγική
Τα ευρωπαϊκά κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ έχουν στρατιωτικοποιήσει με την πάροδο του χρόνου την πολιτική ασφαλείας τους. Πολλά νέα ζητήματα ασφαλείας έχουν αναχθεί σε στρατιωτικά, καθώς τα εργαλεία που κατέχουν πλέον τα κράτη έχουν καταστήσει δυνατή την εφαρμογή στρατιωτικής δύναμης σε ακριβείς και μικρές ποσότητες. Τα πολιτικά προβλήματα πλέον είναι πιο εύκολο να επιλυθούν με στρατιωτικά μέσα – και υποτίθεται ότι είναι ένας αποτελεσματικός τρόπος λειτουργίας. Επιπλέον, πολλά μη στρατηγικά προβλήματα μεταφέρθηκαν στην ατζέντα για την ασφάλεια και την άμυνα, και έτσι ο στρατιωτικός μετασχηματισμός έγινε πρακτικά, χωρίς κίνδυνο και αμφισβητήσεις. Σύγχρονα παραδείγματα είναι οι εκστρατείες για τη Βοσνία και το Κοσσυφοπέδιο και ο πόλεμος στο Αφγανιστάν και το Ιράκ, οι οποίοι ξεκίνησαν με βάση την έννοια των αποτελεσματικών δυνατοτήτων στρατιωτικής υψηλής τεχνολογίας και δυναμικού που θα διευκόλυναν μια γρήγορη και επιτυχημένη εκστρατεία.
Η επιστροφή της έννοιας ενός συμβατικού Πολέμου
Πολλά κράτη-μέλη της Ευρώπης έχουν καταλήξει με στρατιωτικές δυνάμεις που δεν είναι κατάλληλες και έτοιμες να αντιμετωπίσουν ένα αναδυόμενο πολυπολικό σύστημα, με ανταγωνιστές μεγάλης στρατιωτικής ισχύος, με δυνατότητα χρήσης μεγάλης κλίμακας στρατιωτικής δύναμης για την κατάκτηση οποιασδήποτε επικράτειας. Με λίγα λόγια, η Δύση, και πιο συγκεκριμένα το ΝΑΤΟ, δεν είναι έτοιμα για ένα συμβατικό πόλεμο σε επίπεδο κρατών. Αυτό συμβαίνει γιατί έχοντας γνώση για το τί μπορεί να επιτευχθεί με τη χρήση στρατιωτικής δύναμης στην εποχή μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, τα κράτη έχουν στρατιωτικοποιήσει τις πολιτικές ασφαλείας τους. Το εν λόγω γεγονός σημαίνει ότι χρησιμοποιούν το στρατό σε όλες τις περιπτώσεις καταπολέμησης κάποιου πολιτικού ή κοινωνικού προβλήματος. Αυτό είναι ειρωνικό, καθώς το τέλος του Ψυχρού Πολέμου υποτίθεται ότι ήταν μια αρχή για κάτι διαφορετικό, υποτίθεται ότι ήταν η συνεταιριστική ασφάλεια, η αυξανόμενη αλληλεξάρτηση και η ενίσχυση των διεθνών θεσμών χωρίς τη χρήση στρατιωτικών δυνάμεων. Αντ ‘αυτού, επαναπροσδιορίζοντας το ρόλο τους στη διεθνή ασφάλεια, τα κράτη διεξάγουν πολέμους σχεδόν συνεχώς για 30 χρόνια και τους πραγματοποιούν, στο πλαίσιο μιας διεθνούς κατάστασης ασφάλειας χωρίς σοβαρές απειλές εναντίον τους ή εναντίον της παγκόσμιας τάξης. Τώρα που οι δυνητικές κρατικές απειλές, όπως είναι η Ρωσία, φαίνονται πλέον στον ορίζοντα, τα κράτη οφείλουν να ξεπεράσουν τη φθορά των προηγούμενων πολέμων της επιλογής τους και, ταυτόχρονα, να προετοιμαστούν για έναν επόμενο πιθανό πόλεμο. Σε περίπτωση που έρθει, θα είναι ένας μεγάλος πόλεμος και η εκπαίδευση μαζί με την προετοιμασία φαίνεται να είναι ο καλύτερος τρόπος αποφυγής του.
Πηγές:
- Ρaitasalo, J. (2018). Obsessed With War – How Western States Lost their Strategic Edge. The National Interest
- Paulauskas, K. (2018). The Alliance’s evolving posture: towards a theory of everything. NATO Review magazine