Η χρήση θανάσιμης βίας από τις Αμυντικές Δυνάμεις του Ισραήλ κατά Παλαιστίνιων διαδηλωτών στη Λωρίδα της Γάζας: Η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου του Ισραήλ HCJ 3003/18 Yesh Din v. IDF Chief of General Staff
- Written by Δημήτρης Μπαχούμας
- Published in Ανθρώπινα Δικαιώματα, Διεθνές Δίκαιο, Τάσεις
- Leave a reply
- Permalink
Σκοπός του παρόντος άρθρου είναι να παρουσιάσει και να αναλύσει την απόφαση 3003/18 του Ανώτατου Δικαστηρίου του Ισραήλ, η οποία εκδόθηκε στις 24 Μαΐου 2018, και εξετάζει το ζήτημα των κανόνων εμπλοκής των Ισραηλινών Αμυντικών Δυνάμεων (Israel Defense Forces – IDF), και το αν αυτές ενήργησαν νόμιμα αναφορικά με τη χρήση βίας -και, ιδίως, θανάσιμης βίας- κατά διαδηλωτών στη διάρκεια των πρόσφατων γεγονότων (Μάρτιος-Μάιος 2018) στη Λωρίδα της Γάζας. Πιο συγκεκριμένα, θα επιχειρηθεί ένας σχολιασμός της απόφασης και του σκεπτικού του Δικαστηρίου, εστιάζοντας σε ορισμένα ζητήματα που ανακύπτουν βάσει Διεθνούς Δικαίου, ενώ παράλληλα θα αναφερθούν τα επιχειρήματα των δύο πλευρών, τα οποία παρουσιάστηκαν ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου.
Εισαγωγή – Πραγματικά περιστατικά
Την 30η Μαρτίου 2018 στη Λωρίδα της Γάζας, και μερικές εκατοντάδες μέτρα από τον διαχωριστικό φράχτη που σήμερα συνιστά τα σύνορα που χωρίζουν τα εδάφη εκείνα που κατέχει η Παλαιστινιακή Αρχή από αυτά του Κράτους του Ισραήλ, άρχισε μια μεγάλη διαδήλωση, η οποία ονομάστηκε από τους Παλαιστίνιους διοργανωτές της “η Μεγάλη Πορεία της Επιστροφής”. Η διάρκειά της ορίστηκε στις έξι εβδομάδες, έως και την επέτειο των 70 χρόνων από τη Nakba, στις 15 Μαΐου 2018. Κύριος στόχος της ήταν οι Παλαιστίνιοι διαδηλωτές-πρόσφυγές να βροντοφωνάξουν το δικαίωμά τους “για επιστροφή στα πατρογονικά εδάφη, που βρίσκονται εντός του Ισραήλ”, βάσει του σχετικού Ψηφίσματος του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών το οποίο εγκρίθηκε τον Δεκέμβριο του 1948. Το εν λόγω Ψήφισμα ανέφερε ότι “οι Παλαιστίνιοι πρόσφυγες που επιθυμούν να επιστρέψουν στα σπίτια τους και να ζήσουν ειρηνικά με τους γείτονές τους πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να το πράξουν το συντομότερο δυνατόν”. Οι διαδηλωτές, ωστόσο, διαμαρτύρονταν επίσης για τον αποκλεισμό της Λωρίδας της Γάζας από τις Δυνάμεις του Ισραήλ, αλλά και για τη μετακίνηση της Πρεσβείας των Ηνωμένων Πολιτειών στο Ισραήλ από το Tel Aviv στην Ιερουσαλήμ (Εφημερίδα των Συντακτών, 2018).
(The Times of Israel, 2018)
Για τις επόμενες, λοιπόν, έξι εβδομάδες, αυτό που αρχικά είχε σχεδιαστεί ως μια ειρηνική διαδήλωση/διαμαρτυρία πήρε μια εντελώς διαφορετική τροπή. Στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και στο διαδίκτυο όλοι έγιναν μάρτυρες εικόνων που απεικονίζουν, από τη μία, δεκάδες χιλιάδες Παλαιστίνιους να διαδηλώνουν και να κινούνται απειλητικά προς τον φράχτη που χωρίζει τη Λωρίδα της Γάζας από το Κράτος του Ισραήλ και, από την άλλη, τις Αμυντικές Δυνάμεις του Ισραήλ να απαντούν σε αυτές τις προκλήσεις κάνοντας χρήση βίας – και, ειδικότερα, χρήση θανάσιμης βίας. Από την πρώτη κιόλας μέρα των διαδηλώσεων ο Υπουργός Άμυνας του Ισραήλ, Avigdor Lieberman, με tweet του στα αραβικά προειδοποίησε τους κατοίκους της Γάζας πως “όποιος πλησιάσει στον διαχωριστικό φράχτη βάζει τη ζωή του σε κίνδυνο” και πως “για κάθε ανθρώπινη ζωή που θα χαθεί οι μόνοι υπεύθυνοι είναι οι τρομοκράτες της Hamas” (Shany, 2018). Παρά την παραπάνω προειδοποίηση, ήδη από τις πρώτες μέρες οι διαδηλώσεις κλιμακώθηκαν και οδήγησαν σε βίαιες συγκρούσεις ανάμεσα στους διαδηλωτές και στις Αμυντικές Δυνάμεις του Ισραήλ και, συνακόλουθα, σε χιλιάδες τραυματισμούς και απώλειες ζωών. Μόνο την ημέρα της μεταφοράς της αμερικάνικης πρεσβείας στην Ιερουσαλήμ στις 14 Μαΐου -την “πιο αιματηρή μέρα των διαδηλώσεων”, όπως χαρακτηρίστηκε-, βάσει των αναφορών, 46 Παλαιστίνιοι έχασαν τη ζωή τους ενώ, με βάση τα πιο πρόσφατα νούμερα, στο τέλος των συγκρούσεων συνολικά 123 άτομα είχαν χάσει τη ζωή τους και 14.000 είχαν τραυματιστεί (Shany, 2018). Η βία που χρησιμοποιήθηκε κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων, καθώς και ο συνολικός αριθμός των θυμάτων και των τραυματιών, καθιστούν τη “Μεγάλη Πορεία της Επιστροφής” την πιο σοβαρή και αιματηρή από τις πρόσφατες Ισραηλινό-Παλαιστινιακές συγκρούσεις – δεύτερη μόνο μετά από τον “Πόλεμο της Γάζας του 2014” (Loveday, 2018).
Ως συνέπεια των ανωτέρω, έξι Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις -πέντε ισραηλινές και μία παλαιστινιακή- που δραστηριοποιούνται στον χώρο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατέθεσαν από κοινού μια αναφορά που στρέφεται κατά του Αρχηγού του Γενικού Επιτελείου των Αμυντικών Δυνάμεων του Ισραήλ, Gadi Eizenkot, αλλά και κατά του Στρατιωτικού Γενικού Εισαγγελέα, αμφισβητώντας ανοικτά τους κανόνες εμπλοκής των IDF, αλλά και το πώς αυτοί εφαρμόστηκαν εν προκειμένω στην περιοχή του φράχτη ασφαλείας που διαχωρίζει το έδαφος του Ισραήλ και τη Λωρίδας της Γάζας, την οποία ελέγχει η Παλαιστινιακή Αρχή. Οι αιτούντες έθεσαν υπό αμφισβήτηση τους κανόνες εμπλοκής των IDF, υποστηρίζοντας μη νόμιμη εφαρμογή τους ακριβώς στο κομμάτι που αυτοί εξουσιοδότησαν τις IDF να χρησιμοποιήσουν θανατηφόρα βία εναντίον των κατοίκων της Γάζας οι οποίοι διαδήλωναν κοντά στον φράχτη (Adalah & Al Mezan, 2018).
Τα επιχειρήματα των δυο πλευρών ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου του Ισραήλ
Οι υπογράφοντες την αναφορά στα επιχειρήματά τους ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου ισχυρίστηκαν ότι οι κανόνες εμπλοκής των Αμυντικών Δυνάμεων του Ισραήλ συνιστούν κείμενο το οποίο επέτρεψε τη χρήση πραγματικών/ζωντανών πυρών (living fire) εναντίον των διαδηλωτών. Τόνισαν, ωστόσο, ότι η χρήση τέτοιου είδους θανατηφόρας βίας δεν μπορεί να δικαιολογηθεί και είναι παράνομη γιατί, ακόμη και αν ο χώρος των διαδηλώσεων χαρακτηριστεί ως πεδίο μάχης -όπως ισχυρίστηκαν οι Αμυντικές Δυνάμεις του Ισραήλ-, τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στα σύνορα της Γάζας είναι πολιτικά, αφού τελέστηκαν από απλούς πολίτες που διαδήλωναν στην περιοχή, και ως εκ τούτου στα γεγονότα αυτά δεν πρέπει να τύχει εφαρμογής το Διεθνές Δίκαιο των Ενόπλων Συγκρούσεων (Law of Armed Conflict – LOAC). Αντίθετα, τα γεγονότα αυτά πρέπει να αντιμετωπίζονται από το Διεθνές Δίκαιο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (International Human Rights Law) – πιο συγκεκριμένα, βάσει των σχετικών προτύπων που σχετίζονται με την εφαρμογή των εξουσιών επιβολής του νόμου των διαφόρων υπηρεσιών και σωμάτων ασφαλείας, ακόμη δε και στην περίπτωση που οι διαδηλώσεις περιλαμβάνουν κάποια “απειλητικά για τη ζωή συμβάντα”, και παρά τον όποιο ρόλο έπαιξε η Hamas στη διοργάνωση των διαδηλώσεων (Lieblich, 2018 και Chanko & Shany, 2018).
Οι αιτούντες παρατήρησαν τη χρήση ζωντανών πυρών και εναντίον των προσώπων εκείνων που θεωρούνταν από τις IDF ως οι “βασικοί υποκινητές των συγκρούσεων” και στην περίπτωση που οι ενέργειές τους δεν αποτελούσαν κάποια “επικείμενη και πραγματική απειλή για την ανθρώπινη ζωή είτε των κατοίκων του Ισραήλ είτε των μελών των IDF”. Ωστόσο, σύμφωνα με το δίκαιο του Ισραήλ και το Διεθνές Δίκαιο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που -όπως αναφέρθηκε- περιέχει πρότυπα αναφορικά με τις εξουσίες επιβολής του νόμου και διατήρησης της δημόσιας τάξης, “η χρήση δυνητικά θανατηφόρας βίας -και τέτοια θεωρείται ότι είναι η χρήση ζωντανών πυρών- είναι απόλυτα απαγορευμένη αν αυτή δεν απαιτείται για την αποτροπή επικείμενης και πραγματικής απειλής για τη ζωή” – προϋπόθεση την οποία οι αιτούντες σε κάθε περίπτωση δεν βλέπουν να πληρούται εν προκειμένω (Adalah & Al Mezan, 2018 και Sharon, 2018). Και δεν πληρούται γιατί οι αιτούντες θεωρούν πως, ακόμα και αν οι διαδηλωτές κατέστρεφαν τον φράχτη ή διέσχιζαν τα σύνορα, οι μεμονωμένες αυτές ενέργειες δεν είναι επικείμενες και πραγματικές απειλές για την ανθρώπινη ζωή ώστε να επιτρέπουν τη χρήση θανατηφόρας βίας. Οι αιτούντες δεν ισχυρίζονται, βέβαια, ότι οι IDF δεν έπρεπε να αντιδράσουν, απλά αμφισβητούν ειδικά τη χρήση θανατηφόρας βίας, και προκρίνουν εναλλακτικούς τρόπους αντίδρασης (Lieblich, 2018). Έτσι, οι αιτούντες ισχυρίστηκαν ότι οι κανόνες εμπλοκής των IDF πρέπει να κηρυχθούν παράνομοι στο σημείο εκείνο που επιτρέπουν τη χρήση θανάσιμης βίας κατά των διαδηλωτών. Παράλληλα, ζήτησαν να γίνει εφαρμογή των προτύπων που θεσπίζει το Διεθνές Δίκαιο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, γιατί οι ρυθμίσεις που αυτό προβλέπει περιορίζουν πολύ περισσότερο τη δυνατότητα χρήσης βίας -ειδικότερα θανάσιμης βίας- από τις Αμυντικές Δυνάμεις του Ισραήλ και, άρα, προστατεύουν τους αθώους διαδηλωτές, εν αντιθέσει με το Διεθνές Δίκαιο των Ενόπλων Συγκρούσεων, που αφήνει ένα σαφώς μεγαλύτερο πεδίο ελευθερίας για χρήση βίας κατά των διαδηλωτών από τις IDF, εκθέτοντάς τους δυνητικά σε θανάσιμο κίνδυνο (Jöbstl, 2018). Τέλος, οι αιτούντες υποστήριξαν ότι ο μεγάλος τελικός αριθμός των θυμάτων είναι απόδειξη ακριβώς του γεγονότος ότι η εφαρμογή των κανόνων εμπλοκής των Ισραηλινών Αμυντικών Δυνάμεων είναι ασυμβίβαστη τόσο με το Διεθνές όσο και με το ισραηλινό δίκαιο και, άρα, παράνομη (Chanko & Shany, 2018).
Από την άλλη, στην άμυνά της ενώπιον του Δικαστηρίου, η πλευρά του Κράτους του Ισραήλ υποστήριξε με τη σειρά της ότι οι κανόνες εμπλοκής των Αμυντικών Δυνάμεων του Ισραήλ είναι καθ’ όλα νόμιμοι και συνεπείς τόσο ως προς το ισραηλινό και το Διεθνές Δίκαιο όσο και ως προς την προηγούμενη νομολογία του Ανώτατου Δικαστηρίου σχετικά με το ζήτημα (Sharon, 2018). Η βάση των επιχειρημάτων του Κράτους ήταν ότι “τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Πορείας για την Επιστροφή αποτελούν μέρος της συνεχιζόμενης ένοπλης σύγκρουσης που υπάρχει μεταξύ του Κράτους του Ισραήλ και της τρομοκρατικής οργάνωσης της Hamas, επειδή παρουσιάζουν υψηλό επίπεδο βίας και προορίζονται για την ενίσχυση των επιχειρησιακών δυνατοτήτων της, και ως εκ τούτου τα γεγονότα αυτά πρέπει να ρυθμίζονται από το Διεθνές Δίκαιο των Ενόπλων Συγκρούσεων, και όχι από το Διεθνές Δίκαιο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων”, την εφαρμογή του οποίου το Ισραήλ αμφισβητεί παραδοσιακά στις περιπτώσεις ένοπλης σύγκρουσης (Lieblich, 2018 και Sharon, 2018).
Εν συνεχεία, το Κράτος του Ισραήλ υποστηρίζει ότι εντός του Διεθνούς Δικαίου των Ενόπλων Συγκρούσεων συνυπάρχουν δυο παραδείγματα/πλαίσια που οι IDF εφαρμόζουν. Επιχείρησαν, λοιπόν, μια διάκριση ανάμεσα σε κανόνες εμπλοκής των IDF βάσει ενός “παραδείγματος/πλαισίου Συμπεριφοράς σε Εχθροπραξίες” και σε κανόνες εμπλοκής βάσει ενός “παραδείγματος/πλαισίου Επιβολής του Νόμου”. Σύμφωνα με το Κράτος, τα γεγονότα στη Λωρίδα της Γάζας παρουσιάζουν ιδιαιτερότητες, και για τη ρύθμισή τους απαιτείται χρήση και των δύο παραδειγμάτων/πλαισίων, έτσι ώστε κάθε φορά οι υφιστάμενες συνθήκες να είναι εκείνες που καθορίζουν ποιο από τα δύο παραδείγματα/πλαίσια θα εφαρμοστεί (Chanko & Shany, 2018). Το Κράτος, βέβαια, διακήρυξε ότι “γενικά, σαν κανόνας, το παράδειγμα/πλαίσιο που εφαρμόζεται σε διαδηλώσεις που γίνονται στη Λωρίδα της Γάζας είναι εκείνο της Επιβολής του Νόμου”. Σύμφωνα με αυτό το παράδειγμα -το οποίο, αν και δεν βρίσκεται εντός του Διεθνούς Δικαίου των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, εντούτοις ανταποκρίνεται και αντανακλά σε μεγάλο βαθμό τα διεθνή πρότυπα που θεσπίζει ο τομέας αυτός, την εφαρμογή των οποίων εν προκειμένω επικαλέστηκε η πλευρά των αιτούντων- “θανατηφόρα βία μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο ως έσχατη λύση για τον έλεγχο βίαιων διαταραχών”. Ωστόσο, αν και κατά κανόνα εφαρμόζεται αυτό το πλαίσιο, το Κράτος επισημαίνει ότι “η χρήση θανατηφόρας βίας εναντίον ενός ατόμου με βάση ενδείξεις ότι αυτό συμμετέχει ενεργά στις εχθροπραξίες -για παράδειγμα, κρατώντας μια εκρηκτική συσκευή- διέπεται όχι από το παραπάνω παράδειγμα/πλαίσιο Επιβολής του Νόμου, αλλά από εκείνο της Συμπεριφοράς σε Εχθροπραξίες, το οποίο πλαίσιο επιτρέπει στις Αμυντικές Δυνάμεις πολύ πιο ελαστικούς κανόνες εμπλοκής απ’ ότι το παράδειγμα/πλαίσιο Επιβολής του Νόμου”. Καταληκτικά, ισχυρίστηκε ότι οι κανόνες εμπλοκής ήταν σύμφωνοι με τον νόμο και με τις προϋποθέσεις που απαιτούνται και από τα δύο παραδείγματα για τη χρήση βίας σε ένοπλη σύγκρουση (Lieblich, 2018).
(Chicago Tribune, 2018)
Μια ερώτηση που πιθανώς δημιουργείται εν προκειμένω -η κυβέρνηση του Ισραήλ ισχυρίζεται ότι υπάρχει ένα ξεχωριστό “πλαίσιο Επιβολής του Νόμου” που ενσωματώνεται στο Διεθνές Δίκαιο των Ενόπλων Συγκρούσεων, το οποίο πλαίσιο είναι εμπνευσμένο, αλλά δεν είναι όμοιο με το καθεστώς και τα πρότυπα επιβολής του νόμου που είναι γνωστά σε όλους του αναλυτές από το Διεθνές Δίκαιο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων- είναι το γιατί γίνεται αυτή η διάκριση. Σύμφωνα με τον Eliav Lieblich, καθηγητή του Δημόσιου Διεθνούς Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου του Tel Aviv, αυτό συμβαίνει επειδή το Ισραήλ είναι ένας “επίμονος αντιρρησίας”* στην ταυτόχρονη εφαρμογή των διατάξεων του Διεθνούς Δικαίου των Ενόπλων Συγκρούσεων και του Διεθνούς Δικαίου των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων κατά τη διάρκεια ένοπλων συγκρούσεων. Ωστόσο, κατά τη γνώμη του, “η διεθνής νομική βάση γι’ αυτό το μοντέλο επιβολής του νόμου που έχει δημιουργήσει το Ισραήλ και που βασίζεται στο Διεθνές Δίκαιο των Ενόπλων Συγκρούσεων είναι ασαφής, γιατί η κυβέρνηση παρέθεσε πολύ λίγες πηγές, και πρέπει να θεωρηθεί ότι δεν υποστηρίζουν επαρκώς ούτε κατοχυρώνουν την ύπαρξη του μοντέλου”. Με την ανάλυσή του ο καθηγητής καταλήγει στην υπενθύμιση πως “σήμερα υπάρχει συναίνεση γύρω από το ότι το ουσιαστικό περιεχόμενο του Διεθνούς Δικαίου των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων είναι καθολικό, αναφαίρετο και αδιαίρετο”. Για εκείνον, το κλειδί για την κατανόηση της αντίληψης του Κράτους αναφορικά με το παράδειγμα/πλαίσιο Επιβολής του Νόμου βρίσκεται μέσα στην ίδια την απάντηση του Κράτους, που ισχυρίστηκε ότι “μέσα στο πλαίσιο του Διεθνούς Δικαίου των Ενόπλων Συγκρούσεων και, συγκεκριμένα, εντός του παραδείγματος/πλαισίου Επιβολής του Νόμου θανατηφόρα βία μπορεί δυνητικά να χρησιμοποιηθεί όταν υπάρχει επικείμενη/άμεση απειλή για τη ζωή ή την υγεία. Αυτή δε η απειλή μπορεί να προκληθεί και από ένα μόνο άτομο ή και από μάζες ατόμων. Η προσφυγή σε θανατηφόρα βία υπόκειται σε αρκετές προϋποθέσεις – αν, όμως, έχει εξαντληθεί η χρήση μη-θανατηφόρων μέτρων για την αντιμετώπιση της απειλής, τότε υπάρχει αναγκαιότητα χρήσης δυνητικά θανατηφόρας βίας, η οποία πρέπει να είναι αναλογική” (Lieblich, 2018).
Επίσης, υπάρχουν λόγοι να υποθέσει κανείς ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση θανάσιμη βία χρησιμοποιήθηκε εκείνη τη στιγμή για να αντιμετωπιστεί απειλή προτού, ωστόσο, αυτή υλοποιηθεί – ακόμη, δηλαδή, και αν ο ίδιος ο κίνδυνος δεν ήταν άμεσος. Αυτό προκύπτει και από τα όσα διατύπωσε το ίδιο το Κράτος. Πιο συγκεκριμένα, και σε συνέχεια του προηγούμενου αποσπάσματος, το Κράτος ισχυρίζεται ότι “μια συγκεκριμένη, κοντινή και θανάσιμη απειλή για τη ζωή μπορεί να προκληθεί από έναν απειλητικό όχλο και, μάλιστα, ο κίνδυνος που προκαλείται από ένα πλήθος χιλιάδων είναι πολύ μεγαλύτερος από τον κίνδυνο που προκαλεί ένα άτομο ή μια μικρή ομάδα ατόμων. Επιπλέον, ο κίνδυνος αυτός καθίσταται άμεσος τη στιγμή που η μάζα φθάνει στον προορισμό της και, έτσι, αν ο κίνδυνος δεν αντιμετωπιστεί εκείνη τη στιγμή, τότε η αποτροπή του σε κάποιο μεταγενέστερο στάδιο θα απαιτούσε μια αρκετά ευρύτερη χρήση πραγματικών πυρών από τις IDF, την οποία το Κράτος επιδιώκει να αποτρέψει”. Εν προκειμένω, ως “προορισμός του όχλου” πιθανότατα λογίζεται το σημείο του διαχωριστικού φράχτη, δηλαδή τα σύνορα του Ισραήλ και της Παλαιστίνης – σημείο που βρίσκονται και οι Αμυντικές Δυνάμεις του Ισραήλ (Lieblich, 2018). Φαίνεται, λοιπόν, πως για τις IDF ο φράχτης συνιστά ένα καίριο στοιχείο της εθνικής ασφάλειας του Ισραήλ, και πως μια επίθεση εναντίον του -ή ακόμα και η πορεία ενός μεγάλου αριθμού πολιτών προς τον φράχτη και, συνακόλουθα, προς το έδαφος του Ισραήλ- θεωρείται επίθεση ή απόπειρα επίθεσης και, άρα, ανάλογη βία θα χρησιμοποιηθεί για την εξουδετέρωση αυτής από τις IDF. Αυτό φάνηκε και από τις δηλώσεις του Υπουργού Άμυνας του Ισραήλ. Ωστόσο, η στάση του Ισραήλ να θεωρεί μια πορεία πολιτών προς τον φράχτη ως μια επικείμενη απειλή και, συνακόλουθα, να αξιολογεί πως με αυτόν τον τρόπο απλοί πολίτες συμμετέχουν σε εχθροπραξίες ενάντια στο Κράτος δεν είναι ιδιαίτερα πειστική, και έχει ως αποτέλεσμα μια πολύ επικίνδυνη διεύρυνση των επιχειρησιακών δυνατοτήτων των IDF, γιατί εκείνες μπορεί να χρησιμοποιήσουν θανάσιμη βία και με το που ο όχλος φτάσει κοντά στον φράχτη, ακόμα και αν δεν έχει σκοπό να προχωρήσει σε κάποια περαιτέρω ενέργεια. Κατά την εκτίμηση, λοιπόν, του Κράτους, και μόνο με την παρουσία των διαδηλωτών εκεί εμφανίζεται άμεσος κίνδυνος, ο οποίος πρέπει να αντιμετωπιστεί με χρήση ακόμα και θανάσιμης βίας – κίνδυνος που στην πραγματικότητα δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί επικείμενος, καθώς υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να μην εκδηλωθεί. Στην ουσία, εδώ έμμεσα γίνεται λόγος για μια “προληπτική χρήση θανάσιμης βίας” (Shany, 2018). Θα αναλυθεί στη συνέχει του άρθρου τί στάση κράτησε το Δικαστήριο απέναντι στον συγκεκριμένο αυτόν ισχυρισμό.
(The Times of Israel, 2018)
Πρέπει, επίσης, να αναφερθεί πως η πλευρά του Κράτους ζήτησε να παρουσιάσει τους ισχύοντες κανόνες εμπλοκής των Ισραηλινών Αμυντικών Δυνάμεων, καθώς και παραπάνω πληροφορίες που είχαν συλλέξει αναφορικά με τις διαδηλώσεις στη Γάζα, μόνο όμως ex parte (δηλαδή μόνο με την παρουσία εκπροσώπων του Κράτους) και κεκλεισμένων των θυρών. Οι αιτούντες διατύπωσαν αντιρρήσεις σχετικά με αυτή την εξέταση από το Δικαστήριο, συμφωνώντας μόνο στο να παρουσιαστούν οι κανόνες εμπλοκής των IDF και όχι άλλες πρόσθετες πληροφορίες ή βίντεο. Το Δικαστήριο προειδοποίησε τους αιτούντες ότι η αντίρρησή τους θα μπορούσε να αποτελέσει τεκμήριο νομιμότητας των κανόνων. Οι αιτούντες διατήρησαν την αντίρρησή τους και, ως εκ τούτου, το Δικαστήριο, εκφράζοντας την απογοήτευσή του για τη θέση τους, τελικά δεν είδε ποτέ τους ισχύοντες κανόνες εμπλοκής, ούτε και τις συνοδευτικές πληροφορίες που το Κράτος ήθελε να παρουσιάσει. Ως αποτέλεσμα των παραπάνω, το Δικαστήριο ανέλαβε να εξετάσει τη νομιμότητα των κανόνων εμπλοκής σύμφωνα με το ισραηλινό και το Διεθνές Δίκαιο, χωρίς να λάβει υπόψη του το ακριβές κείμενο αυτών. Εντούτοις, η απόφαση περιλαμβάνει μια σύντομη συζήτηση σχετικά με τη γενική προσέγγιση που έχει υιοθετηθεί για τη θέσπιση των κανόνων, όπως αυτή προκύπτει και από τα επιχειρήματα που ανέπτυξαν οι εκπρόσωποι του Κράτους ενώπιον του Δικαστηρίου. Στην πραγματικότητα, δηλαδή, από το Δικαστήριο αξιολογήθηκε η νομιμότητα της γενικής προσέγγισης των κανόνων εμπλοκής των IDF (Sharon, 2018 και Solomon, 2018).
Η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου: HCJ 3003/18 Yesh Din v. IDF Chief of General Staff
Στις 24 Μαΐου 2018 το Ανώτατο Δικαστήριο του Ισραήλ, το οποίο είχε συνεδριάσει σε τριμελή σύνθεση, με ομόφωνη απόφασή του απέρριψε την αίτηση που είχαν υποβάλει οι έξι ΜΚΟ – μια αίτηση που αμφισβητούσε, όπως παρουσιάστηκε ήδη, τους κανόνες εμπλοκής των IDF και τη νομιμότητα της εφαρμογής τους στις βίαιες συγκρούσεις που έγιναν μεταξύ Μαρτίου και Μαΐου στη Λωρίδα της Γάζας.
Περαιτέρω, ο Δικαστής Melcer, ο οποίος συνέταξε την κύρια γνώμη, χαρακτήρισε τις διαδηλώσεις ως “βίαιες και οργανωμένες από τη Hamas ως μέρος του αγώνα των τρομοκρατών κατά του Ισραήλ”. Τόνισε, επίσης, ότι “οι διαδηλώσεις περιελάμβαναν προσπάθειες για την καταστροφή των υποδομών ασφαλείας -δηλαδή του φράχτη-, και πως λειτούργησαν ως κάλυψη για την εκδήλωση τρομοκρατικών χτυπημάτων” (Chanko & Shany, 2018). Ωστόσο, ο Melcer αναγνώρισε κάτι στο οποίο και οι εκπρόσωποι του Κράτους συμφώνησαν, δηλαδή το γεγονός πως “πολλοί από τους συμμετέχοντες στις διαδηλώσεις ήταν πολίτες που δεν αποτελούσαν ή προτίθενται να αποτελέσουν μέρος οποιασδήποτε τρομοκρατικής δραστηριότητας” (Cohen, 2018). Απέχει, βέβαια, ο Melcer σε αυτό το σημείο να σχολιάσει την ενδεχόμενη εφαρμογή των διατάξεων του Διεθνούς Δικαίου των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην κατάσταση, κάτι που είχαν ζητήσει οι αιτούντες. Παράλληλα, υιοθετώντας ουσιαστικά σχεδόν αυτούσια την οπτική που νωρίτερα παρουσίασε το Κράτος αναφορικά με το πώς και για ποιον λόγο εκδηλώθηκαν οι αναταραχές στη Γάζα, μπορεί κανείς ήδη από τον πρόλογο να καταλάβει πως το Δικαστήριο θα απέρριπτε εν τέλει την αίτηση. Και ως φυσικό επακόλουθο, αν το Δικαστήριο ξεκινά από το σκεπτικό -όπως φαίνεται εδώ- ότι όλες οι διαδηλώσεις λειτουργούν ως “βιτρίνα” της τρομοκρατικής δραστηριότητας της Hamas και, μάλιστα, ότι αυτές οι διαδηλώσεις αποτελούν μέρος της σύγκρουσης Hamas και Ισραήλ, τότε αντίστοιχα είναι και το ίδιο πολύ πιο ελαστικό στο να δικαιολογήσει τη βία που θα χρειαστεί να χρησιμοποιηθεί από το Κράτος προκειμένου να σταματήσει αυτή τη δραστηριότητα, απ’ ότι αν οι συγκρούσεις θεωρούνταν μέρος πολιτικών διαδηλώσεων, όπως είχε προτείνει η πλευρά των αιτούντων (Cohen, 2018).
Τέλος, πρέπει να ειπωθεί ότι ο Melcer δέχθηκε επίσης πως οι διαδηλώσεις υπόκεινται σε ένα διπλό νομικό καθεστώς εντός του Διεθνούς Δικαίου των Ενόπλων Συγκρούσεων, που περιλαμβάνει ένα παράδειγμα/πλαίσιο με κανόνες που διέπουν την επιβολή του νόμου, και ένα για τη συμπεριφορά σε εχθροπραξίες (Chanko & Shany, 2018). Δημιουργούνται, λοιπόν, αρκετές ερωτήσεις. Εναντίον ποιών διαδηλωτών χρησιμοποιούνται τα πλαίσια αυτά; Πιο συγκεκριμένα, πότε χρησιμοποιείται το καθένα από αυτά από τις IDF; Και ακόμα, ποιο είναι το όριο της επιτρεπτής βίας σε κάθε ξεχωριστή περίπτωση;
Αναφορικά με την πρώτη ερώτηση, η Δικαστής Hayut, η Πρόεδρος του Ανώτατου Δικαστηρίου του Ισραήλ, στην ξεχωριστή και σύμφωνη με το σκεπτικό του Melcer γνώμη της κατέληξε στο ότι οι συμμετέχοντες στις διαδηλώσεις περιλαμβάνουν τρεις ξεχωριστές κατηγορίες προσώπων, οι οποίες εμφανίζονται και στους κανόνες εμπλοκής των Αμυντικών Δυνάμεων του Ισραήλ. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν “τα ενεργά μέλη της Hamas τα οποία, υπό την προστασία και τη συγκάλυψη των διαδηλώσεων, εκτελούν τρομοκρατικές επιθέσεις ενάντια στο Κράτος του Ισραήλ”. Στη δεύτερη κατηγορία ατόμων ανήκουν “οι ηγέτες και οι κεντρικοί υποκινητές των διαδηλώσεων”, και στην τρίτη κατηγορία τοποθετούνται “οι άλλοι συμμετέχοντες στις διαδηλώσεις”. Σύμφωνα με την Hayut, η χρήση βίας εναντίον της πρώτης ομάδας ρυθμίζεται και ελέγχεται από το πλαίσιο της Συμμέτοχης σε Εχθροπραξίες, ενώ για τα άτομα των επόμενων δυο ομάδων θα χρησιμοποιείται το παράδειγμα/πλαίσιο της Επιβολής του Νόμου (Sharon, 2018). Ωστόσο, προκαλούν σύγχυση τα συνολικά συμπεράσματα στα οποία κατέληξε το Δικαστήριο αναφορικά με το επιτρεπτό όριο της χρήσης βίας και, ειδικότερα, αναφορικά με το τί ισχύει για τη θανάσιμη βία.
Ο Melcer υιοθέτησε τη θέση του Κράτους ότι “το Διεθνές Δίκαιο των Ενόπλων Συγκρούσεων περιέχει ένα παράδειγμα/πλαίσιο Επιβολής του Νόμου, το οποίο επιτρέπει τη χρήση θανατηφόρας βίας είτε εναντίον των υποκινητών και ηγετών των διαδηλώσεων είτε εναντίον των διαδηλωτών που δεν συμμετέχουν άμεσα σε εχθροπραξίες, αλλά εμπλέκονται σε μαζικές διαταραχές, μόνο όμως ως έσχατη λύση, και όταν προκαλούν επικείμενο κίνδυνο/απειλή για τη ζωή και την υγεία, και προκειμένου να προστατευθούν οι ζωές που τίθενται σε κίνδυνο, με την προϋπόθεση ότι πληρούται η αναγκαιότητα και η αναλογικότητα”. Επιπροσθέτως, το Δικαστήριο σημείωσε επανειλημμένα ότι “η μόνη περίπτωση που θα επέτρεπε τη χρήση θανατηφόρας βίας είναι εκείνη κατά την οποία θα υπήρχε μια επικείμενη απειλή” (Cohen, 2018 και Jöbstl, 2018). Ωστόσο, το Δικαστήριο δεν παρέχει κάποιο κριτήριο που να βοηθάει στον ακριβή προσδιορισμό των ατόμων εκείνων που χαρακτηρίζονται ως υποκινητές των διαδηλώσεων ή ως διαδηλωτές εμπλεκόμενοι σε μαζικές αναταραχές και, ακόμα περισσότερο, πότε αυτοί μπορούν να εξουδετερωθούν από τις IDF. Και φαίνεται πως το ερώτημα αυτό είναι “η καρδιά της διαφοράς” ανάμεσα στους αιτούντες και στο Κράτος. Ειδικότερα, για τη χρήση θανάσιμης βίας εναντίον των κεντρικών υποκινητών των διαδηλώσεων η Δικαστής Hayut εξέφρασε κάποιες αμφιβολίες και αναγνώρισε ότι “αυτή η ειδική μεταχείριση των κεντρικών υποκινητών δεν φαίνεται να έχει κάποια βάση στο Διεθνές Δίκαιο” και, συμπληρωματικά, ότι “το Διεθνές Δίκαιο δεν μας απαντά ξεκάθαρα στο ζήτημα της μεταχείρισης αυτών”. Η συμπληρωματική αυτή θέση λειτουργεί σαν μια “ασπίδα προστασίας” για τις IDF, και επαληθεύεται μόνο αν αρνηθεί κάποιος την εφαρμογή του Διεθνούς Δίκαιου των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων -το οποίο περιέχει διατάξεις που ρυθμίζουν τέτοια ζητήματα-, αλλά και το σύνολο της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων σε υποθέσεις που αφορούν στον έλεγχο βίαιων διαδηλώσεων. Τα παραπάνω κείμενα επιβεβαιώνουν την προβληματική αντιμετώπιση της κατάστασης από τις IDF. Βάσει των ανωτέρω, είναι εμφανές πως το Δικαστήριο στην απόφασή του δεν αξιολόγησε καν τη δυνατότητα εφαρμογής του Διεθνούς Δικαίου των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στις διαδηλώσεις κατά μήκος του φράχτη στα σύνορα Γάζας-Ισραήλ, έχοντας αποφασίσει να ακολουθήσει σχεδόν πιστά τη γραμμή που πρότεινε το Κράτος (Cohen, 2018).
Επιπρόσθετα, ο Δικαστής Melcer σημείωσε ότι “πρόθεση της Hamas ήταν να εμπνεύσει τις μάζες να παραβιάσουν τον φράχτη ασφαλείας και, στη συνέχεια, να επιτεθούν εναντίον Ισραηλινών στρατιωτών και αμάχων”. Συνεπώς, βάσει του σκεπτικού του Δικαστή Melcer, φαίνεται να αποδέχεται το Δικαστήριο ότι με την παραβίαση του φράχτη υπάρχει πλέον μια επικείμενη απειλή για τη ζωή και την υγεία, η οποία κατά τον χρόνο της παραβίασης του φράχτη κρίνεται επαρκής για να δικαιολογήσει ως έσχατη λύση τη χρήση θανατηφόρας βίας. Ωστόσο, ο Δικαστής Melcer αναγνωρίζει ότι “οι απειλές που περιγράφηκαν παραπάνω δεν έχουν υλοποιηθεί πλήρως εν προκειμένω”. Συνεπώς, το Δικαστήριο δεν απέδειξε ότι υπήρχε στην περίπτωση αυτή μια τέτοιου είδους επικείμενη απειλή. Μήπως αυτό σημαίνει, λοιπόν, ότι το Δικαστήριο θα δικαιολογούσε θανατηφόρα βία που χρησιμοποιήθηκε και πριν από τον χρόνο κατά τον οποίο η απειλή γίνεται επικείμενη; Το Δικαστήριο, πράγματι, αντίθετα με τη δική του απαίτηση “για τον επικείμενο χαρακτήρα της απειλής”, φαίνεται να δέχεται το επιχείρημα της Κυβέρνησης -το οποίο αναλύθηκε νωρίτερα- που υποστήριξε ότι “μια απειλή μπορεί να αντιμετωπιστεί με θανατηφόρα βία και προληπτικά προτού αυτή υλοποιηθεί” – μια θέση η οποία επίσης πρέπει να προβληματίσει αναλόγως αναφορικά με τους κανόνες εμπλοκής των IDF (Jöbstl, 2018).
Έπειτα, τόσο ο Melcer όσο και η Hayut προχώρησαν σε διάκριση μεταξύ αφενός του ελέγχου της νομιμότητας των κανόνων εμπλοκής των IDF, τον οποίον και επιχείρησε το Ανώτατο Δικαστήριο, και αφετέρου του ελέγχου της πραγματικής εφαρμογής των κανόνων στη Λωρίδα της Γάζας, τον οποίον πρέπει πρώτα να ελέγξουν οι ίδιες οι IDF. Υποστήριξαν, λοιπόν, ότι οι περισσότερες από τις αξιώσεις που υπέβαλαν οι αιτούντες στρέφονταν ακριβώς κατά της εφαρμογής των κανόνων εμπλοκής υπό συγκεκριμένες συνθήκες, ζητώντας την εξέταση του ερωτήματος αν η εφαρμογή αυτή ήταν νόμιμη βάσει των πραγματικών περιστατικών στη Λωρίδα της Γάζας (Chanko & Shany, 2018). Οι δύο δικαστές ανέφεραν τις ανησυχίες τους σχετικά με το κατά πόσο θα ήταν ορθός ένας παρεμβατικός δικαστικός έλεγχος των επιχειρησιακών στρατιωτικών αποφάσεων, τονίζοντας παράλληλα πως το Δικαστήριο δεν διαθέτει αρκετά στοιχεία για να εκδώσει απόφαση σχετικά με τη νομιμότητα της εφαρμογής των κανόνων εμπλοκής στη Λωρίδα της Γάζας, και ότι όλες οι περιπτώσεις θανατηφόρων πυροβολισμών παραπέμφθηκαν στον “μηχανισμό διαπίστωσης των πραγματικών περιστατικών” των Αμυντικών Δυνάμεων του Ισραήλ – ένα ανεξάρτητο στρατιωτικό όργανο με αρμοδιότητα να προτείνει, όταν εκείνο κρίνει αναγκαίο, στον Στρατιωτικό Γενικό Εισαγγελέα να εκκινήσει έρευνα για ενδεχόμενη ποινική ευθύνη στις κατάλληλες περιπτώσεις. Ο Amichai Cohen, καθηγητής Δημόσιου Διεθνούς Δικαίου και Πρύτανης του Ono Academic College, επισημαίνει σε κάθε περίπτωση ότι οι έρευνες για παραβιάσεις στην εφαρμογή των κανόνων εμπλοκής είναι σημαντικές, αλλά αμφιβάλλει παράλληλα για το αν θα υπάρξει κάποιο αποτέλεσμα από αυτές. Όπως, άλλωστε, τόνισε το ίδιο το Κράτος στην απάντησή του, “η χρήση θανατηφόρων δυνάμεων στις εκδηλώσεις της Λωρίδας της Γάζας ήταν απόλυτα ελεγχόμενη. Τα πραγματικά πυρά χρησιμοποιήθηκαν από τις IDF μόνο αφού είχαν πρώτα εγκριθεί από τους ανώτερους αξιωματικούς και σύμφωνα πάντα με τους κανόνες εμπλοκής”. Δηλαδή, εν προκειμένω δεν υπάρχει ένας στρατιώτης ο οποίος ενεργεί αυτοβούλως, παραβιάζοντας διαταγές. Αντιθέτως, όλα όσα εκδηλώθηκαν στη Λωρίδα της Γάζας ήταν βάσει σχεδίου και απολύτως επιτρεπτά από τους σημερινούς κανόνες εμπλοκής των IDF. Το κύριο, λοιπόν, σημείο το οποίο οι αιτούντες ανέφεραν και το Δικαστήριο αρνήθηκε να επεξεργασθεί ήταν μια αμφισβήτηση του πυρήνα των κανόνων εμπλοκής των IDF, κυρίως στο κομμάτι όπου το Κράτος του Ισραήλ θεωρεί πως κάθε παραβίαση του φράχτη, ή ακόμα και το να τον πλησιάσουν οι διαδηλωτές, αποτελεί άμεση απειλή για τη ζωή, την οποία οι Αμυντικές Δυνάμεις πρέπει σταματήσουν με σχεδόν οποιοδήποτε κόστος – συμπεριλαμβανομένης και της χρήσης θανατηφόρας βίας. Το Κράτος και το Δικαστήριο δεν φάνηκαν διατεθειμένα να εξετάσουν το ζήτημα της πιθανής ύπαρξης μιας εύλογης εναλλακτικής λύσης αντί της χρήσης θανατηφόρας βίας σε περίπτωση παραβίασης του φράχτη – δηλαδή, χρήση θανάσιμης βίας μόνο αφού εξαντληθούν άλλες λιγότερο επικίνδυνες ή επαχθείς εναλλακτικές λύσεις που αποσκοπούν στην αποφυγή της παραβίασης ή του ενδεχομένου παραβίασης του φράχτη, και οι οποίες πρώτα αποδεδειγμένα έχουν αποτύχει να σταματήσουν τους διαδηλωτές (Cohen, 2018).
(Independent, 2018)
Επίλογος
Η απορριπτική απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου στην υπόθεση 3003/18 παρέμεινε πιστή στην παραδοσιακή άποψή του πάνω στα ζητήματα που σχετίζονται με τους κανόνες εμπλοκής των Αμυντικών Δυνάμεων του Ισραήλ. Ωστόσο, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι το Ανώτατο Δικαστήριο υιοθετεί μια περιοριστική προσέγγιση όσον αφορά στη δικαιολόγηση συνεχιζόμενων στρατιωτικών επιχειρήσεων. Πιο συγκεκριμένα, τονίζει ότι οι δραστηριότητες των IDF περιορίζονται από το Διεθνές Δίκαιο και πρέπει να είναι σύμφωνες με αυτό, ενώ αναφέρθηκε στην ανάγκη ανεξάρτητων ερευνών για πιθανές παραβιάσεις του Διεθνούς Δικαίου των Ενόπλων Συγκρούσεων από τον αμερόληπτο μηχανισμό έρευνας των IDF – κάτι το οποίο φυσικά ενισχύει τη σημασία των ερευνών αυτών. Από την άποψη αυτή, λοιπόν, η απόφαση επιχειρεί να στείλει ένα σημαντικό μήνυμα για την τήρηση του Διεθνούς Δικαίου (Jöbstl, 2018).
Ωστόσο, παρά την πρόθεση αυτή του Δικαστηρίου, η απόφαση και -κυρίως- το σκεπτικό της εγείρουν ορισμένες σοβαρές ερωτήσεις, ειδικά στο κομμάτι που αφορά στο Διεθνές Δίκαιο. Αρχικά, η απόφαση αφήνει εκκρεμές το ζήτημα της εφαρμογής του Διεθνούς Δικαίου των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στις συγκρούσεις στη Γάζα, και αποφεύγει να πάρει θέση επ’ αυτού. Έπειτα, ενώ αποδέχεται το παράδειγμα/πλαίσιο Επιβολής του Νόμου που πρότεινε το Κράτος, δεν διευκρινίζει με σαφήνεια την έννοιά του εντός του Διεθνούς Δικαίου των Ενόπλων Συγκρούσεων καθώς, αναφορικά με τη χρήση θανατηφόρας βίας που το πλαίσιο επιτρέπει ως έσχατη λύση, και η ίδια η Δικαστής Hayut αμφιβάλλει αν αυτή τελικά αντανακλά το Διεθνές Δίκαιο. Επιπλέον, προκύπτει ότι το Δικαστήριο αποδέχεται τη θέση του Κράτους ότι με την παραβίαση του διαχωριστικού φράχτη η απειλή είναι “επικείμενη”, και χωρεί χρήση θανάσιμης βίας. Ωστόσο, ο Δικαστής Melcer στη δική του γνώμη ίσως να αποδέχεται επίσης και ότι η απειλή αυτή είναι επικείμενη και νωρίτερα από την παραβίαση του φράχτη και, άρα, αποδέχεται παράλληλα και τη θέση του Κράτους για ανάγκη προληπτικής χρήσης θανάσιμης βίας όταν ο όχλος πλησιάζει απειλητικά τον φράχτη. Αυτή, ωστόσο, είναι μια θέση που διευρύνει επικίνδυνα το επιχειρησιακό πεδίο δράσης των IDF αναφορικά με τη χρήση θανατηφόρας βίας.
Κλείνοντας, μένει λοιπόν να φανεί αν και πώς αυτές οι διαφορετικές θέσεις του Δικαστηρίου θα επηρεάσουν την πραγματική συμπεριφορά των IDF σε μελλοντικά περιστατικά στη Λωρίδα της Γάζας – μια περιοχή που έχει υποφέρει πολύ και που σίγουρα, όσο δεν υπάρχει οριστική λύση στο Παλαιστινιακό Ζήτημα, θα εξακολουθεί να απασχολεί τη διεθνή κοινότητα. Ενδιαφέρον, παράλληλα, υπάρχει και για τα αποτελέσματα μελλοντικών ερευνών σχετικά με πολλές περιπτώσεις κατά τις οποίες οι IDF κατέφυγαν στη θανατηφόρα βία, τα οποία πάντως δύσκολα θα επιδράσουν στον τρόπο αντιμετώπισης αντίστοιχων περιστατικών στο μέλλον. Στην υπόθεση Yesh Din ένα σημαντικό εμπόδιο στη διαδικασία ήταν ότι οι αιτούντες αρνήθηκαν να εξετάσει το Δικαστήριο τις πραγματικές διατάξεις των ισχυόντων κανόνων εμπλοκής ex parte. Σε εκείνο το σημείο κρίθηκε εν πολλοίς και η απόφαση του Δικαστηρίου, αφού αυτό δεν μπορούσε να έχει μια ξεκάθαρη εικόνα και, ουσιαστικά, βάδιζε μη γνωρίζοντας τους κανόνες εμπλοκής. Επομένως, δεν είναι αδύνατο άλλες μελλοντικές αιτήσεις/αναφορές που θα φτάσουν ενώπιον του Δικαστηρίου να έχουν διαφορετική τύχη. Σε κάθε περίπτωση, το ζήτημα μένει ανοικτό.
(Independent, 2018)
*Επίμονος αντιρρησίας: Κατά το Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο, οι κανόνες του εθιμικού διεθνούς δικαίου απολαμβάνουν γενική νομική δεσμευτικότητα. Στον κανόνα αυτόν αναγνωρίζεται μια εξαίρεση. Κράτη μπορούν να αποφύγουν τη νομική δέσμευση την οποία η ανάδυση ενός εθιμικού κανόνα συνεπάγεται, εφόσον κατά τη διάρκεια της αποκρυστάλλωσης του κανόνα αυτού ρητά και με συνέπεια αντιτάχθηκαν στην αναγνώριση της συγκεκριμένης πρακτικής ως δίκαιο. Ο κανόνας αυτός είναι γνωστός ως κανόνας του επίμονου αντιρρησία (persistent objector). Λαμβάνοντας υπόψη το τεκμήριο της γενικής δεσμευτικότητας του εθιμικού δικαίου, η αντίρρηση θα πρέπει να προκύπτει με σαφήνεια από τις περιστάσεις. Τέλος, ο κανόνας πρέπει να γίνεται αντιληπτός στο γενικότερο πλαίσιο της εθιμικής δικαιοπαραγωγικής διεργασίας. Μια μεμονωμένη αντίρρηση στη διαμόρφωση ενός εθιμικού κανόνα δεν είναι ικανή να ανακόψει τη διαδικασία, ωστόσο το κράτος-αντιρρησίας διαθέτει ένα ισχυρό διαπραγματευτικό εργαλείο το οποίο μπορεί να χρησιμοποιήσει εν προκειμένω για να επηρεάσει το περιεχόμενο του εν λόγω κανόνα. Από την άλλη, υποστηρίζεται η άποψη ότι ο κανόνας του επίμονου αντιρρησία δεν εφαρμόζεται όταν το περιεχόμενο του εθιμικού κανόνα έχει χαρακτήρα αναγκαστικού κανόνα τους Διεθνούς Δίκαιου -δηλαδή κανόνα jus cogens– ή αφορά στο σύνολο της διεθνούς κοινότητας (Αντωνόπουλος & Μαγκλιβέρας, 2011).
Πηγές:
- Adalah – The Legal Center for Arab Minority Rights in Israel & Al Mezan Center For Human Rights. (2018). Briefing paper on Isreali Supreme Court petition challenging the Israeli military’s use of lethal force against Gaza protesters and the State of Israel’s response. https://www.adalah.org/uploads/uploads/Summary_Snipers_petition_and_state%27s_response_15_May_2018_FINAL.pdf
- Chanko, E. & Shany, Y. (2018). The Supreme Court of Israel dismisses a petition against Gaza Rules of Engagement. https://www.lawfareblog.com/supreme-court-israel-dismisses-petition-against-gaza-rules-engagement
- Cohen, A. (2018). Analysis of Israel’s Supreme Court Decision allowing lethal force in Gaza. https://www.justsecurity.org/57033/analysis-israels-supreme-court-decision-allowing-lethal-force-gaza/b
- Jöbstl, H. (2018). Lost Between Law Enforcement and Active Hostilities: A first glance at the Israeli Supreme Court Judgment on the use of lethal force during the Gaza Border demonstrations. https://www.ejiltalk.org/lost-between-law-enforcement-and-active-hostilities-a-first-glance-at-the-israeli-supreme-court-judgment-on-the-use-of-lethal-force-during-the-gaza-border-demonstrations/
- Lieblich, E. (2018). Collectivizing Threat: an analysis of Israel’s legal claims for resort to force on the Gaza. https://www.justsecurity.org/56346/collectivizing-threat-analysis-israels-legal-claims-resort-force-gaza-border/
- Loveday, M. (2018). Israelis kill more than 50 Palestinians in Gaza protests, health officials say. https://www.washingtonpost.com/world/middle_east/gaza-protests-take-off-ahead-of-new-us-embassy-inauguration-in-jerusalem/2018/05/14/eb6396ae-56e4-11e8-9889-07bcc1327f4b_story.html?noredirect=on&utm_term=.737ee62fa620
- Shany, Y. (2018). Is Israel justified in shooting protestors on Gaza Border?. https://forward.com/opinion/398307/is-israel-justified-in-shooting-protestors-on-gaza-border/
- Sharon, A. (2018). Recent developments in Israeli Law. http://versa.cardozo.yu.edu/viewpoints/recent-developments-israeli-law-0
- Solomon, S. (2018). The Israeli Supreme Court Decision on the Gaza riots: factual and legal confusion. https://www.justsecurity.org/57359/israeli-supreme-court-decision-gaza-riots-factual-legal-confusion/
- Αντωνόπουλος, Κ. & Μαγκλιβέρας Κ. (2011). Το Δίκαιο της Διεθνούς Κοινωνίας. Σελ. 43.
- Εφημερίδα των Συντακτών. (2018). «Η Μεγάλη Πορεία της Επιστροφής» βάφτηκε με αίμα. http://www.efsyn.gr/arthro/i-megali-poreia-tis-epistrofis-vaftike-me-aima