Ενεργοποίηση του άρθρου 7 Σ.Ε.Ε. – Η περίπτωση της Ουγγαρίας

Στις 12 Σεπτεμβρίου 2018, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (Ε.Κ.), με ψήφους 448 υπέρ, 197 κατά, και 48 αποχές, ενέκρινε την ενεργοποίηση, κατά της Ουγγαρίας, των διατάξεων του άρθρου 7 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (Σ.Ε.Ε.) –και, συγκεκριμένα, της παραγράφου 1 του ως άνω άρθρου–, κρίνοντας πως υπάρχει «σαφής κίνδυνος σοβαρής παραβίασης των θεμελιωδών αξιών της Ε.Ε., του κράτους δικαίου, των πολιτικών ελευθεριών και της δημοκρατίας» στο εσωτερικό της χώρας (Δαλιάνης, 2018). Σκοπός του παρόντος άρθρου είναι, αρχικά, να αναλύσει το περιεχόμενο του άρθρου 7 της Συνθήκης για την Ε.Ε., πώς λειτουργούν οι διαδικασίες που αυτό προβλέπει, αλλά και το σύστημα επιβολής κυρώσεων της παραγράφου 3 αυτού. Έπειτα, εξηγείται τι σημαίνει αυτή η ψήφος του Ε.Κ., πώς επηρεάζει τις σχέσεις ανάμεσα στα κράτη-μέλη και την Ένωση, και, κυρίως, γιατί το Ε.Κ. ζητά στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή την ενεργοποίηση του άρθρου 7 Σ.Ε.Ε. κατά της Ουγγαρίας.

Τι είναι το Άρθρο 7 της Συνθήκης για την Ε.Ε. και γιατί είναι απαραίτητο.

Το άρθρο 7 της Σ.Ε.Ε., είναι η προβλεπόμενη από την Ένωση διαδικασία για την εξέταση του εάν ένα κράτος-μέλος προέβη σε μια σειρά παραβιάσεων των θεμελιωδών αξίων και δημοκρατικών αρχών της Ε.E.. Διαδικασία που οδηγεί ακόμα και στην επιβολή κυρώσεων κατά του κράτους-μέλους, προκειμένου να αποτραπεί μια συστημική απειλή για τις αξίες αυτές. Οι αξίες της Ένωσης ορίζονται, δε, στο άρθρο 2 της Σ.Ε.Ε. και, συγκεκριμένα, «Η Ένωση βασίζεται στις αξίες του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της ισότητας, του κράτους δικαίου, καθώς και του σεβασμού των ανθρώπινων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων των προσώπων που ανήκουν σε μειονότητες. Οι αξίες αυτές είναι κοινές στα κράτη-μέλη εντός κοινωνίας που χαρακτηρίζεται από τον πλουραλισμό, την απαγόρευση των διακρίσεων, την ανοχή, τη δικαιοσύνη, την αλληλεγγύη και την ισότητα μεταξύ γυναικών και ανδρών». Επιστρέφοντας, βάσει αυτού, στο άρθρο 7 προβλέπεται η αποστέρηση συγκεκριμένων δικαιωμάτων από το κράτος που έχει παραβιάσει τις αρχές τις Ένωσης. Μάλιστα, έχει χαρακτηριστεί ως η «πυρηνική δυνατότητα της Ε.Ε.», αφού δίνει δυνατότητα για πολύ σοβαρές πολιτικές κυρώσεις, από τις οποίες η σοβαρότερη είναι η αποστέρηση του δικαιώματος ψήφου του κράτους, εναντίον του οποίου θα ενεργοποιηθεί η παράγραφος 3 του άρθρου. Ωστόσο, να ειπωθεί από την αρχή πως, βάσει του άρθρου 7, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να υπάρξει αποβολή του κράτους-μέλους από την Ε.Ε. (Politico, 2018; Fletcher, 2017).

Το άρθρο 7 εισήχθη για πρώτη φορά με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ, η οποία τέθηκε σε ισχύ το 1999. Όπως κρίθηκε εκείνη τη χρονική στιγμή, και, ενώ η Ευρωπαϊκή Ένωση προετοιμαζόταν σταδιακά για μια σημαντική διεύρυνση –εκείνη που έγινε το Μάιο του 2004–, δεχόμενη στους κόλπους της οκτώ πρώην κομμουνιστικές χώρες, ήταν αναγκαία μια πρόβλεψη στη Συνθήκη του Άμστερνταμ, η οποία θα λειτουργούσε ως ισχυρή χειρονομία και προειδοποίηση. Αυτό έγινε με το άρθρο 7, το οποίο βασίζεται στην αρχή ότι «όλα τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. αναμένεται να ανταποκριθούν στις αξίες αυτής, και, πως εάν δεν το κάνουν, τότε θα υπάρξουν συνέπειες». Το άρθρο 7 εισήχθη, επίσης, ως απάντηση στις κατηγορίες ότι η Ε.Ε. έμενε απαθής, και ουσιαστικά είχε περιορισμένη ικανότητα παρέμβασης, όταν οι βασικές της αρχές και αξίες παραβιάζονταν από ένα κράτος-μέλος της. Οι κατηγορίες αυτές, βέβαια, ήταν ψευδείς, εφόσον, ήδη από το 1993, η Ε.Ε. απαιτούσε την αυστηρή τήρηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, προτού τα νέα κράτη προσχωρήσουν σε αυτή, βάσει των αντίστοιχων Κριτηρίων της Κοπεγχάγης.

Οι διατάξεις του άρθρου 7 επεκτάθηκαν στη Συνθήκη της Νίκαιας του 2001, ώστε να καλύπτουν περιπτώσεις κατά τις οποίες ένα κράτος-μέλος θεωρείται ότι πλησιάζει στην παραβίαση των αξιών της Ε.Ε.. Η μετάβαση σε μια περισσότερο προληπτική προσέγγιση δημιουργήθηκε από την ανησυχία για τα αποτελέσματα των εκλογών του 1999 στην Αυστρία, οι οποίες οδήγησαν στην «Υπόθεση Haider», όταν το ακροδεξιό κόμμα, με επικεφαλής τον λαϊκιστή Jörg Haider, κέρδισε σημαντικό αριθμό ψήφων στις εκλογές, για να ξεκινήσει συνομιλίες δημιουργίας συνασπισμού για σχηματισμό κυβέρνησης. Το γεγονός αυτό προκάλεσε ανησυχίες εντός της Ένωσης και δημιούργησε την ιδέα επέκτασης των διατάξεων του άρθρου 7, με προβλέψεις που, λειτουργώντας προληπτικά, θα μπορούσαν να αποτρέψουν την πιθανή εμφάνιση παραβιάσεων των αξιών της Ε.Ε.. Η δομή του άρθρου 7 διατηρείται αυτούσια από το 2001, αφού δεν υπήρξε κάποια αλλαγή στο συγκεκριμένο άρθρο, βάσει της Συνθήκης της Λισσαβώνας του 2009, η οποία πιο πρόσφατα τροποποίησε τη Σ.Ε.Ε. και τη Σ.Λ.Ε.Ε. (Fletcher, 2017).

Το κείμενο του άρθρου 7 της Σ.Ε.Ε. όπως ισχύει σήμερα

Άρθρο 7

  1. Το Συμβούλιο δύναται, βάσει αιτιολογημένης προτάσεως του ενός τρίτου των κρατών μελών, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αποφασίζοντας με την πλειοψηφία των τεσσάρων πέμπτων των μελών του, και κατόπιν της έγκρισης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, να διαπιστώσει την ύπαρξη σαφούς κινδύνου σοβαρής παραβίασης από κράτος-μέλος των αξιών του άρθρου 2. Το Συμβούλιο, προτού προβεί στη διαπίστωση αυτή, ακούει το εν λόγω κράτος-μέλος και δύναται, αποφασίζοντας με την ίδια διαδικασία, να του απευθύνει συστάσεις.

Το Συμβούλιο επαληθεύει τακτικά ότι εξακολουθούν να ισχύουν οι λόγοι που οδήγησαν στη διαπίστωση αυτή.

  1. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, αποφασίζοντας ομόφωνα μετά από πρόταση του ενός τρίτου των κρατών-μελών ή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, και αφού λάβει την έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, δύναται να διαπιστώσει την ύπαρξη σοβαρής και διαρκούς παραβίασης από κράτος-μέλος των αξιών του άρθρου 2, αφού καλέσει το εν λόγω κράτος-μέλος να υποβάλει τις παρατηρήσεις του.
  2. Εφόσον γίνει η αναφερόμενη στην παράγραφο 2 διαπίστωση, το Συμβούλιο δύναται να αποφασίζει, με ειδική πλειοψηφία, την αναστολή ορισμένων δικαιωμάτων, τα οποία απορρέουν από την εφαρμογή των Συνθηκών ως προς το εν λόγω κράτος-μέλος, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων ψήφου του αντιπροσώπου της κυβέρνησης αυτού του κράτους-μέλους στο Συμβούλιο. Ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, το Συμβούλιο λαμβάνει υπόψη τις πιθανές συνέπειες μιας τέτοιας αναστολής στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις φυσικών και νομικών προσώπων.

Οι υποχρεώσεις του εν λόγω κράτους-μέλους, δυνάμει των Συνθηκών, εξακολουθούν, εντούτοις, να δεσμεύουν αυτό το κράτος-μέλος.

  1. Το Συμβούλιο δύναται να αποφασίσει, εν συνεχεία, με ειδική πλειοψηφία, να μεταβάλει ή να ανακαλέσει μέτρα που έχουν ληφθεί σύμφωνα με την παράγραφο 3, ανάλογα με τις μεταβολές της καταστάσεως, η οποία οδήγησε στην επιβολή τους. 
  2. Ο τρόπος ψηφοφορίας που, για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, εφαρμόζεται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και στο Συμβούλιο καθορίζεται στο άρθρο 354[1] της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(Εφημερίδα της Ε.Ε., 2010)

Ανάλυση των προβλέψεων του άρθρου – Οι διαδικασίες του

Το άρθρο 7 θεσπίζει τρεις διαφορετικές διαδικασίες. Η πρώτη, είναι αυτή της 1ης παραγράφου, και αφορά την «έρευνα προκειμένου να διαπιστωθεί η ύπαρξη σαφούς κινδύνου, σοβαρής παραβίασης από κάποιο κράτος-μέλος, των αξιών του άρθρου 2 της Συνθήκης για την Ε.Ε». Η διαδικασία, λοιπόν, της παραγράφου 1, εφαρμόζεται εφόσον υπάρχει σαφής κίνδυνος παραβίασης, η οποία μάλιστα οφείλει να είναι σοβαρή. Όπως είναι αντιληπτό, είναι ιδιαίτερα δύσκολο το πώς θα οριστεί ο σαφής χαρακτήρας του κινδύνου παραβίασης και, ακόμα περισσότερο, πώς θα ελεγχθεί η σοβαρότητα της παραβίασης, ειδικά εφόσον γίνεται λόγος για μελλοντική παραβίαση, όπως προκύπτει από τη χρήση της φράσης «κίνδυνος παραβίασης», που υποδηλώνει ότι η παραβίαση δεν υλοποιήθηκε ακόμα, αλλά υφίσταται κίνδυνος να υλοποιηθεί. Έχει γίνει σήμερα δεκτό ότι για τη διαπίστωση λαμβάνονται υπόψη τόσο οι εξελίξεις στο κράτος εναντίον του οποίου στρέφεται η διαδικασία για ένα ικανοποιητικό χρονικό διάστημα, όσο και οι αντίστοιχες ενδείξεις για τον κίνδυνο παραβίασης εντός του κράτους αυτού (Politico, 2018).

Ας παρουσιαστεί εδώ σύντομα, πως λειτουργεί η διαδικασία του άρθρου 7 παρ. 1. Αρχικά, πρέπει να γίνει αιτιολογημένη πρόταση, για την παραπάνω διαπίστωση, είτε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, είτε από την Επιτροπή (Commission), είτε από το ένα τρίτο των κρατών μελών της Ένωσης (χωρίς φυσικά να συμπεριλαμβάνεται το κράτος εναντίον του οποίου επιχειρείται η ενεργοποίηση του άρθρου), προς το Συμβούλιο Υπουργών. Στη συνέχεια, θα γίνει ακρόαση του κράτους-μέλους, εναντίον του οποίου στρέφεται η διαδικασία, και πιθανότατα θα ακολουθήσουν συστάσεις από το Συμβούλιο. Εάν οι συστάσεις δεν έχουν το προσδοκώμενο αποτέλεσμα, τότε θα ακολουθήσει έγκριση της αιτιολογημένης πρότασης από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Τέλος, η διαδικασία ολοκληρώνεται από το Συμβούλιο Υπουργών, το οποίο δύναται να αποφανθεί καταληκτικά, με πλειοψηφία των 4/5, ότι στο συγκεκριμένο κράτος-μέλος πράγματι υπάρχει σαφής κίνδυνος παραβίασης των θεμελιωδών αξιών της Ένωσης. Έμφαση πρέπει να δοθεί στη χρήση της λέξης «δύναται», που σημαίνει ότι, ουσιαστικά, είναι στη διακριτική ευχέρεια του Συμβουλίου εάν θα θέσει σε ψηφοφορία την πρόταση που εγκρίθηκε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ή θα επιλέξει να μην το κάνει, ακολουθώντας πιθανότατα κάποια άλλη διπλωματική οδό (Παπαγεωργίου, 2018).

Κλείνοντας, στην εν λόγω παράγραφο, δεν μπορεί να μην παρατηρηθεί η παντελής έλλειψη ουσιαστικών συνεπειών, μετά την διαπίστωση του σαφούς κινδύνου παραβίασης. Δηλαδή, ακόμα και αν ολοκληρωθεί θετικά η διαδικασία του άρθρου 7 παρ. 1, η διαπίστωση δεν θα οδηγήσει σε κάποια θεσμική κύρωση κατά του εγκαλούμενου κράτους, αφού η Συνθήκη δεν προβλέπει συγκεκριμένα μέτρα στην παράγραφο 1.  Η διαδικασία της παραγράφου,1 λοιπόν, δεν αποτελεί τίποτα παραπάνω από ένα «καμπανάκι κινδύνου» προς το κράτος-μέλος εναντίον του οποίου στρέφεται, ενεργοποιώντας, στην ουσία, μια διαδικασία διαπραγματεύσεων ανάμεσα σε Ε.Ε. και κράτος-μέλος, για την αποτροπή περαιτέρω εκτράχυνσης της κατάστασης (Hegedüs, 2018).

Αναφορικά με τη δεύτερη διαδικασία του άρθρου 7, είναι αυτή που προβλέπεται στη 2η παράγραφο, και αφορά τη «διαπίστωση ύπαρξης σοβαρής και διαρκούς παραβίασης από κράτος-μέλος των αξιών του άρθρου 2». Και από την ίδια τη διατύπωση της διάταξης, φαίνεται πως πρόκειται για μια αυστηρότερη διαδικασία από εκείνη του εντοπισμού ύπαρξης κινδύνου παραβίασης, της παραγράφου 1. Η σημαντική διαφορά με την παράγραφο 1 έγκειται στο γεγονός πως, εδώ, ένα κράτος μέλος παραβιάζει με σοβαρό και διαρκή τρόπο τις αξίες του άρθρου 2, πράγμα που σημαίνει πως η παραβίαση δεν είναι μελλοντική – δεν αναζητούμε, δηλαδή, «κίνδυνο παραβίασης», καθώς, εν προκειμένω, η παραβίαση είναι υφιστάμενη. Ωστόσο, και εδώ υπάρχει έντονη συζήτηση για το τι ακριβώς συνιστά «σοβαρή και διαρκή παραβίαση». Η παραβίαση έχει κριθεί πως πρέπει να έχει συστημικό χαρακτήρα για να είναι διαρκής. Αυτό σε κάποιες περιπτώσεις είναι σαφές, όπως π.χ. σε ένα στρατιωτικό πραξικόπημα, σε μια εξωθεσμική διάλυση της Βουλής χωρίς προκήρυξη νέων εκλογών, ή σε περίπτωση κατάργησης ή αναστολής βασικών άρθρων του Συντάγματος. Υπάρχουν, ωστόσο, κάποιες λιγότερο σαφείς περιπτώσεις εξωθεσμικής συμπεριφοράς, που ενδεχομένως μπορεί να χαρακτηρισθούν ως «σοβαρή και διαρκής παραβίαση», όπως η εκτός συνταγματικού πλαισίου τροποποίηση του Συντάγματος, η εξωθεσμική κατάργηση δικαστικών ή άλλων αρχών, καθώς και υπέρμετροι περιορισμοί των ατομικών ελευθεριών. Όλες οι παραπάνω συμπεριφορές, θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως ενδείξεις σοβαρής και διαρκούς παραβίασης. Φυσικά, θα υπολογιστεί και η διάρκεια των συγκεκριμένων παραβιάσεων, η οποία θα είναι και κρίσιμη για την τελική εκτίμηση (Παπαγεωργίου, 2018; Politico, 2018).

Η διαδικασία της διαπίστωσης της παραβίασης, βάσει του άρθρου 7 παρ. 2, εκκινεί με πρόταση είτε από την Commission (Επιτροπή), είτε από το 1/3 των κρατών μελών (ενώ το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν μπορεί να υποβάλει πρόταση στην περίπτωση αυτήν) προς το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο (δηλαδή το Συμβούλιο που αποτελείται από Αρχηγούς Κρατών και Κυβερνήσεων)κ, και όχι, προς το Συμβούλιο Υπουργών. Στη συνέχεια, καλείται το κράτος-μέλος εναντίον του οποίου έγινε η πρόταση να παρουσιάσει τις παρατηρήσεις του, και ακολουθεί η έγκριση της πρότασης από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, με πλειοψηφία των 2/3. Τέλος, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο δύναται να διαπιστώσει, με ομοφωνία, ότι στο εν λόγω κράτος-μέλος υπάρχει σοβαρή και διαρκής παραβίαση των αρχών του άρθρου 2. Στην περίπτωση αυτή, η απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου είναι δικαίωμα, και όχι υποχρέωσή του, κάτι που γίνεται αντιληπτό με τη χρήση της λέξης «δύναται». Όπως και στην προηγούμενη περίπτωση της παραγράφου 1, το εγκαλούμενο κράτος δεν μετέχει στην ψηφοφορία, και δεν συνυπολογίζεται για την επίτευξη της πλειοψηφίας ή ομοφωνίας (Barigazzi, 2018).

Η διαδικασία της παραγράφου 2 του άρθρου 7, δεν είναι απλώς ένα «καμπανάκι κινδύνου», όπως είδαμε στην αντίστοιχη της παραγράφου 1, ιδίως όταν συνδεθεί με τις κυρώσεις που προβλέπει η ακριβώς επόμενη, παράγραφος 3 του άρθρου. Η απαίτηση, βέβαια, ομοφωνίας για τη διαπίστωση σοβαρής και διαρκούς παραβίασης δυσχεραίνει ιδιαίτερα την επίτευξή της (Παπαγεωργίου, 2018).

Κλείνοντας, η τρίτη διαδικασία του άρθρου 7, προβλέπεται στην 3η παράγραφο, και συνιστά μια συνέχεια της διαπίστωσης του σαφούς και σοβαρού κινδύνου παραβίασης της παραγράφου 2. Στην παράγραφο 3, λοιπόν, γίνεται λόγος για «Κυρώσεις, σε περίπτωση διαπίστωσης σοβαρής και διαρκούς παραβίασης από κράτος-μέλος των αξιών του άρθρου 2». Η διαπίστωση του σαφούς και σοβαρού κινδύνου, που έγινε στην προηγούμενη παράγραφο, δεν επιφέρει αυτόματα κυρώσεις στο εγκαλούμενο κράτος, αφού απαιτείται ειδική και χωριστή απόφαση του Συμβουλίου των Υπουργών.

Η τρίτη αυτή διαδικασία, βάσει του άρθρου 7 παρ. 3, εκκινεί με απόφαση του Συμβουλίου των Υπουργών (και όχι του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου), η οποία λαμβάνεται με «ειδική πλειοψηφία» – δηλαδή, τουλάχιστον 55% των κρατών-μελών, εφόσον το ποσοστό αυτό αντιστοιχεί στο 65% τουλάχιστον του πληθυσμού της Ε.Ε.. Η απόφαση λαμβάνεται –μετά την διαπίστωση του σαφούς και σοβαρού κινδύνου–  ως προς τα δικαιώματα του κράτους-μέλους που αναστέλλονται. Τα δικαιώματα αυτά μπορούν να περιλάβουν και τα δικαιώματα ψήφου του αντιπροσώπου της κυβέρνησης αυτού του κράτους-μέλους στο Συμβούλιο (Barigazzi, 2018).

Συγκριτικά με τις διαδικασίες των παραγράφων 1 και 2, στη διαδικασία της παραγράφου 3, μπορεί να παρατηρηθεί πως δεν εμπλέκεται ούτε η Επιτροπή (Commission), ούτε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Επίσης, δεν είναι σαφές τι μπορούν να συμπεριλαμβάνουν οι κυρώσεις που επιβάλλονται βάσει της παραγράφου 3. Για τους περισσότερους αναλυτές, είναι προφανές ότι σ’ αυτές μπορεί να περιλαμβάνεται η διακοπή κοινοτικών πόρων, η αναστολή των δικαιωμάτων μετακίνησης κάποιων πολιτών (προφανώς ηγετικών κρατικών λειτουργών), εμπορικές κυρώσεις ή ακόμα και εμπάργκο. Το άρθρο, ωστόσο, υπογραμμίζει ότι η απόφαση πρέπει να λαμβάνει υπόψη «τις πιθανές συνέπειες μιας τέτοιας αναστολής στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις φυσικών και νομικών προσώπων», συνεπώς τις επιπτώσεις π.χ. των εμπορικών κυρώσεων στη ζωή των πολιτών του εν λόγω κράτους. Επίσης, με δεδομένη την συνάρθρωση των σχέσεων των κρατών-μελών, δεν είναι πάντα εύκολο να επιβάλλονται κυρώσεις που ενδεχομένως να έχουν συνέπειες σε άλλο κράτος-μέλος. Ενδιαφέρον είναι πως, στην παράγραφο 3, το άρθρο ρητά αναφέρει ότι «οι υποχρεώσεις του εν λόγω κράτους βάσει των Συνθηκών συνεχίζουν να το δεσμεύουν» (π.χ. το κράτος είναι υποχρεωμένο να καταβάλλει στην Ένωση τους ίδιους πόρους που οφείλει και, εφόσον δεν τον πράξει, είναι υπόλογο). Βέβαια, το πώς ακριβώς μπορούν να υλοποιηθούν οι υποχρεώσεις αυτές, σε μια κατάσταση κρίσεως μέσα στην Ένωση, είναι ένα ζήτημα που χρήζει ιδιαίτερης προσοχής (Παπαγεωργίου, 2018).

Τέλος, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου, το Συμβούλιο Υπουργών μπορεί –με μεταγενέστερη απόφασή του, και με την ίδια «ειδική πλειοψηφία»– να μεταβάλει, ή να ανακαλέσει τις κυρώσεις αυτές, ανάλογα με την εξέλιξη της κατάστασης στο εν λόγω κράτος-μέλος.

Η περίπτωση της Ουγγαρίας – Γιατί η ενεργοποίηση του άρθρου 7 τώρα;

Το άρθρο 7 της Συνθήκης για την Ε.Ε., όπως ήδη αναφέρθηκε, δεν είναι κάποιο νέο κατασκεύασμα. Ωστόσο, παρά την πρόβλεψή του ήδη από τη Συνθήκη του Άμστερνταμ το 1999, πρώτη φορά το Δεκέμβριο του 2017, το εκτελεστικό όργανο της Ένωσης, η Επιτροπή (Commission). ενεργοποίησε τη διαδικασία του άρθρου 7 παράγραφος 2, εναντίον της Πολωνίας, κυρίως σε σχέση με τις μεταρρυθμίσεις στην Πολωνική Δικαιοσύνη. Διότι, κατά την άποψη της Επιτροπής, «αυτές καταργούν τον διαχωρισμό των εξουσιών μεταξύ εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας, και δημιουργούν ανησυχίες για το κράτος δικαίου». Ωστόσο, η διαδικασία, από την εκκίνησή της, έχει ουσιαστικά παγώσει, και δεν προχωράει. Η Ουγγαρία, είναι το πιο πρόσφατο κράτος-μέλος που αντιμετωπίζει την απειλή του άρθρου 7, καθώς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αποφάσισε την ενεργοποίηση των διαδικασιών του άρθρου εναντίον της, με ψηφοφορία που έγινε στις 12 Σεπτεμβρίου. Εύλογα, λοιπόν, δημιουργείται το ερώτημα γιατί ενεργοποιήθηκε τώρα ένας μηχανισμός που υπάρχει εδώ και τόσα χρόνια, και, ακόμα περισσότερο, ποια ακριβώς είναι η σκοπιμότητα που εκπληρώνει η ενεργοποίηση του άρθρου 7 της Σ.Ε.Ε., τη δεδομένη χρονική στιγμή.

Ένας από τους βασικούς λόγους για τους περισσότερους αναλυτές φαίνεται πως δεν είναι άλλος από την άνοδο της ακροδεξιάς ρητορικής σε όλη την Ευρώπη, και ενός γενικότερου κλίματος ευρώ-σκεπτικισμού που έχει αναπτυχθεί, και βρίσκει ανταπόκριση σε μεγάλο μέρος των Ευρωπαίων πολιτών τα τελευταία χρόνια. Αυτά τα κόμματα, είτε έμμεσα, είτε και άμεσα σε αρκετές περιπτώσεις, απειλούν τις θεμελιώδεις αξίες της Ένωσης. Από την άνοδο της Marine Le Pen στην Γαλλία, του Geert Wilders στην Ολλανδία, του Heinz-Christian Strache στην Αυστρία, μέχρι και τα πιο πρόσφατα παραδείγματα του Jimmie Åkesson στη Σουηδία, αλλά και την πρωτιά του Matteo Salvini και της ακροδεξιάς Λέγκας του Βορρά στις πρόσφατες Ιταλικές εκλογές, έχει παρατηρηθεί πως, ηγέτες με λαϊκιστική, ακροδεξιά, εθνικιστική, και αντί-ευρωπαϊκή ρητορική, αλλά, παράλληλα –όπως δείχνουν και τα νούμερα που καθένας από αυτούς συγκέντρωσε στις εκλογές–, θελκτική για τον μέσο πολίτη, έχουν προκαλέσει σοβαρούς τριγμούς στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Η άνοδος, λοιπόν, των λαϊκιστικών πολιτικών κινημάτων στην Κεντρική και την Ανατολική Ευρώπη έφερε ξανά στο προσκήνιο, μετά το 2016, τη συζήτηση για το κατά πόσον ήρθε η ώρα για την Ε.Ε. να χρησιμοποιήσει το άρθρο 7 εναντίον των ηγετών εκείνων που, ανοικτά με την πολιτική τους, έχουν θέσει σε αμφισβήτηση παραδοσιακές και θεμελιώδεις αξίες της Ένωσης.

Ερχόμενοι στην περίπτωση της Ουγγαρίας, μετά την εκλογή του το 2010, ο Πρωθυπουργός της χώρας, Viktor Orbán, έθεσε ως στόχο «την μετατροπή της Ουγγαρίας». Στην πραγματικότητα, ξεκίνησε μια προσπάθεια για να αφήσει πίσω όλα τα φιλελεύθερα και δημοκρατικά πρότυπα που είναι αποδεκτά στην Ευρώπη, επιλέγοντας να κινηθεί προς ένα ολοένα και πιο αυταρχικό πολιτικό σύστημα. Για την υλοποίηση αυτού του σχεδίου προώθησε –με έντονες διαμαρτυρίες από την αντιπολίτευση– ένα νέο Ουγγρικό Σύνταγμα, αφού εξασφάλισε την πλειοψηφία των δύο τρίτων του Κοινοβουλίου, που επέτρεπε στην κυβέρνηση να τροποποιήσει μονομερώς το Σύνταγμα της χώρας. Με αυτό, κατάφερε να περιορίσει την εξουσία των δικαστηρίων, να διορίσει περισσότερα άτομα του περιβάλλοντός του σε καίριες διευθυντικές θέσεις ανεξάρτητων αρχών και θεσμών, και διαμόρφωσε το εκλογικό σύστημα με τέτοιο τρόπο, ώστε να ευνοεί το κυβερνών κόμμα να παραμείνει στην εξουσία (Hegedus, 2018). Παράλληλα, καταπίεσε την κοινωνία των πολιτών που του ασκούσε κριτική, ενώ δαιμονοποίησε τους πρόσφυγες, δηλώνοντας –σε αντίθεση με ό,τι είναι δεκτό βάσει των αξιών της Ε.Ε.– πως «για εμάς δεν είναι μουσουλμάνοι πρόσφυγες, αλλά μουσουλμάνοι εισβολείς στη χώρα μας. Δεν θεωρούμε ότι αυτοί οι άνθρωποι φεύγουν από τη χώρα τους για να σωθούν, και επομένως δεν θα γίνουν δεκτοί εδώ» (Agerholm, 2018). Τέλος, τόσο οι εκλογές του 2014, αλλά και οι πιο πρόσφατες του Απριλίου του 2018, τις οποίες και κέρδισε ο Orbán, κρίθηκαν «ελεύθερες, αλλά όχι δίκαιες, που σε κάθε περίπτωση, παραμένουν πολύ πίσω από τα πρότυπα των δημοκρατικών εκλογών», όπως προκύπτει και από την αναφορά που κατέθεσαν οι αρμόδιοι παρατηρητές των εκλογών που είχε ορίσει ο Οργανισμός για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ) (OSCE, 2018).

Το ζήτημα με την Ουγγαρία, συνεπώς, δεν είναι καινούργιο. Ήδη από το 2010, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προέτρεψε επανειλημμένως την Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο να ασχοληθούν σοβαρά με το θέμα της αυξανόμενης απειλής για τις δημοκρατικές αρχές εντός της Ουγγαρίας, αλλά δεν υπήρξε κάποια ουσιαστική αντίδραση. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (Commission) προσπάθησε να περιορίσει την εδραίωση στην εξουσία της κυβέρνησης Orbán, και ξεκίνησε διαδικασίες εναντίον της Βουδαπέστης, λόγω παραβίασης του ευρωπαϊκού δικαίου. Παρέμεινε, ωστόσο, απρόθυμη να προβεί σε οποιαδήποτε κίνηση με πολιτική σημασία, και τελικά κατέληξε σε συμβιβασμούς με τον Orbán, οι οποίοι, σε γενικές γραμμές, απέτυχαν να τον περιορίσουν – τουλάχιστον όχι στο βαθμό που κάποιοι αξιωματούχοι της Ένωσης ήλπιζαν (Carrera & Bárd, 2018; Simon, 2018).

Πρέπει να αναφερθεί, βέβαια, πως ο Viktor Orbán, τουλάχιστον «στα χαρτιά», δεν είναι ένας ακροδεξιός ηγέτης, ούτε το κόμμα του είναι ακροδεξιό. Αυτό φαίνεται και από το γεγονός ότι στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είναι εντός του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος (Ε.Λ.Κ.), δηλαδή της κεντροδεξιάς ομάδας, και όχι σε κάποιο πιο δεξιό συνασπισμό. Ωστόσο, σταδιακά, το Ε.Λ.Κ. έχασε την επιρροή που είχε πάνω στο κόμμα του Orbán. Ο πρωθυπουργός της Ουγγαρίας ανέπτυξε στενότερους δεσμούς με άλλα κυβερνώντα πολιτικά κόμματα, όπως το κόμμα Νόμος και Δικαιοσύνη στην Πολωνία, αλλά εσχάτως και με την Λέγκα του Βορρά στην Ιταλία – κόμματα, δηλαδή, λαϊκιστικά, ακροδεξιά και ευρωσκεπτικιστικά, που, με ενέργειές τους, έχουν δημιουργήσει μεγάλες αναταραχές εντός της Ένωσης. Παράλληλα, έχει επιχειρήσει ένα άνοιγμα προς τη Ρωσία, γεγονότα που έχουν προβληματίσει έντονα τόσο την Ε.Ε., όσο και την ηγεσία του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος.

Πολλοί, λοιπόν, αναλυτές θεωρούν πως η διαδικασία κατά της Ουγγαρίας, όπως και η περσινή κατά της Πολωνίας, είναι μέρος των «μαχών» που η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι έτοιμη να δώσει, εναντίον των λαϊκιστικών κυβερνήσεων και κομμάτων που παρεκκλίνουν από τις αρχές της Ένωσης. Η μάχη θα κορυφωθεί μέσα στους επόμενους μήνες, και μέχρι τις Ευρωεκλογές του Μαΐου του 2019 (η έκβαση των οποίων θα καθορίσει σημαντικά τα πράγματα στην Ευρώπη), όπως επίσης και από την ακόμα σημαντικότερη –ίσως– εκλογή νέου Ευρωπαϊκού Επιτρόπου, η οποία θα καθορίσει την γραμμή που θα ακολουθήσει η Ε.Ε, τουλάχιστον για την επόμενη πενταετία (Simon, 2018). Ωστόσο, παρά την ισχυρή κίνηση εκ μέρους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, πολλές αντιπαραθέσεις προέκυψαν μετά την ψηφοφορία στο Ε.Κ., καθώς και μεγάλη σύγχυση σχετικά με την πραγματική σημασία, το πεδίο εφαρμογής, αλλά και τις συνέπειες αυτής της απόφασης για την Ουγγαρία – ζητήματα τα οποία χρήζουν διευκρινήσεων, καθώς δεν είναι αυτονόητα.  

Ανάλυση της κατάστασης που έχει διαμορφωθεί – Οι συνέπειες της ψηφοφορίας του Ε.Κ.

Αρχικά, η ψηφοφορία –και, ακόμα περισσότερο, η θετική έκβαση αυτής– δείχνει ξεκάθαρα τη δέσμευση της Ε.Ε. να υποστηρίξει τις θεμελιώδεις αρχές της απέναντι σε όλες τις κυβερνήσεις των κρατών-μελών, και αυτή είναι μια ευχάριστη εξέλιξη. Αποτελεί, επίσης, μια σαφή προειδοποίηση για την κυβέρνηση του Viktor Orbán ότι «το ποτήρι έχει πλέον ξεχειλίσει», και η ανοχή της Ένωσης απέναντι στον Πρωθυπουργό της Ουγγαρίας έχει εξαντληθεί. Το Κοινοβούλιο, εν προκειμένω, διαπίστωσε «την ύπαρξη σαφούς κινδύνου, σοβαρής παραβίασης από την Ουγγαρία, των αξιών του άρθρου 2 της Συνθήκης για την Ε.Ε». Αυτό είναι το πρώτο βήμα, η έναρξη της διαδικασίας για την αποτελεσματική αντιμετώπιση και επιδιόρθωση των συνεχιζόμενων συστημικών προκλήσεων στο κράτος δικαίου, τόσο στην Ουγγαρία, όσο και σε κάθε άλλη χώρα με αντίστοιχα ζητήματα (Staudenmaier, 2018). Πού οδηγείται, λοιπόν, η κατάσταση από αυτό το σημείο και μετά;

Βάσει της διαδικασίας, μετά από ακρόαση του κράτους-μέλους, το Συμβούλιο πρέπει να αποφασίσει με την απαιτούμενη πλειοψηφία 4/5 των ψήφων του για την πρόταση του Ε.Κ., η οποία θα πρέπει να επιβεβαιωθεί εκ νέου από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Ωστόσο, όπως έγινε σαφές και παραπάνω, σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 1, η ενεργοποιημένη –εν προκειμένω– διαδικασία Σ.Ε.Ε. δεν είναι «η πυρηνική δυνατότητα» του άρθρου, καθώς δεν προβλέπει θεσμικές κυρώσεις, αφού, ακόμα και αν διαπιστωθεί ο σχετικός κίνδυνος παραβίασης, δεν υπάρχει κάποια διαδικασία εναντίον του κράτους-μέλους βάσει της παραγράφου 1. Για την εισαγωγή κυρώσεων, απαιτείται η διαδικασία που αρχίζει στην παράγραφο 2, και ολοκληρώνεται στην παράγραφο 3 του άρθρου – το οποίο και πιθανότατα θα είναι το επόμενο βήμα για την Ένωση. Η ως τώρα κίνηση απλά διαπιστώνει τον κίνδυνο σοβαρής παραβίασης των αξιών της Ε.Ε. στη χώρα (Carrera & Bárd, 2018; Hegedüs, 2018). Ωστόσο, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να μην προχωρήσει η διαδικασία την προσεχή περίοδο, λόγω τόσο της απροθυμίας του Συμβουλίου, όσο και της νέας σύνθεσης του Ευρωκοινοβουλίου μετά τις εκλογές του 2019, που ενδεχομένως θα αλλάξει την υφιστάμενη κατάσταση (Simon, 2018).

Σε κάθε περίπτωση, να τονιστεί πως το άρθρο 7 παράγραφος 2 –αυτό, δηλαδή, που καθιστά δυνατή την επιβολή κυρώσεων– δεν μπορεί να ενεργοποιηθεί από το Κοινοβούλιο, παρά μόνο από την Επιτροπή ή από το ένα τρίτο των κρατών-μελών της Ένωσης. Συνεπώς, με βάσει όσα ισχύουν ως τώρα, δεν προβλέπονται καθόλου κυρώσεις κατά της Ουγγαρίας.

Οι μελλοντικές σχέσεις Ε.Ε. – Ουγγαρίας / Συμπεράσματα

Η πραγματική σημασία της απόφασης του Κοινοβουλίου δεν ευρίσκεται στις νομικές της συνέπειες, αλλά στον πολιτικό της αντίκτυπο. Κατόπιν, λοιπόν, της ενεργοποίησης του άρθρου 7 από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εναντίον της Ουγγαρίας, τρεις βασικοί παράγοντες θα καθορίσουν τη συνέχεια. Ο πρώτος είναι οι κυβερνήσεις των κρατών-μελών της Ε.Ε., οι οποίες πρέπει να αποφασίσουν πώς θα αντιδράσουν στην κίνηση του Κοινοβουλίου. Επίσης, πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η διαδικασία του άρθρου 7 –και, ακόμα περισσότερο, η θετική ολοκλήρωσή της– είναι μια καθαρά πολιτική διαδικασία, αφού την απόφαση παίρνουν οι αρχηγοί των κρατών-μελών της Ένωσης (Ευρωπαϊκό Συμβούλιο), εξ ου και η σημασία της αντίδρασης των κυβερνήσεων. Ο δεύτερος παράγοντας είναι το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα – Ε.Λ.Κ. (European Peoples Party – E.P.P.): το κεντροδεξιό γκρουπ της Ευρώπης, το οποίο και έχει δεχθεί εκκλήσεις να απελάσει το κυβερνών κόμμα της Ουγγαρίας, το Fidesz, από τις τάξεις του. Τέλος, καθοριστικός παράγοντας για το ζήτημα είναι και η αντίδραση της ίδιας της κυβέρνησης του Πρωθυπουργού Viktor Orbán (Barigazzi, 2018).

Αναφορικά με τον πρώτο παράγοντα, η διαδικασία που θα ακολουθηθεί από την Ένωση, αναλύθηκε ήδη εκτενώς, ωστόσο δεν αναμένεται να κυλήσει γρήγορα. Αυτό επιβεβαιώνεται και από τη διαδικασία που ακολουθήθηκε στην περίπτωση της Πολωνίας, όπου η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προχώρησε στη διαδικασία του άρθρου 7 εναντίον της εν λόγω χώρας το Δεκέμβριο του 2017, και, ενώ έχει περάσει σχεδόν ένας χρόνος, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο δεν έχει ακόμη λάβει κάποια απόφαση. Συνεπώς, και για την Ουγγαρία η διαδικασία δεν αναμένεται να είναι ταχύτερη, αφού οι κυβερνήσεις των κρατών-μελών της Ε.Ε. δείχνουν μικρό ενδιαφέρον να την προχωρήσουν (Barigazzi, 2018). Έχει, άλλωστε, διατυπωθεί η άποψη πως, στην πραγματικότητα, το άρθρο 7 αποσκοπεί στην ανοικοδόμηση των προϋποθέσεων για παραγωγικό διάλογο ανάμεσα στην Ε.Ε. και το κράτος-μέλος εναντίον του οποίου ενεργοποιήθηκε. Τελικός στόχος του δεν είναι οι κυρώσεις, αλλά να συνετιστεί το κράτος-μέλος που αποκλίνει, ώστε να επιστρέψει εκείνο πίσω στις ανεκτές από την Ένωση πρακτικές (Simon, 2018). Σε κάθε περίπτωση, κυβερνήσεις κρατών-μελών της Ε.Ε. που έχουν και εκείνες δεχθεί πυρά για τα δημοκρατικά πρότυπα, και τα πρότυπα για τα ανθρώπινα δικαιώματα που ακολουθούν, θα είναι φυσικά πολύ επιφυλακτικές στο να θέσουν, με την ψήφο τους, ένα «προηγούμενο» που θα μπορούσε μελλοντικά να χρησιμοποιηθεί και εναντίον τους. Άλλωστε, η ίδια η Ουγγαρία έχει πει ότι «θα εμποδίσει οποιοδήποτε τέτοιο βήμα εναντίον της Πολωνίας», και φαίνεται πολύ πιθανό ότι η τελευταία «θα επιστρέψει την εύνοια» – εξ ου και η αναφορά σε μια «αυστηρώς πολιτική διαδικασία», που έγινε νωρίτερα (Staudenmaier, 2018).

Ο δεύτερος παράγοντας, ο οποίος έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον και σημασία, είναι η πολιτική που θα ακολουθήσει το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα. Κάποια από τα μέλη του Ε.Λ.Κ. –της πανευρωπαϊκής κεντροδεξιάς ομάδας που, αυτήν τη στιγμή, είναι και η μεγαλύτερη ομάδα εντός του Κοινοβουλίου, με δύναμη 217 από τους 751 ευρωβουλευτές– θέλουν να δουν το Fidesz εκτός του Ε.Λ.Κ.. Οι «συμμαχίες» που έχει αναπτύξει ο Orbán με κόμματα που βρίσκονται σε άλλους συνασπισμούς εντός του Ευρωκοινοβουλίου, έκανε πλήθος βουλευτών του Ε.Λ.Κ. να στραφούν κατά του Orbán, ψηφίζοντας θετικά στην ψηφοφορία της 12ης Σεπτεμβρίου. Από την άλλη, η ηγεσία του Ε.Λ.Κ. νιώθει την απειλή πως, πιθανώς, ο Orbán θα αφήσει το Ε.Λ.Κ., και θα συνεργαστεί με πιο δεξιά κόμματα εντός του Κοινοβουλίου, παίρνοντας και τους 11 βουλευτές του, ειδικά εάν το Ε.Λ.Κ. υπερψήφιζε το άρθρο 7. Αυτή η απειλή είναι η αιτία που η πλειονότητα των βουλευτών του Ε.Λ.Κ., παρά τη θετική ψήφο τους, δεν θέλουν να φύγει το Fidesz του Orbán από το Ε.Λ.Κ. πριν από τις Ευρωεκλογές του 2019. Εντούτοις, το Ε.Λ.Κ. άφησε ελεύθερους τους βουλευτές του να ψηφίσουν, χωρίς να προτείνει κάποια γραμμή. Αποφάσισε, δηλαδή, ουσιαστικά «να μπλοφάρει», υπερψηφίζοντας την πρόταση, και υπολογίζοντας ότι το Fidesz δεν θα επιθυμούσε να εγκαταλείψει τη μεγαλύτερη πολιτική ομάδα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Όταν, δε, ο Manfred Weber, ο ηγέτης του Ε.Λ.Κ. στο Ευρωκοινοβούλιο, διακήρυξε δημοσίως την υποστήριξή του για την πρόταση που είχε κατατεθεί κατά της Ουγγαρίας, άλλαξε ριζικά όλους τους υπολογισμούς του Orbán σχετικά με τη συμμετοχή του Fidesz στο Ε.Λ.Κ.. Πάντως, «η μπλόφα» φαίνεται πως δεν έχει βγει έως τώρα, αφού οι σχέσεις Ε.Λ.Κ. και Orbán είναι στα άκρα, ενώ, αργά ή γρήγορα, φαίνεται πως η κόντρα τους θα οδηγήσει στην αποχώρηση του Fidesz (Halmai, 2018; Hegedüs, 2018).

Η παραπάνω στρατηγική αποδείχθηκε μια προσωπική φιλοδοξία του Weber, ο οποίος σκοπεύει να θέσει υποψηφιότητα, ώστε να είναι ο επόμενος Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Ο Weber, ένας από τους ανθρώπους που επανειλημμένα στήριξε τον Orbán, αντιλήφθηκε πρόσφατα ότι πιθανότατα η επιτυχία του ίδιου δεν θα εξαρτηθεί από τις έδρες που το Ε.Λ.Κ. θα μπορούσε να εξασφαλίσει φλερτάροντας με τη ακροδεξιά, αλλά κερδίζοντας την υποστήριξη των άλλων πολιτικών ομάδων, και κυρίως της Προοδευτικής Συμμαχίας Σοσιαλιστών και Δημοκρατών (S&D), και της Συμμαχίας Φιλελευθέρων και Δημοκρατών για την Ευρώπη (ALDE) – ομάδες που, βάσει της τωρινής σύνθεσης, μαζί με το Ε.Λ.Κ. συγκεντρώνουν τους 476 από τους 751 βουλευτές, και οι οποίες είναι πολύ επικριτικές αναφορικά με τις εξελίξεις στην Ουγγαρία. Για τον Weber, λοιπόν, ο Orbán μετατράπηκε από χρήσιμος σύμμαχος σε «νεκρό βάρος», καθώς, για να κερδίσει την εκτίμηση των άλλων ομάδων εντός του Ε.Κ., έπρεπε να αλλάξει ριζικά πολιτική, και να σταματήσει να τον υπερασπίζεται. Η απόφαση που έλαβε το Ε.Λ.Κ. πριν την ψηφοφορία, επιτρέποντας στα μέλη της ομάδας να ψηφίζουν ελεύθερα, σηματοδοτεί αυτήν ακριβώς τη στρατηγική στροφή που σχεδίασε ο Weber (Barigazzi, 2018; Halmai, 2018; Hegedüs, 2018).

Ο τρίτος παράγοντας είναι, φυσικά, ο ίδιος ο Πρωθυπουργός της Ουγγαρίας. Η στρατηγική της ουγγρικής κυβέρνησης θα καθορίσει σημαντικά το μέλλον των σχέσεων της χώρας με την Ε.Ε. και το Ε.Λ.Κ.. Πριν την ψηφοφορία, ο Orbán μίλησε ενώπιον του Ευρωκοινοβουλίου. Απευθυνόμενος στους Ευρωβουλευτές, τόνισε: «Ξέρω ότι έχετε ήδη διαμορφώσει τις απόψεις σας, και ότι η πλειοψηφία θα υπερψηφίσει την έκθεση που έχει κατατεθεί. Γνωρίζω, επίσης, ότι η συνεισφορά μου τώρα στη συζήτηση δεν θα επηρεάσει τις απόψεις σας. Ωστόσο, έχω έρθει εδώ, στο Στρασβούργο, επειδή με την ψήφο σας δεν πρόκειται να καταγγείλετε εμένα και μια κυβέρνηση, αλλά μια χώρα και έναν λαό ως σύνολο. Θα καταγγείλετε την Ουγγαρία που είναι μέλος της οικογένειας των χριστιανικών λαών της Ευρώπης για χίλια χρόνια, την Ουγγαρία που συνέβαλε στην ιστορία της μεγάλης ηπείρου μας, της Ευρώπης, με το έργο της και, όταν χρειαζόταν, ακόμα και με το αίμα της» (Halmai, 2018). Στην ομιλία του, «απείλησε», επίσης, το σημερινό Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, τονίζοντας ότι «με μια νέα σύνθεση μετά τις εκλογές του 2019, τα λαϊκά κόμματα κατά των μεταναστών, μπορούν να αναλάβουν ηγετικό ρόλο, και να σχηματίσουν τη νέα Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Χρειαζόμαστε μια νέα Ευρωπαϊκή Επιτροπή, που θα δεσμεύεται για την υπεράσπιση των ευρωπαϊκών συνόρων που απειλούνται».

Την περίοδο που ακολούθησε την ψηφοφορία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου –και σε αντίθεση με ότι έκανε στις προηγούμενες αντιπαραθέσεις του με τις Βρυξέλλες–, ο Orbán δεν έδειξε κανένα σημάδι ή διάθεση υποχώρησης, αλλά, αντίθετα, τάχθηκε ανοικτά εναντίον της ψηφοφορίας και της έκβασης αυτής. Πριν από την ψηφοφορία του Ευρωκοινοβουλίου, οι ηγέτες του Ε.Λ.Κ. – συμπεριλαμβανομένου και του ίδιου του Weber–, πρότειναν ότι ο Orbán θα μπορούσε να συμβιβαστεί, κάνοντας πίσω στη νομοθεσία που ευρέως θεωρείται ότι περιορίζει την ελευθερία των Μ.Κ.Ο. εντός της Ουγγαρίας, αλλά και τη μεταναστευτική πολιτική που η χώρα ακολουθεί (ειδικότερα με το προσφυγικό, αρνούμενη να δεχτεί πρόσφυγες). Ο Orbán, όμως, παρέμεινε αδιάλλακτος, και ανταποκρίθηκε με μια προκλητική ομιλία, χωρίς να δώσει καθόλου πρόσφορο έδαφος για διαπραγματεύσεις, και δηλώνοντας ότι «η Ουγγαρία τιμωρείται από την Ε.Ε. για την υπεράσπιση των συντηρητικών χριστιανικών αξιών που χαρακτηρίζουν την κοινωνία μας» (Barigazzi, 2018).

Είναι εμφανές πως ο Orbán πρέπει να επανεξετάσει τη στρατηγική του, τόσο στον τομέα της ευρωπαϊκής πολιτικής, όσο και στις διεθνείς υποθέσεις. Από την άλλη, αναμένεται να παίξει ένα μακροσκελές παιχνίδι, χρησιμοποιώντας τις επικείμενες Ευρωεκλογές ως «μέσο πίεσης» προς πάσα κατεύθυνση, και συνεπώς να περιμένει για το νέο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή τον επόμενο χρόνο, ελπίζοντας ότι πλέον η αντιμετώπιση απέναντι στο κόμμα του θα είναι πιο φιλική. Σε περίπτωση, δε, αποχώρησης από το Ε.Λ.Κ., ο Orbán και το Fidesz θα επιλέξουν πιθανότατα την ενισχυμένη συνεργασία εντός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, με το κόμμα Ευρώπη των Εθνών και της Ελευθερίας – το ακροδεξιό, δηλαδή, κόμμα του Ε.Κ.. Ένα σενάριο που ο Orban προετοίμαζε για μεγάλο χρονικό διάστημα, καλλιεργώντας καλές σχέσεις με τη Marine Le Pen, τον Christian Strache, τον Matteo Salvini και τον Geert Wilders (ακροδεξιούς αρχηγούς κομμάτων σε Γαλλία, Αυστρία, Ιταλία και Ολλανδία αντίστοιχα), οι οποίοι ήδη ανήκουν στο συγκεκριμένο συνασπισμό. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε ένα μικρότερο Ε.Λ.Κ. και, ταυτόχρονα, σε μεγαλύτερες ακροδεξιές ομάδες στο νέο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο του 2019, αλλά «το νόμισμα έχει πάντα δυο όψεις». Ο Orbán, με την έλλειψη πια «των προστατευτικών χεριών» του Ε.Λ.Κ. εκθέτει όχι μόνο τον εαυτό του και το κόμμα του, αλλά ολόκληρη την Ουγγαρία σε περαιτέρω ευρωπαϊκό αποκλεισμό, καθώς και σε ενδεχόμενες κυρώσεις.

Μερικοί από τους αναλυτές της κατάστασης πιστεύουν ότι ο Orbán, καθώς περιθωριοποιείται όλο και περισσότερο από την κύρια ροή της Ευρώπης, θα χρησιμοποιήσει την ήττα του στο Ευρωκοινοβούλιο, για να επιχειρήσει ένα πολύ μεγαλύτερο άνοιγμα προς τη Ρωσία. Έτσι, ο Orbán θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τη Μόσχα, για να αντισταθμίσει την απομόνωσή του εντός της Ε.Ε., και να αυξήσει την πίεση στις Βρυξέλλες (Hegedüs, 2018). Αυτό που ίσως δεν ανέμεναν είναι πως ο Πρωθυπουργός της Ουγγαρίας, μόλις δυο βδομάδες μετά την ψήφο του Ευρωκοινοβουλίου, επισκέφτηκε τη Μόσχα, και ο Πρόεδρος Putin τον υποδέχθηκε με μια θερμή χειραψία. Η συζήτηση, δε, που ακολούθησε ανάμεσα στους δυο άνδρες και οι υποσχέσεις «για ενίσχυση της συνεργασίας των δύο κρατών, ιδιαίτερα στον τομέα της ενέργειας, αφήνοντας πίσω το παρελθόν» ηχούν σαν καμπανάκια κινδύνου στα αυτιά αξιωματούχων της Ένωσης, που στο πρόσωπο του Ρώσου Προέδρου Putin βλέπουν έναν εχθρό της Δύσης και της ίδιας της Ε.Ε., ο οποίος αναμένει καρτερικά κάθε ευκαιρία που του δίνεται, για να αναμειχθεί στα πολιτικά πράγματα της Ε.Ε., και να ασκήσει επιρροή (Christoforou, 2018).

Από την άλλη, ο Orbán αναμένεται να είναι καταιγιστικός, ιδιαίτερα στο εσωτερικό της Ουγγαρίας, όπου, με τα φιλοκυβερνητικά μέσα να τον στηρίζουν απόλυτα –πλημμυρίζοντας την κοινή γνώμη με θεωρίες συνωμοσίας, αντιστρέφοντας όλα όσα λέγονται στην Ευρώπη, και παρουσιάζοντάς τα με άλλη ερμηνεία– είναι, τουλάχιστον προς το παρόν, πανίσχυρος. Αμφιβολία υπάρχει στο εάν θα συνεχιστεί αυτή η κυριαρχία, καθώς η μεσαία τάξη της χώρας, που είναι φιλοευρωπαϊκή, έχει αρχίσει να γίνεται σαφέστατα πιο επικριτική προς τον Πρωθυπουργό. Οι εξελίξεις θα τρέξουν μέσα στο επόμενο διάστημα, και ιδιαίτερα μετά τις Ευρωεκλογές του Μαΐου του 2019.

Η κατάσταση θυμίζει μια παρτίδα σκάκι, για υψηλού επιπέδου σκακιστές, και ίσως τελικά η κατάσταση στην Ουγγαρία να είναι η αφετηρία μιας αλλαγής, όχι μόνο για την ίδια τη χώρα, αλλά πολύ περισσότερο για την ίδια την Ένωση. Ποιος παίκτης θα γελάσει, λοιπόν, στο τέλος; Θα φανεί..

Πηγές:  

  1. Agerholm, H. (2018). Refugees are ‘Muslim invaders’ not running for their lives, says Hungarian PM Viktor Orban. https://www.independent.co.uk/news/world/europe/refugees-muslim-invaders-hungary-viktor-orban-racism-islamophobia-eu-a8149251.html
  2. Barigazzi, J. (2018). After Parliament slaps Hungary, what next?. https://www.politico.eu/article/hungary-article-7-viktor-orban-after-european-parliament-slaps-what-next/
  3. Carrera, S. & Bárd, P. (2018). The European Parliament vote on Article 7 TEU against the Hungarian government: Too late, too little, too political? https://www.ceps.eu/publications/european-parliament-vote-article-7-teu-against-hungarian-government-too-late-too-little
  4. Christoforou, A. (2018). Viktor Orban strikes back at EU. Visits Moscow to do business with Putin. http://theduran.com/viktor-orban-strikes-back-at-eu-visits-moscow-to-do-business-with-putin-video/
  5. Halmai, G. (2018). The European Parliament vs. the Hungarian Government. https://www.jurist.org/commentary/2018/09/the-european-parliament-vs-the-hungarian-government/
  6. Hegedüs, D. (2018). European Parliament’s Article 7 against Hungary Not a Nuclear Option, but the Right Step. http://www.gmfus.org/blog/2018/09/13/european-parliaments-article-7-against-hungary-not-nuclear-option-right-step
  7. OSCE. (2018). Hungary – Parliamentary Elections 8 April 2018 – Office for Democratic Institutions and Human Rights (ODIHR) Limited Election Observation Mission – The Final Report. https://www.osce.org/odihr/elections/hungary/385959?download=true
  8. Politico. (2018). What is Article 7, the EU’s ‘nuclear option’? https://www.politico.eu/article/graphic-what-is-article-7-the-eus-nuclear-option/
  9. Simon, Z. (2018). Why the EU May Be Ready to Rein in Hungary’s Orban: QuickTake. https://www.washingtonpost.com/business/why-the-eu-may-be-ready-to-rein-in-hungarys-orban-quicktake/2018/09/10/794e058e-b4ce-11e8-ae4f-2c1439c96d79_story.html?noredirect=on&utm_term=.1d64737b53f8
  10. Staudenmaier, R. (2018). EU Parliament votes to trigger Article 7 sanctions procedure against Hungary. https://www.dw.com/en/eu-parliament-votes-to-trigger-article-7-sanctions-procedure-against-hungary/a-45459720
  11. Δαλιάνης, Β. (2018). «Ναι» στις κυρώσεις κατά της Ουγγαρίας από το Ευρωκοινοβούλιο. https://www.protothema.gr/world/article/820397/to-europaiko-koinovoulio-enekrine-ti-energopoiisi-ton-diataxeon-tou-arthrou-7-kata-tis-ouggarias/
  12. Εφημερίδα της Ε.Ε. (2010). Ενοποιημένη απόδοση της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή ένωση και της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. http://www2.parliament.cy/parliamentgr/101/codified%2030%20march%202010.pdf
  13. Παπαγεωργίου, Γ. (2018). Το άρθρο 7 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση: η αναστολή ιδιότητας τουμέλους ως ‘πυρηνικό’ όπλο ή ως άσφαιρα πυρά; http://eur-int.polsci.auth.gr/europe/to-arthro-7-tes-sunthekes-gia-ten-europaike-enose-e-anastole-idiotetas-toumelous-os-pureniko-oplo-e-os-asphaira-pura/
Έχει περάσει αρκετός χρόνος (5 έτη) από τη δημοσίευση αυτού του άρθρου. Παρακαλούμε συνεχίστε στην ανάγνωσή του έχοντας υπόψη την ημερομηνία δημοσίευσης.

Tagged under:

Ο Δημήτρης Μπαχούμας είναι μεταπτυχιακός φοιτητής του προγράμματος "Δίκαιο & Οικονομία" του Πανεπιστημίου Πειραιώς, απόφοιτος της Νομικής Σχολής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης και ασκούμενος δικηγόρος του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά. Λόγω του ενδιαφέροντος του για το Διεθνές Δίκαιο, τις Διεθνείς Σχέσεις και την Διπλωματία έχει συμμετάσχει σε αρκετες προσομοιώσεις των οργάνων του ΟΗΕ (Models UN), των θεσμών της Ε.Ε. και άλλων οργανισμων όπως το ΝΑΤΟ, τοσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, είτε ως σύνεδρος, είτε ως μέλος του προεδρείου. Μιλάει Αγγλικά και Γαλλικά. - [email protected] - https://www.linkedin.com/in/dimitrisbachoumas/

Website: https://powerpolitics.eu

   Ροή άρθρων Συντάκτη

1 Comment

  1. Αλή Αλ-Γιουνάνι Reply

    “τη μεταναστευτική πολιτική που η χώρα ακολουθεί (ειδικότερα με το προσφυγικό, αρνούμενη να δεχτεί πρόσφυγες”

    Στην Ευρώπη ΔΕΝ υπάρχουν πρόσφυγες. Υπάρχουν ΠΑΡΑΝΟΜΟΙ μετανάστες. Οι πολίτες χωρών που συνορεύουν με ευρωπαϊκές χώρες, είναι αλάχιστοι ανάμεσα σε αυτούς τους ανθρώπους. Ως εκ τούτου οι περισσότεροι αυτοί άνθρωποι ΔΕΝ δικαιούνται το καθεστός του πρόσφυγα. Πρόσφυγας είναι κάποιος ΜΟΝΟ στην πρώτη ασφαλή χώρα στην οποία θα καταφύγει.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.

Περισσότερα από την Power Politics:

Log in or Sign Up

Pin It on Pinterest