Η Ελληνορωσική Συμμαχία: Μύθοι και Πραγματικότητα (Μέρος Β΄)
- Written by Αριστείδης Δημητράτος
- Published in Ιστορία & Στρατηγική
- Leave a reply
- Permalink
Στο προηγούμενο Μέρος της συγκεκριμένης σειράς άρθρων, εξετάσθηκε η στάση της τσαρικής Ρωσίας ως προς τη διπλωματική, πολιτική και στρατιωτική υποστήριξη της ελληνικής πλευράς στις περιπτώσεις του ελληνικού Αγώνα Ανεξαρτησίας, του Κριμαϊκού Πολέμου και των δύο Βαλκανικών Πολέμων. Σε αυτό το δεύτερο Μέρος, που είναι και το τελευταίο, θα γίνει αναφορά στο «Μεγάλο Πόλεμο» του 1914-1918, καθώς επίσης και στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη σχέση της ΕΣΣΔ στον ελληνικό εμφύλιο.
Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος – Μεσοπόλεμος
Η Ελλάδα εισέρχεται στο «Μεγάλο Πόλεμο», τασσόμενη εναντίον των Κεντρικών Δυνάμεων, στις 28 Ιουνίου 1917. Λίγους μήνες αργότερα, κατά τη διάρκεια της Οκτωβριανής Επανάστασης, οι Μπολσεβίκοι καταλαμβάνουν την εξουσία, ανατρέποντας τόσο τους εσωτερικούς συσχετισμούς ισχύος, όσο και την ισορροπία εντός της Αντάντ, με τη Γαλλία και τη Μεγάλη Βρετανία να ανησυχούν, διότι γνώριζαν τα αντιπολεμικά αισθήματα των Μπολσεβίκων, και την επιθυμία τους να αποχωρήσουν από τον πόλεμο. Όπως ήταν λογικό, ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα επέφερε αποφασιστική νίκη των Κεντρικών Δυνάμεων στο Ανατολικό θέατρο επιχειρήσεων, με βαρύτατες συνέπειες και στο Μακεδονικό Μέτωπο, όπου διακυβεύονταν τα ζωτικά συμφέροντα της Ελλάδας.
Ο φόβος της Αντάντ έγινε πραγματικότητα με τη Συνθήκη Brest-Litovsk στις 3/3/1918, όταν η Ρωσική Σοβιετική Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία συνθηκολόγησε με τις Κεντρικές Δυνάμεις (Δημητράτος, 2017), με αποτέλεσμα οι υπόλοιπες συμμαχικές δυνάμεις –αλλά και νέες, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής (ΗΠΑ), η Ιαπωνία και η Ελλάδα– να προχωρήσουν σε εκστρατείες στη ρωσική επικράτεια για να διασφαλίσουν το συμμαχικό εξοπλισμό, το πολεμικό υλικό, αλλά και να υποστηρίξουν τις εναπομείνασες αντι-μπολσεβικές δυνάμεις – το λεγόμενο «Λευκό Στρατό». Το Ελληνικό Εκστρατευτικό Σώμα (ΕΕΣ) κλήθηκε να υποστηρίξει τις γαλλικές δυνάμεις στην Ουκρανία, καθώς ο Ελευθέριος Βενιζέλος έκρινε πως ήταν η κατάλληλη στιγμή για να μεγιστοποιήσει τα οφέλη του στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, αναφορικά με τις εδαφικές διεκδικήσεις σε Θράκη και Σμύρνη (Καρκασσώνης, 1933). Εντούτοις, οι στρατιωτικές επιχειρήσεις απέτυχαν, με τις ελληνικές δυνάμεις, όμως, να είναι σχετικά αξιόμαχες, ενώ αξίζει να σημειωθεί πως οι ελληνικές μειονότητες στις περιοχές δέχθηκαν διωγμούς και λεηλασίες από τους Μπολσεβίκους.
Η ΕΣΣΔ, το 1939, εκτιμούσε πως η δημιουργία ενός νοτιοανατολικού βαλκανικού μπλοκ, ως στρατηγικό ανάχωμα στον Άξονα, θα διασφάλιζε τα συμφέροντά της στην περιοχή, χωρίς όμως να λαμβάνεται υπόψη η Ελλάδα. Κύρια δύναμη θα ήταν η Βουλγαρία, ενώ είναι ενδεικτικό πως, από εκείνη τη χρονική στιγμή μέχρι και την επικράτηση των δυνάμεων του Άξονα στην Ελλάδα, η Μόσχα δεν διέθετε καν πρακτικά πρεσβευτή με το ανάλογο επιτελείο, παρά έναν Επιτετραμμένο, τον Μ. Γ. Sergeyev. Σε αυτό το πλαίσιο, είναι χαρακτηριστικό ότι η ΕΣΣΔ υποστήριζε τις όποιες εδαφικές διεκδικήσεις αξίωνε η Βουλγαρία από την Ελλάδα, κάτι το οποίο θεωρούσαν εφικτό βραχυπρόθεσμα, τόσο από την μεριά τους το Κομμουνιστικό Κόμμα Βουλγαρίας με την υποστήριξη της ΕΣΣΔ, όσο και οι Βούλγαροι εθνικιστές, από την επίθεση των Ιταλών που θα δημιουργούσε την κατάλληλη ευκαιρία για δημιουργία διπλού μετώπου στην Ελλάδα. Όταν, πράγματι, υλοποιήθηκε η επίθεση των Ιταλών, η ΕΣΣΔ κράτησε ουδέτερη στάση, καθώς δεν ήθελε να διαταράξει τις καλές σχέσεις της με την Ιταλία, αφού ούτε υψηλόβαθμα στελέχη ούτε ο σοβιετικός τύπος προχώρησαν σε καταδίκη ή αρνητική αναφορά στη φασιστική και ιμπεριαλιστική ιταλική επίθεση, όπως έκαναν στην ιταλική κατάληψη της Αλβανίας τον Απρίλιο του 1939 (Ζαπάντης, 1989).
Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος – Εμφύλιος
Λίγο πριν το τέλος του πολέμου, ο ανταγωνισμός των συμμαχικών δυνάμεων για το μεταπολεμικό status quo είχε έντονα γεωπολιτικά και γεωστρατηγικά χαρακτηριστικά. Τα σοβιετικά στρατεύματα είχαν σταθμεύσει και καταλάβει κομβικά σημεία σε όλη την περιοχή των Βαλκανίων, με την επιθυμία να τα εντάξουν στη σφαίρα επιρροής τους. Η Μεγάλη Βρετανία, από την άλλη, είχε θέσει ως κύρια προτεραιότητα την Ελλάδα στα Βαλκάνια, σε συνεννόηση με τη σοβιετική πλευρά. Αυτό αποδεικνύεται, αφενός, από το γεγονός ότι, στις 25 Ιουλίου 1944, ο σοβιετικός απεσταλμένος, συνταγματάρχης Popov, έφθασε σε ελεγχόμενο από τον ΕΑΜ έδαφος στη Θεσσαλία, και ενημέρωσε την ηγεσία του ΚΚΕ ότι δεν μπορούσε η ΕΣΣΔ να αναμειχθεί ενεργά –καθώς προτεραιότητα αποτελούσε η ακεραιότητα της συμμαχίας κατά των δυνάμεων του Άξονα–, και αφετέρου, απ’ το ότι, στα τέλη του Σεπτεμβρίου, οι σοβιετικοί είχαν αποδεχθεί την αποστολή βρετανικών δυνάμεων στην Ελλάδα (Μπάεφ, 1996). Αυτά τα γεγονότα μόνο τυχαία δεν ήταν, καθώς λείαιναν το έδαφος για την τελική διευθέτηση μεταξύ Μεγάλης Βρετανίας και ΕΣΣΔ στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων. Συγκεκριμένα, τον Οκτώβριο του 1944 στη Μόσχα, οι Churchill και Stalin προχώρησαν στη λεγόμενη «Συμφωνία των Ποσοστών», με την οποία η Ελλάδα θα εντασσόταν στη σφαίρα επιρροής της Μεγάλης Βρετανίας (σε ποσοστό 90%), ενώ Βουλγαρία και Ρουμανία στην αντίστοιχη σοβιετική, με τη Γιουγκοσλαβία να μοιράζεται στη μέση (Παπασωτηρίου, 2012).
Το γεγονός αυτό συνδέεται σε μεγάλο βαθμό και με τον ελληνικό εμφύλιο, κατά τη διάρκεια του οποίου η ΕΣΣΔ, μέσω του διεθνούς κομμουνιστικού συστήματος –και, κατ’ επέκταση, άλλων σημαντικών δρώντων της περιοχής, όπως της Γιουγκοσλαβίας και της Βουλγαρίας–, προσέφερε υλικοτεχνική υποστήριξη στο Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας, αλλά με διακυμάνσεις ανά περιόδους. Σίγουρα, ο ελληνικός εμφύλιος αποτελεί ένα από τα μελανά σημεία της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, που προσεγγίζεται από διάφορες οπτικές γωνίες, καθώς δίχασε και συνεχίζει να διχάζει, αποτελώντας μια βαθιά κοινωνική διαιρετική τομή του κοινωνικού ιστού της χώρας. Εντούτοις, αυτό που είναι απαραίτητο να σημειωθεί για τη θεματολογία του άρθρου είναι η στάση που διατήρησε η ΕΣΣΔ στον ελληνικό εμφύλιο. Ο Stalin δεν αντέδρασε θετικά με τα γεγονότα των Δεκεμβριανών, καθώς οι Έλληνες κομμουνιστές δεν μπορούσαν να διαγνώσουν τους συσχετισμούς ισχύος, τόσο στο εσωτερικό της Ελλάδας, όσο και στο περιφερειακό επίπεδο (όπου ακόμα δεν είχε σταθεροποιηθεί η κατάσταση), με τον Κόκκινο Στρατό, τη δεδομένη χρονική στιγμή, να μην αποτελεί δεδομένο παράγοντα προς επέμβαση. Τα επόμενα χρόνια, η στάση του διεθνούς κομμουνιστικού συστήματος έτεινε προς υποστήριξη του Δημοκρατικού Στρατού, ωστόσο η ρήξη μεταξύ Tito και Stalin το 1948 είχε αρνητικές συνέπειες για την πορεία του ένοπλου αγώνα, διότι η Γιουγκοσλαβία διαδραμάτιζε σημαντικό ρόλο, εξοπλίζοντας τόσο με πολεμικό υλικό και εξοπλισμό τον Δημοκρατικό Στρατό, όσο και με την αποστολή συμβούλων και εκπαιδευτών (Ρίστοβιτς, 2007). Επιπρόσθετα, η Μόσχα πλέον αναλάμβανε την ευθύνη για την υλοποίηση των όποιων αιτημάτων και υλικοτεχνικών αναγκών προέκυπταν από την ελληνική πλευρά, κάτι που όμως μετά την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού στη Φλώρινα, το Φεβρουάριο του 1949, φάνταζε ολοένα και πιο δύσκολο εγχείρημα (Καλύβας, 2016). Συνεπώς, είναι σαφές ότι ο ρόλος που διαδραμάτισε η ΕΣΣΔ, κατά τη διάρκεια του εμφυλίου, ήταν να κρατήσει αποστάσεις, υπολογίζοντας και τους συσχετισμούς ισχύος της κάθε πλευράς, ισορροπώντας εξωτερικές συστημικές πιέσεις, αλλά και «εσωτερικές», όπως αυτή της Γιουγκοσλαβίας.
Συμπερασματικές Σκέψεις
Όπως είναι εμφανές, η Ελλάδα και η Ρωσία, ακόμα και την περίοδο της ΕΣΣΔ, όχι μόνο δεν διατηρούσαν μια αμοιβαία επωφελή συμμαχία, αλλά, αντιθέτως, τάσσονταν εχθρικά η μία προς την άλλη, όπως στην περίπτωση της εκστρατείας της Κριμαίας μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ακόμα και όταν ο εχθρός ήταν κοινός, όπως στην περίπτωση των πρώτων ετών του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η ΕΣΣΔ προτίμησε να υπερασπιστεί τα συμφέροντα της ευνοούμενής της Βουλγαρίας και της φίλια προσκείμενης σ’ αυτήν Ιταλίας, στην επίθεση του Οκτωβρίου του 1940 κατά της Ελλάδας. Αξονικό στοιχείο σε όλες τις περιπτώσεις που εξετάσθηκαν είναι τα πολιτικά, οικονομικά και γεωπολιτικά συμφέροντα. Μακριά από ιδεοληπτικές ερμηνείες του τρόπου που λειτουργεί το διακρατικό σύστημα, η Ελλάδα για τη Ρωσία αποτελούσε πάντα μια χώρα που ήταν συνδεδεμένη με τα βρετανικά συμφέροντα – δηλαδή το συστημικό και ηγεμονιστικό αντίπαλό της, ήδη από τον 18ο αιώνα, και έπειτα, στην ψυχροπολεμική και μεταψυχροπολεμική περίοδο, ως τμήμα της «Δύσης», μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ. Ο συνδετικός κρίκος ήταν, και παραμένει, το αφήγημα της κοινής θρησκευτικής και πολιτιστικής παράδοσης, με βασικούς πυλώνες την Εκκλησία και την ιστορική εξέλιξή της. Στην Ελλάδα, ένα κράτος όπου δεν υφίσταται ο διαχωρισμός κράτους-εκκλησίας, η Εκκλησία έχει την ικανότητα να επηρεάζει και να διαμορφώνει απόψεις, με μεγάλο ποσοστό του ελληνικού κοινωνικού συνόλου να ανταποκρίνεται, επηρεασμένο από τη βυζαντινή κληρονομιά, που εργαλειοποιείται από συγκεκριμένους κύκλους για να εξυπηρετήσουν τη δικιά τους ανυπόστατη φιλορωσική προπαγάνδα. Tέλος, στο πολιτικό πεδίο, ακροδεξιοί κύκλοι συχνά κάνουν λόγο για τη στρατιωτική και πολιτική υπεροχή της Ρωσίας, την ίδια στιγμή που αυτή προχωρά σε διαπραγματεύσεις με την Τουρκία για την παράδοση πυραυλικού συστήματος S-400 στη γείτονα. Η «περίφημη» ελληνορωσική συμμαχία –ειδικά όπως εξετάσθηκε στους πολέμους που διεξήχθησαν τους τελευταίους δύο αιώνες– όχι μόνο δεν υφίσταται, αλλά, αντιθέτως, πάσχει από ιστορικά παραδείγματα επιβεβαίωσης, με αποτέλεσμα να θεωρείται μύθος παρά πραγματικότητα.
Πηγές:
- Δημητράτος, Α. (2017). Η Εκστρατεία Στη Μεσημβρινή Ρωσία. Power Politics, 31 Μαϊος. https://powerpolitics.eu/η-εκστρατεία-στη-μεσημβρινή-ρωσία/
- Ζαπάντης, Α. (1989). Ελληνο-Σοβιετικές Σχέσεις 1917-1941. μτφρ. Βλάχου Άγγελου επιμ. Αθήνα: Βιβλιοπωλείο της Εστίας.
- Καλύβας, Σ. &. Μαραντζίδης, Ν. (2016). Εμφύλια Πάθη. 23+2 Ερωτήσεις και απαντήσεις για τον εμφύλιο.: Εκδόσεις Μεταίχμιο.
- Καρκασσώνης, Π. (1933). Ιστορία της εις Ουκρανίαν και Κριμαίαν Υπερποντίου Εκστρατείας 1919. Αθήνα: Εκδόσεις Λαμπροπούλου.
- Μπάεφ, Ι. (1996). Ο εμφύλιος πόλεμος στην Ελλάδα – Διεθνείς Διαστάσεις. μτφρ Σιακαντάρης Γιώργος.: Εκδόσεις Φιλίστωρ.
- Παπασωτηρίου, Χ. (2012). Αμερικανικό πολιτικό σύστημα και εξωτερική πολιτική 1945-2002. 5η έκδοση επιμ. Αθήνα: Εκδόσεις Ποιότητα.
- Ρίστοβιτς, Μ. (2007). Το ζήτημα της γιουγκοσλαβικής στρατιωτικής βοήθειας προς το Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας 1946-1949. Στον τόμο: Ο ελληνικός Εμφύλιος Πόλεμος. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, pp. 97-123