Ελβετία: μετανάστευση και διμερείς σχέσεις με Ευρωπαϊκή Ένωση

Στην καρδιά της Δυτικοκεντρικής Ευρώπης, η Ελβετική Συνομοσπονδία, μία χώρα με μόλις 8 εκατομμύρια κατοίκους, έχει καταφέρει να αποτελεί οικονομικό, πολιτικό και κοινωνικό θαύμα της παγκόσμιας κοινότητας. Πρώτη στην παγκόσμια κατάταξη για την ανταγωνιστικότητα, σύμφωνα με την έκθεση του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ (World Economic Forum) για το 2015-2016, η ελβετική οικονομία χαρακτηρίζεται από μία σειρά καινοτομιών και ευρηματικότητας που αναπτύσσεται γύρω από τους κλάδους της βιομηχανίας, του τουρισμού και του εμπορίου. Η οικονομία της φυσικά δεν θα μπορούσε παρά να αποτελεί αποτέλεσμα ενός επιτυχημένου ομοσπονδιακού συστήματος διακυβέρνησης, με την ομοσπονδιακή κυβέρνηση να σχηματίζεται από μία συμμαχία των τεσσάρων μεγαλύτερων κοινοβουλευτικών κομμάτων. Μέλος της Ευρώπης, αλλά όχι της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει καταφέρει να επιτύχει μία σειρά στενών οικονομικών, εμπορικών και πολιτικών σχέσεων με την Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη μέλη της, που υφίστανται ήδη από τα πρώτα θεμέλια του Ευρωπαϊκού οικοδομήματος.

Οι πρώτες προσπάθειες ένωσης των ευρωπαϊκών χωρών σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο ξεκινούν μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, με την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ) το 1952, και ακολουθεί η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) το 1957.  Το 1960 ιδρύεται η Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελεύθερων Συναλλαγών (ΕΖΕΣ) από τα κράτη που δίσταζαν να ενταχθούν στην ΕΟΚ, ανάμεσα τους και το Ελβετικό Κράτος. Σκοπός του οργανισμού αυτού είναι η προώθηση οικονομικής ολοκλήρωσης προς όφελος των μελών του. Έτσι το 1992 πραγματοποιείται από τα μέλη της ΕΖΕΣ μία προσπάθεια επίτευξης συμφωνίας με τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, με σκοπό να εντείνουν τις διμερείς τους σχέσεις. Η συμφωνία αυτή, του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ) όπως ονομάστηκε, τέθηκε σε ισχύ το 1994. Ως μέλος της ΕΖΕΣ η Ελβετία συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις για τη Συμφωνία ΕΟΧ, όμως διεξήγαγε δημοψήφισμα στις 6 Δεκεμβρίου 1992, το οποίο έφερε αρνητικό αποτέλεσμα για τη συμμετοχή στον ΕΟΧ με ποσοστό 50,3% , και έκτοτε διατήρησε το καθεστώς του παρατηρητή.

Αποστασιοποιημένη, και ταυτόχρονα κοντά στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η Ελβετία δημιούργησε από την δεκαετία του ’90 και ύστερα μία σειρά συμφωνιών, οι οποίες βοήθησαν στην δημιουργία ενός υγιούς διαπραγματευτικού πλαισίου μεταξύ αυτών των δύο. Ειδικότερα, το 1994 ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις που θα καθιστούσαν δυνατή μία σχέση εκτός ΕΟΧ, οι οποίες κατέληξαν σε δύο δέσμες συμφωνιών που υπεγράφησαν το 1999 και το 2004. Η πρώτη δέσμη αφορούσε στην ελεύθερη κυκλοφορία προσώπων, μεταφορών και προϊόντων, και η δεύτερη στην ενίσχυση της συνεργασίας τους, με τη συμμετοχή της Ελβετίας στο χώρο Σένγκεν, με δημοψήφισμα που έγινε το 2005 και είχε ως αποτέλεσμα το 54,6% των ψήφων να τίθενται υπέρ της ένταξης στο χώρο αυτόν.

Τα προβλήματα στις διμερείς σχέσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ελβετίας, και συγκεκριμένα στην ελεύθερη μετακίνηση των προσώπων, ξεκινούν το 2014. Η Ελβετία υποδέχεται κάθε χρόνο 80.000 ξένους εργαζομένους, με τον ρυθμό της μετανάστευσης να αγγίζει το 20%, και για αυτόν τον λόγο μεγάλο μέρος του πληθυσμού θεωρεί ότι οι μετανάστες αυτοί ευθύνονται για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν με την υπερφόρτωση των μέσων μεταφοράς, την εγκληματικότητα, καθώς και με την εύρεση στέγης και εργασίας. Έτσι, το ακροδεξιό λαϊκό κόμμα SVP, υποστηρίζοντας τις απόψεις του λαού για τους μετανάστες, καλεί στις 9 Φεβρουαρίου του 2014 τους πολίτες στις κάλπες για να αποφασίσουν με δημοψήφισμα σχετικά με την πρόταση να τεθεί ανώτατο όριο στον αριθμό αδειών εργασίας που προσφέρονται σε μετανάστες, με το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας να ανέρχεται στο 50,3% υπέρ του “ναι”. Τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος έθεταν σε κίνδυνο τη Συμφωνία Ελεύθερης Κυκλοφορίας Προσώπων, και η Ευρωπαϊκή Ένωση δήλωσε εξ αρχής πως δεν θα διαπραγματευόταν τη συμφωνία αυτή περαιτέρω από τα ήδη συμφωνηθέντα. Λίγες μέρες μετά ανακοινώθηκε η μελλοντική υλοποίηση νομοσχεδίου από την κυβέρνηση, το οποίο θα έθετε σε εφαρμογή την επαναφορά του αυστηρού καθεστώτος περιορισμών στην είσοδο μεταναστών, από το 2017, με ποσοστώσεις για τους πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης που ζουν ή εργάζονται στη χώρα για περισσότερους από τέσσερις μήνες. Στις 30 Νοεμβρίου του ίδιου χρόνου οι Ελβετοί πολίτες έρχονται για μία ακόμη φορά στις κάλπες, μετά από πρωτοβουλία της οργάνωσης Ecopop, για να ψηφίσουν νέα μέτρα περιορισμού των μεταναστών σε 0,2% του πληθυσμού της Ελβετίας, δηλαδή σε 16.000 πρόσωπα ετησίως, με το αποτέλεσμα αυτή την φορά να καταλήγει υπέρ του “όχι” με ποσοστό 74,1%.

Μετά την πρόσφατη, τεράστια εισροή προσφύγων για άσυλο στη Γηραιά Ήπειρο, άρχισαν να διαφαίνονται σε ολόκληρη την Ευρώπη διάφορα αντί-προσφυγικά αισθήματα, με τα ποσοστά των ακροδεξιών κομμάτων να αυξάνονται. Η Ελβετία δεν αποτελεί εξαίρεση σε αυτό το φαινόμενο, και στις εκλογές της 18ης Οκτωβρίου 2015 το μεγαλύτερο ποσοστό των ψήφων κέρδισε το ακροδεξιό Λαϊκό Κόμμα Ελβετίας, SVP, το οποίο είχε διεξαγάγει το δημοψήφισμα για τον περιορισμό των μεταναστών στη χώρα. Στο τέλος του 2015 η Ελβετία επιθυμούσε να καταλήξει σε συμβιβασμό με την Ευρωπαϊκή Ένωση για την αναχαίτιση των μεταναστών που φτάνουν στην χώρα, και απειλούσε με μονομερείς περιορισμούς των μεταναστευτικών ροών, εάν οι διαπραγματεύσεις τους κατέληγαν σε αδιέξοδο.

Το νέο έτος έρχεται, η Ευρώπη εξακολουθεί να αντιμετωπίζει την εισροή των μεταναστών, και οι πολιτικές των κρατών αρχίζουν να εντατικοποιούνται. Στις 26 Ιανουαρίου εγκρίθηκε από τη Βουλή της Δανίας νόμος για την κατάσχεση μετρητών άνω των 1340 ευρώ, και άλλων πολύτιμων αντικειμένων, που έχουν στην κατοχή τους οι μετανάστες που ζητούν άσυλο στην χώρα. Την πρακτική αυτή φαίνεται να ακολουθεί και το Ελβετικό Κράτος, αφού ανακοινώθηκε από τη Γραμματεία Μετανάστευσης ότι οι αιτούντες άσυλο στην Ελβετία θα πρέπει να παραδίδουν στις αρχές όλα τα περιουσιακά τους στοιχεία αξίας άνω των 1.000 ελβετικών φράγκων, και εάν εγκαταλείψουν οικειοθελώς την χώρα μέσα σε διάστημα επτά ετών θα τους επιστρέφονται τα χρήματα. Το μέτρο αυτό προβάλλεται με τη δικαιολογία ότι οι πρόσφυγες που επιθυμούν να βρουν άσυλο στην χώρα, οφείλουν να συνεισφέρουν στα έξοδα της παραμονής τους εκεί.

Το πρόβλημα της μετανάστευσης έχει λάβει τεράστιες διαστάσεις τα τελευταία χρόνια, τόσο μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και έξω από αυτήν. Οι πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης ζουν μέσα στον κλοιό της οικονομικής κρίσης, και συχνά προσπαθούν να βρουν διεξόδους και μία προοπτική ανεύρεσης εργασίας σε άλλες χώρες, απολαμβάνοντας το καθεστώς της ελεύθερης μετακίνησης προσώπων μεταξύ των κρατών μελών της. Γίνεται φανερό, ωστόσο, ότι αρκετά κράτη ακολουθούν αυστηρές πολιτικές σχετικά με τις μετακινήσεις του κόσμου, οι οποίες επηρεάζουν τις οικονομικές, τις εμπορικές και τις πολιτικές σχέσεις που έχουν με άλλα μέλη της Ένωσης. Ο αντίκτυπος που θα έχουν οι πολιτικές αυτές στα θεμέλια της Ένωσης, και το πώς θα επηρεάσουν τις συμμαχίες των κρατών και τις μεταξύ τους σχέσεις, είναι ένα φλέγον ζήτημα που θα απασχολήσει τους Ευρωπαϊους ηγέτες, και θα μπορούσε να αναφέρεται σε μία πλήρη μεταστροφή των πολιτικών επιλογών των κρατών.

Πηγές:

  1. http://www.swissinfo.ch/eng/vote-results/37851262
  2. http://www.reuters.com/article/us-swiss-vote-projection-idUSKCN0JE0CZ20141130
  3. https://www.fdfa.admin.ch/eda/en/home.html
  4. http://www.europarl.europa.eu/atyourservice/el/displayFtu.html?ftuId=FTU_6.5.3.html
Έχει περάσει αρκετός χρόνος (8 έτη) από τη δημοσίευση αυτού του άρθρου. Παρακαλούμε συνεχίστε στην ανάγνωσή του έχοντας υπόψη την ημερομηνία δημοσίευσης.

Tagged under:

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.

Περισσότερα από την Power Politics:

Log in or Sign Up

Pin It on Pinterest