Η επάνοδος της αυστριακής ακροδεξιάς και οι νέες προκλήσεις
- Written by Άσπα Μουσουλίδη
- Published in Διπλωματία & Πολιτική, Εργασίες, Ευρώπη
- Leave a reply
- Permalink

Η ανάδυση της Ακροδεξιάς τόσο στην Αυστρία όσο και στην Ευρώπη αποτελεί ένα φαινόμενο που έχει απασχολήσει ιδιαίτερα τους πολιτικούς αναλυτές και αρθρογράφους μετά την οικονομική κρίση του 2008. Κάποιοι το συγχέουν με τις επιπτώσεις της πολιτικοοικονομικής κρίσης της Ευρωζώνης, και άλλοι με το ξέσπασμα του πολέμου στη Συρία και τη μετακίνηση χιλιάδων Σύριων προς την ευρωπαϊκή ήπειρο.
Ωστόσο, η Ακροδεξιά ως πολιτική θέση δεν εισήχθη τα τελευταία δέκα χρόνια στο προσκήνιο, αλλά έχει βαθύτερες ρίζες, οι οποίες πρέπει να αναζητηθούν στην αποσαφήνιση της έννοιάς της. Εν αρχή, δεν ταυτίζεται κατ’ ανάγκη με τον Φασισμό ή τη μία πιο ακραία μορφή του, τον Ναζισμό, καθότι δεν χρησιμοποιεί απαραίτητα τις ίδιες πολιτικές μεθόδους επιβολής της εξουσίας της. Περισσότερο, αποτελεί για τους θεωρητικούς μια “ιδεολογική οικογένεια” στην οποία εγκολπώνονται διάφορες πολιτικές θέσεις λιγότερο ακραίες -όπως ο συντηρητισμός και ο λαϊκισμός στη ρητορική-, αλλά και περισσότερο ριζοσπαστικές – όπως η εναντίωση στον κοινοβουλευτισμό και στην Αριστερά (Mude, 2000).
Η αυστριακή περίπτωση Ακροδεξιάς μονοπωλεί το ενδιαφέρον, ιδιαίτερα μετά τις τελευταίες εξελίξεις της ραγδαίας ανόδου του δεξιού και λαϊκιστικού κόμματος. Σε τι, όμως, οφείλεται η αύξηση της απήχησής του; Πότε εκδηλώνεται το ρεύμα της Ακροδεξιάς στην Αυστρία και γιατί;
Από τον Παγγερμανισμό στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο
Η εκδήλωση του ακροδεξιού ρεύματος στην Αυστρία ξεκίνησε πριν τον 20ο αιώνα υπό τη μορφή του γερμανικού εθνικισμού (Deutschnationalismus). Η ιδέα βρήκε υποστηρικτές στον γερμανόφωνο πληθυσμό της τότε πρωσικής αυτοκρατορίας, ο οποίος τασσόταν υπέρ της ενσωμάτωσής του στη “Μεγάλη” τότε Γερμανία, σε συνδυασμό με την εφαρμογή αντικομουνιστικών, αντισημιτικών και αντικληρικών ιδεών (Das Politische System in Österreich, 2000). Εν συνεχεία, οι γερμανικές επαναστάσεις του 1848-1849 έθεσαν επί τάπητος το δίλημμα: Μικρή Γερμανία που να αποτελείται από τα γερμανικά κρατίδια της Γερμανικής Συνομοσπονδίας και την Πρωσία, ή Μεγάλη Γερμανία που θα αποτελούταν από την Αυστρία. Παρόλο που υπήρχαν ένθερμοι υποστηρικτές της δεύτερης ιδέας, οι επαναστάσεις απέτυχαν, με αποτέλεσμα το νέο status quo να στηριχθεί στην ιδέα της Μικρής Γερμανίας, στην οποία προσιδίαζε περισσότερο ο πολυεθνικός χαρακτήρας του πρωσικού χώρου. Η ανάδειξη του Bismarck ως Πρωθυπουργού της Πρωσίας δυσχέρανε τη θέση της Αυστρίας, καθότι επεδίωξε τη σύγκρουση με εκείνη και τη σταδιακή ενοποίηση του γερμανικού χώρου ώστε να αποφευχθούν μελλοντικά προβλήματα με τις Μεγάλες Δυνάμεις, και η γερμανική ιδέα ενοποίησης εγκαταλείφθηκε προσωρινά (Holt & Chilton, 2011).
Παρ’ όλα ταύτα, η ιδέα της Μεγάλης Γερμανίας δεν καταρρίφθηκε θεωρητικά και ιδεολογικά. Το 1885 ιδρύεται το Παγγερμανικό Κόμμα υπό τον Georg Ritter von Schönerer, ο οποίος υποστήριζε ένθερμα αντισημιτικές και εξτρεμιστικές ιδέες. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι προήλθε από την αριστερή και φιλελεύθερη “οικογένεια”, και τάχθηκε υπέρ μιας ισχυρής γερμανικής ενοποίησης και μιας βίαιης απομόνωσης του εβραϊκού λαού, τον οποίο θεωρούσε ισχυρή οικονομική δύναμη. Επίσης, όλα τα μέλη του κόμματος θα έπρεπε να προέρχονται από γερμανικές οικογένειες, και να αποκλείεται η οποιαδήποτε σύνδεση με εβραϊκά ή σλαβικά στοιχεία. Οι ιδέες του βρήκαν αναμφισβήτητα πρόσφορο έδαφος στην πολιτική ενσωμάτωση και στρατηγική προσέγγιση του Hitler αργότερα (Hamman, 2010).
Κατά την ίδια περίπου περίοδο ιδρύεται και το κόμμα της Γερμανικής Εθνικής Ένωσης Εργαζομένων, το οποίο υιοθέτησε και εκείνο το παγγερμανικό όραμα, με τη διαφορά ότι τα μέλη του προέρχονταν κυρίως από τις εργατικές τάξεις, και η κεντρική του θέση ήταν η επιβίωση του γερμανικού εθνικισμού – γεγονός που τρόπον τινά οδήγησε τα μέλη του στο να το αποκαλούν μεταξύ τους ως “Εθνικοσοσιαλιστικό”. Το 1918, μάλιστα, μετονομάζεται επιτυχώς σε Γερμανικό Εθνικοσοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα, και οι πολιτικές θέσεις του επηρέασαν ιδιαίτερα τον Hitler, αλλά και την άνοδό του, καθότι πολλά από τα μέλη του αυστριακού φασιστικού αυτού κόμματος τον υποστήριξαν αργότερα (Whiteside, 1962).
Ωστόσο, η περίοδος δράσης του παγγερμανικού οράματος για την πρώτη Αυστριακή Δημοκρατία δεν ήταν ονειρικά πλασμένη, καθότι η Ακροδεξιά φιλοσοφία είχε παρεισφρήσει σε όλο το φάσμα της αυστριακής πολιτικής, σε σημείο που τα δύο κυρίαρχα κόμματα της περιόδου -Χριστιανοδημοκράτες και Σοσιαλδημοκράτες- να απορροφήσουν αρκετούς ψηφοφόρους και υποστηρικτές του παγγερμανικού οράματος. Υιοθετώντας αρκετά από τα στοιχεία της φιλοσοφίας του Schönerer και του Εθνικοσοσιαλιστικού Αυστριακού Εργατικού Κόμματος, κατάφεραν να διατηρήσουν την εκλογική τους δύναμη.
Το πρόβλημα που δημιουργήθηκε αφορούσε στην αποσαφήνιση της γερμανικής και αυστριακής ταυτότητας. Πιο συγκεκριμένα, οι μεν Σοσιαλδημοκράτες διέθεταν το όραμα μιας γερμανικής δημοκρατικής Αυστρίας, εν αντιθέσει με τους Χριστιανοδημοκράτες που υποστήριζαν μια αυστριακή εθνική ταυτότητα, η οποία δεν θα συγχέεται σε καμιά περίπτωση με τις γερμανικές ρίζες, και θα εναντιώνεται στη δημοκρατία. Ο τρίτος κεντρικός παίκτης ήταν το Μεγάλο Γερμανικό Λαϊκό Κόμμα, το οποίο στη διαμάχη αυτή ελάμβανε την πιο ακραία θέση, υιοθετώντας την πιο ακραία και αντισημιτική πολιτική (Pauley, 1998). Η δημιουργία της Heimwehr το 1919 ως μιας κατεξοχήν χριστιανικής και παραστρατιωτικής οργάνωσης έφερε άμεσα αποτελέσματα στην επίλυση του προβλήματος. Η οργάνωση ιδρύθηκε από αποστρατευμένους στρατιώτες του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, με στόχο την υπεράσπιση των αυστριακών συνόρων. Στη συνέχεια, όμως, εναντιώθηκε στη Σοσιαλδημοκρατία και, αργότερα, στράφηκε προς τον Φασισμό του Gentile και του Mussolini, αποδοκίμασε πλήρως τη δυτική δημοκρατία και τον καπιταλισμό, και διεκδίκησε την αυστριακή καθαρότητα που θα οδηγούσε στην απεμπόληση του γερμανικού στοιχείου. Για κάποιους ιστορικούς η δυναμική της Heimwehr στηριζόταν στην πληγωμένη περηφάνια των Αυστριακών που δεν μπόρεσαν να γίνουν μεγάλη αυτοκρατορία. Παράλληλα, αποτελούσε και μια προσπάθεια της φασιστικής Ιταλίας του Mussolini να ενισχύσει την επιρροή και δυναμική της στην κεντρική Ευρώπη, καθότι διέκρινε την επίδραση του Hitler στη γερμανική πολιτική σκηνή (Meysels, 1992).
Η ανατροπή του status quo που ήθελε τον Mussolini κεντρικό παίκτη στις διεθνείς εξελίξεις πραγματοποιείται με επιτυχία όταν οι Ναζί της Αυστρίας και το Μεγάλο Γερμανικό Λαϊκό Κόμμα συμμαχούν και καταρρίπτουν την εξουσία της Heimwehr. Στις 15 Μαρτίου του 1938 ο Hitler ταξιδεύει στην Αυστρία, και την αποκαλεί κεντρική βάση του Τρίτου Ράιχ.
Από τη ρήξη του Τρίτου Ράιχ στο Κόμμα Ελευθέρων της Αυστρίας
Ο τερματισμός της εμπόλεμης κατάστασης υποχρέωσε την Αυστρία, ως ηττημένη σύμμαχο, να απομονώσει τα μέλη του πρώην Ναζιστικού Κόμματος από την πολιτική σκηνή, και να επαναφέρει τον πολιτικό δυϊσμό με την κυριαρχία των Σοσιαλδημοκρατών και Χριστιανοδημοκρατών. Παράλληλα, η οποιαδήποτε ιδέα της αναβίωσης του γερμανικού εθνικισμού αποκλείστηκε πλήρως από τη ρητορική των δύο κυρίαρχων κομμάτων. Η αναγέννηση της Ακροδεξιάς από τη ναζιστική πτέρυγα έγινε σταδιακά, με τη δημιουργία της Ομοσπονδίας των Ανεξάρτητων το 1949 η οποία, υπό το πρίσμα του “Τρίτου Πολιτικού Δρόμου”, αντιδρούσε στους νόμους των δύο κυβερνητικών κομμάτων, και υιοθετούσε ριζοσπαστικές θέσεις -όπως την κατάργηση των περιοριστικών νόμων για τους Ναζί, αλλά και την ελευθερία των αγορών-, καθότι έτσι η Αυστρία θα μπορούσε σταδιακά να ανέλθει ξανά στο προσκήνιο ως οικονομική δύναμη. Η δημιουργία του κόμματος αυτού ενθαρρύνθηκε από τους Σοσιαλδημοκράτες ώστε να αποδυναμωθεί ο δεξιός πόλος στις εκλογές του 1949. Πράγματι, η στρατηγική των Σοσιαλδημοκρατών απεδείχθη αρκετά μελετημένη, καθότι το 1949 το ναζιστικό αυτό κόμμα έλαβε το 11,7% (Wodak & Anton Pelinka, 2009).
Το 1956 το ναζιστικό αυτό κόμμα μετονομάζεται σε Κόμμα Ελευθέρων της Αυστρίας, επιδιώκοντας τον εκσυγχρονισμό και την άμεση σύνδεσή του με τον φιλελεύθερο ατομικισμό που υποστηρίζει. Ο αρχηγός του κόμματος, Anton Reinthaller -πρώην μέλος του Γερμανικού Ναζιστικού στρατού-, είχε ως πρωταρχικό μέλημα την αναβίωση του παγγερμανικού οράματος στα πανεπιστήμια με τη δημιουργία αδελφοτήτων (Gingrich, 2006).
Από το τέλος της δεκαετίας του 1960, η αλλαγή στο οικονομικό τοπίο με την ανάδυση του νεοφιλελευθερισμού, και η επίδραση του Μάη του ’68 με την κινητοποίηση των Γάλλων μαθητών και φοιτητών και, εν συνεχεία, των Γάλλων εργατών γίνονται αισθητές συνολικά στη Γηραιά Ήπειρο, και οδηγούν το Κόμμα Ελευθέρων και άλλους ακροδεξιούς σχηματισμούς στο να προσχωρήσουν σε λιγότερο ριζοσπαστικές θέσεις, υιοθετώντας στη θέση του γερμανικού εθνικισμού τον πατριωτισμό, σε συνδυασμό με τον φιλελευθερισμό. Υπό αυτή την έννοια, το Κόμμα των Ελευθέρων τάχθηκε υπέρ ενός ισχυρού αυστριακού κράτους το οποίο, αν και θα προστατεύει τα σύνορά του, δεν θα επιδιώκει την υπονόμευση των ατομικών ελευθεριών των πολιτών του. Εξάλλου, το κόμμα δεν θα μπορούσε εύκολα να ενισχύσει τη δυναμική του χωρίς να προσπαθήσει να μετατοπίσει τη ρητορική του προς μια περισσότερο κεντρώα κατεύθυνση, επηρεάζοντας την πλειοψηφία των Αυστριακών ψηφοφόρων.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι στις εκλογές του 1983 η νίκη των Σοσιαλδημοκρατών με ποσοστό 47,6% -το οποίο, αν και ισχυρό, δεν τους εξασφαλίζει την απόλυτη πλειοψηφία- τους οδηγεί σε κυβέρνηση συνασπισμού με το Κόμμα Ελευθέρων ως τρίτη δύναμη. Η τακτική της Ακροδεξιάς πλέον ήταν η όσο το δυνατόν περισσότερη υιοθέτηση δεξιού λαϊκισμού, η οποία θα αποσπούσε περισσότερες ψήφους από την Κεντροδεξιά των Χριστιανοδημοκρατών ενώ, παράλληλα, θα οδηγούσε σε μια λιγότερο συμπαγή Αριστερά, η οποία με την πάροδο του χρόνου γινόταν ολοένα και περισσότερο κεντρώα.
Στις εκλογές του 1999, παρόλο που οι Σοσιαλδημοκράτες απέσπασαν το ποσοστό του 33,2%, δεν μπόρεσαν να σχηματίσουν κυβέρνηση, με αποτέλεσμα τη συμμαχία Χριστιανοδημοκρατών και του Κόμματος των Ελευθέρων. Η εκλογική νίκη της Ακροδεξιάς αποτελεί τη μεγαλύτερη από όλες όσες έχει σημειώσει, καθότι άγγιξε το 26,9%. Το γεγονός αυτό οφείλεται καταρχάς στην πολιτική ατζέντα που υιοθέτησε από το 1985 και ύστερα, αφού στο κόμμα ασκήθηκε δριμεία επιρροή από την άνοδο της Νέας Δεξιάς και του Θατσερισμού. Έτσι, ασπάστηκε πιο νεοφιλελεύθερες θέσεις, όπως τη μείωση της φορολογίας στις πλούσιες ελίτ και στα ανώτερα αστικά στρώματα, καθώς και τη μείωση της κρατικής παρεμβατικότητας όσον αφορά στην επιχειρηματική δραστηριότητα. Παράλληλα, διατήρησε την εκλογική του δύναμη και επιρροή στο πιο ακροδεξιό κομμάτι των ψηφοφόρων του, αφού συνέχισε να υποστηρίζει εμμέσως την έννοια του πατριωτισμού και της πολιτισμικής καθαρότητας του Αυστριακού έθνους.
Η μεγάλη νίκη της Ακροδεξιάς το 1999 δεν αποτέλεσε προοικονομία για τη σταδιακή πτώση της κατά τη δεκαετία του 2000. Η είσοδος της Αυστρίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 1995 ήταν ένα περίπλοκο ζήτημα για τη χώρα, αφού έπειτα από πολύ καιρό αποτελούσε μια υπολογίσιμη δύναμη. Το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση αντιμετώπιζε την άνοδο της Ακροδεξιάς με καχυποψία, επειδή τη θεωρούσε ανησυχητική μετά τα γεγονότα του 1930, επηρέασε πολύ τον Αυστριακό ψηφοφόρο. Υπαίτιοι ήταν φυσικά τα δύο κυρίαρχα κόμματα, τα οποία δρομολόγησαν την άνοδο της Ακροδεξιάς τόσο συνειδητά, για να αποσπάσουν εκλογική δύναμη το ένα από το άλλο, όσο και ασυνείδητα, γιατί δεν θεωρούσαν την Ακροδεξιά υπολογίσιμη δύναμη μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Από τον παρακάτω πίνακα (Bundesministerium für Inneres, 2012a. Wahlen: Europawahl 2009 endgültiges Gesamtergebnis).
Year | Voter Turnout | ÖVP | SPÖ | FPÖ | GRÜNE |
1996 | 67,7% | 29,7% | 29,2% | 27,5% | 6,8% |
1999 | 49,4% | 30,7% | 31,3% | 23,4% | 9,3% |
2004 | 42,4% | 32,7% | 33,3% | 6,3% | 12,9% |
2009 | 46,0% | 30,0% | 23,7% | 12,7% | 9,9% |
Η άνοδος του Κόμματος των Ελευθέρων και η προσφυγική κρίση
Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, θα υποστήριζε κανείς ότι θεωρητικά η Ακροδεξιά θα έπρεπε μετά το πέρας της οικονομικής κρίσης της Ευρωζώνης να μειωθεί σε σημαντικό βαθμό. Ωστόσο, η Ευρωζώνη δεν κατάφερε να ξεπεράσει τόσο εύκολα την κρίση του 2008 και, παράλληλα, ήρθε αντιμέτωπη με τον νέο κίνδυνο: την προσφυγική κρίση. Στη δημοσκόπηση του 2012 από το αυστριακό περιοδικό “Heute” τα αποτελέσματα έδειξαν ότι μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων θα κινηθεί είτε προς τη Σοσιαλδημοκρατία είτε προς την Ακροδεξιά. Η πόλωση αυτή ήταν αποτέλεσμα της δυσαρέσκειας μεγάλου τμήματος του πληθυσμού που θεωρούσε πως οι Χριστιανοδημοκράτες αδυνατούν να αντιμετωπίσουν τα οικονομικά προβλήματα και την άνοδο των μεταναστευτικών ρευμάτων. Από την άλλη πλευρά, ο αριστερός ψηφοφόρος δεν έχει πολλές επιλογές και, με τον φόβο ότι μπορεί να οδηγηθεί η χώρα του προς μια κυβέρνηση συνασπισμού μεταξύ των Σοσιαλδημοκρατών και του Κόμματος των Ελευθέρων, θα αναγκαστεί να ψηφίσει τους Σοσιαλδημοκράτες, επιθυμώντας μια πιθανή αυτοδυναμία προς αποφυγή της Ακροδεξιάς (Sunders).
Η ενίσχυση της Ακροδεξιάς υπό τον νέο της ηγέτη, Strache, από το 2015 και μετά, αποτελεί την επιφανειακή απάντηση στην προσφυγική κρίση, καθότι η Αυστρία και άλλες χώρες (Ολλανδία και Γερμανία) δέχονται τα μεγαλύτερα μεταναστευτικά και προσφυγικά ρεύματα. Οι προτάσεις της Ακροδεξιάς βρίσκουν ένθερμους υποστηρικτές σε ανέργους που έχουν απογοητευτεί από την πολιτική της Σοσιαλδημοκρατίας, και σε πολίτες που θεωρούν ότι η επικείμενη άνοδος του αριθμού των μεταναστών θα αλλοιώσει την αυστριακή ταυτότητα και εθνική καθαρότητα. Παράλληλα, η άνοδος των φόρων και η ενίσχυση των πολιτικών λιτότητας οδηγούν τόσο τον δεξιό όσο και τον απογοητευμένο ενδεχομένως κεντρώο ψηφοφόρο προς την Ακροδεξιά, υπό την ελπίδα ότι αυτή μπορεί να προσφέρει σίγουρες λύσεις. Η φιλοξενία των προσφύγων σε στρατώνες, και η πρόταση περί κατάργησης του προνομίου της μπούρκας αντιμετωπίζονται θετικά προεκλογικά από όλο τον συντηρητικό και δεξιό πολιτικό φλοιό, ωθώντας τη Δεξιά σε μια νέα αναγέννηση και μια πιο συμπαγή πορεία (derStandard.at, 2011).
Η σταδιακή άνοδος της Ακροδεξιάς από το 2015 οδηγεί σε αναθεώρηση του πολιτικού σκηνικού, με τις εκλογές του 2017 να τη βρίσκουν ξανά στην εξουσία σε συνεργασία με τους Χριστιανοδημοκράτες. Η επιλογή των Χριστιανοδημοκρατών να συνεργαστούν με την Ακροδεξιά μπορεί να δικαιολογηθεί από το γεγονός ότι επιθυμούν να δημιουργήσουν μια συμπαγή Δεξιά και, ενδεχομένως, ένωση των δύο κομμάτων μελλοντικά. Παράλληλα, η επιλογή αυτή αντικατοπτρίζει την αυριανή Αυστρία, και το πώς αντιμετωπίζει τις σχέσεις της με την Ευρωπαϊκή Ένωση, την Τουρκία και το Ισλάμ, αλλά και πώς διαχειρίζεται εσωτερικά τις οικονομικές ανισότητές της και τις εντάσεις της. Τα κεντρικά αιτήματα της Ακροδεξιάς αφορούν στη μερική αποδυνάμωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στην επιστροφή των εξουσιών στις εθνικές κυβερνήσεις, στην άρνηση της Τουρκίας να εισαχθεί στην Ένωση ώστε να απομονωθούν τα προσφυγικά ρεύματα στο εσωτερικό της, στην καταπολέμηση του Ισλάμ και της ιδεολογίας που βρίσκεται πίσω από αυτό, στην εξάλειψη του φαινομένου της παράνομης μετανάστευσης και στην εξασφάλιση των αυστριακών εθνικών συνόρων, καθώς και στην περισσότερη μείωση των δημοσίων δαπανών της τάξεως των 12 δισεκατομμυρίων ευρώ, σε συνδυασμό με μικρότερη φορολογική επιβάρυνση για τις ιδιωτικές επιχειρήσεις, για άνοδο του ΑΕΠ και αποφυγή εισαγωγής φόρου για τον πλούτο (Factbox: Key policies of Austria’s conservative/far-right coalition, 2017). Οι παραπάνω μεταρρυθμίσεις αντανακλούν τον τρόπο με τον οποίο οραματίζεται η Αυστρία την επαύριον των εκλογών, ωθώντας τους μελετητές να συζητούν για το τέλος μιας φιλελεύθερης Ευρώπης και για την επάνοδο του Ευρωσκεπτικισμού.
Συμπεράσματα
Η πορεία της Ακροδεξιάς στην Αυστρία θα έπρεπε να μην λαμβάνεται ως αμελητέος πολιτικός παράγοντας, καθότι επηρέασε δραματικά τις ιστορικές εξελίξεις κατά τον 19ο και 20ο αιώνα, και συνεχίζει να καθορίζει το πολιτικό τοπίο. Η αναβίωση των Ακροδεξιών φωνών τόσο κατά τον 20ο αιώνα όσο και στο σήμερα πραγματοποιείται όταν υπάρχει έντονη απογοήτευση από τους υπόλοιπους δημοκρατικούς πολιτικούς σχηματισμούς, όσον αφορά στην αναδιανομή του πλούτου και στην ενίσχυση της διεθνούς ισχύος της
Αυστρίας στον πολιτικό χάρτη. Παράλληλα, τα λάθη της Αριστεράς και της Κεντροδεξιάς, οι οποίες είτε θεωρούν την Ακροδεξιά μη σοβαρό πολιτικό παίκτη, είτε συγκλίνουν συνεχώς προς το κέντρο, μειώνοντας τις κοινωνικές δαπάνες του Κράτους Πρόνοιας, ή δίνοντας έμφαση στη μονομερή οικονομική ανάπτυξη, και εστιάζοντας στη μείωση της φορολογίας για τις επιχειρήσεις παρά για τον Αυστριακό μεσοαστό ή εργάτη, ενισχύουν την Ακροδεξιά (Μουσουλίδη, 2017). Σημαντικό είναι το γεγονός ότι η Αυστρία είναι από τις ευρωπαϊκές χώρες στις οποίες υπήρξε έντονο μεταναστευτικό ρεύμα ήδη από το 2015, με την είσοδο 90.000 μεταναστών.
Η ήττα της Αυστρίας ως δύναμης του Άξονα στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και η οικοδόμηση μιας φαιδρής δημοκρατίας τύπου Βαϊμάρης έφερε τους Ναζί και τους Φασίστες στην εξουσία, ως αποτέλεσμα της αδυναμίας της Αριστεράς να αντιμετωπίσει την πολιτική κρίση του τότε, και να διαχειριστεί την προβληματική οικονομική κατάσταση. Σε συνδυασμό με αυτό, οι Χριστιανοδημοκράτες έβλεπαν θετικά την αναβίωση μιας νέας και δυνατής γερμανικής αυτοκρατορίας η οποία, υπό την καθοδήγηση της Αυστρίας, θα μπορούσε να μεταβάλλει τον πολιτικό χάρτη. Από την άλλη πλευρά, τα λάθη που σημειώθηκαν κατά την αντιμετώπιση της προσφυγικής κρίσης -με την Αυστρία να λαμβάνει μια απόλυτα αμυντική στάση, και να μην επιζητά τη λύση του προσφυγικού στη βάση του- οδήγησε τον τυπικό Αυστριακό ψηφοφόρο να δει φιλικά τον Strache και την πρότασή του περί στρατώνων.
Τελικά η γενικότερη τάση του Αυστριακού ψηφοφόρου, αλλά και του Ευρωπαίου, είναι να κινείται ορθολογικά και να αντιμετωπίζει την πολιτική με βάση το συμφέρον του. Υπό αυτή την έννοια, αν και η Ακροδεξιά διέπραξε αίσχη και εγκλήματα στο παρελθόν, αντιμετωπίζεται ξανά με ευνοϊκή ματιά, διότι δεν υπάρχει άλλη ικανή και ισχυρή ανταπάντηση στο πρόβλημα της ευρωπαϊκής κρίσης. Η Αριστερά δεν κατόρθωσε να πράξει όσα είχε υποσχεθεί και αποϊδεολογικοποιήθηκε. Στον αντίποδα, η Δεξιά κατευθύνθηκε σε μια ακόμα πιο νεοφιλελεύθερη λογική, αδυνατώντας και εκείνη να απαντήσει στις προκλήσεις του μέλλοντος. Θα πρέπει, λοιπόν, η Αυστρία και περισσότερο η Ευρώπη να αναρωτηθούν αν η Γηραιά Ήπειρος θα επιστρέψει στην εποχή των απομονωτιστών, ή αν το ευρωπαϊκό όραμα θα λάβει σάρκα και οστά. Σε μια εποχή που ένα ψυχροπολεμικό κλίμα και μια ανάγκη για εντονότερη στρατιωτική ισχύ οδηγούν σε πολιτική ανησυχία και φόβο, σε μια περίοδο κατά την οποία η πολιτικοοικονομική ανισότητα δείχνει πάλι να παίρνει την ανιούσα, αναδύεται η μεγάλη πρόκληση: πολιτική για ποιους και γιατί; Δυτική Δημοκρατία των συνόρων ή της ειρήνης;
Πηγές:
- Bundesministerium für Inneres. (2012). Wahlen: Europawahl 2009 endgültiges Gesamtergebnis.(n.d.). http://www.bmi.gv.at/cms/BMI_wahlen/europawahl/2009/EndergebnisE.aspx
- derStandard.at. (2011). Straches neue Heimat und der Boulevardsozialismus. https://diepresse.com/home/ausland/eu/1287515/Faymann-und-Merkel-gegen-den-NordEuro
- Gingrich, A. (2006). Neo-nationalism in Europe & beyond. Berghan Books.
- Hamman, B. (2010). Hitler’s Vienna: A Portrait of the Tyrant as a Young Man. Tauris Parke Paperbacks.
- Holt, L. H., & Chilton, A. (2011). The History of Europe from 1862 to 1914: From the Accession of Bismarck to the Outbreak of the Great War. Ulan Press.
- Meysels, L. o. (1992). Der Austrofaschismus: Das Ende der ersten Republik und ihr letzter Kanzler.
- Mude, C. (2000). The ideology of the extreme far right. Manchester University Press.
- Pauley, B. F. (1998). From Prejudice to Persecution: A History of Austrian Anti-Semitism. UNC Press Books.
- Sunders, J. (n.d.). The Freedom Party of Austria and the Rise of Eurosceptism. http://www.e-ir.info/2012/07/31/the-freedom-party-of-austria-and-the-rise-of-europscepticism/
- Whiteside, A. G. (1962). Austrian National Socialism.
- Wodak, R., & Anton Pelinka. (2009). The Haider Phenomenon in Austria. Transaction Publishers.
- Τσακαλογιάννης, Π. (2009). Σύγχρονη Ευρωπαϊκή Ιστορία, Α’ Τόμος. ΕΣΤΙΑ.