Η καταλυτική παρουσία του εθνικισμού στην διαμόρφωση της σερβικής ιστορίας

Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται στην Ευρώπη μία συνεχής αύξηση της απήχησης του εθνικισμού, σε συνδυασμό με την παράλληλη έξαρση του φαινομένου επανεμφάνισης της ακροδεξιάς σε σχεδόν κάθε ευρωπαϊκή δημοκρατία. Σύμφωνα με τον Ολλανδό πολιτικό επιστήμονα, Cas Mudde, «διανύουμε την περίοδο του τρίτου κύματος της εκ νέου εμφάνισης του φαινομένου, κατά το οποίο κόμματα που ασπάζονται ακροδεξιές απόψεις στον ευρωπαϊκό χώρο σημειώνουν πρωτοφανείς πολιτικές και εκλογικές επιτυχίες». (Mudde, 2007) Αναντίρρητα, τα υψηλά ποσοστά που κατάφεραν να συγκεντρώσουν τα κόμματα της ακροδεξιάς στις βουλευτικές εκλογές που διεξήχθησαν το 2017 στη Γαλλία και την Αυστρία, επιβεβαιώνουν τα λόγια του Mudde.

Αξίζει, ωστόσο, να γίνει λόγος ξεχωριστά για την περίπτωση της Σερβίας, η οποία δεν κατάφερε, κατά τη διάρκεια της μακράς και επίπονης ιστορίας της, να ξεφύγει από τη «μάστιγα» του εθνικισμού, και να αποτινάξει την ιδέα της «Μεγάλης Σερβίας» (Mammone, Godin, Jenkins, 2012). Η συμβολή της Δημοκρατίας της Σερβίας στην ιστορική πορεία της ακροδεξιάς του ευρωπαϊκού χώρου κρίνεται αποφασιστικής σημασίας, και χρήζει περαιτέρω ανάλυσης. Πρώτα, όμως, πρέπει να παρατεθεί ένας ορισμός για την ακροδεξιά.

Ορίζοντας την ακροδεξιά

Καθίσταται σαφές πως η ακροδεξιά και οι επιμέρους ιδεολογικές πτυχές της αποτελούν ένα αξιοσημείωτο πολιτικό φαινόμενο, με συνεχή και αδιάκοπη πορεία στην ιστορία της πολιτικής επιστήμης και, κατά συνέπεια, απολαμβάνουν διεθνές ενδιαφέρον. Απότοκο της παγκόσμιας απήχησης και μελέτης του φαινομένου είναι η «σύγχυση» που επικρατεί στον επιστημονικό κόσμο γύρω από τη διατύπωση ενός ορισμού της άκρας δεξιάς. Η πλειοψηφία της επιστημονικής κοινότητας τείνει να δέχεται και να υιοθετεί τον ορισμό του Mudde, ο οποίος, στην προσπάθειά του να συνθέσει το ιδεολογικό πλαίσιο της ακροδεξιάς, υποστήριξε πως η τελευταία είναι «ένας συνδυασμός ισχυρού κράτους, σωβινισμού, ξενοφοβίας και εθνικισμού». Τα κόμματα που τάσσονται στο φάσμα της ακροδεξιάς απορρίπτουν την ιδιωτική και κοινωνική ισότητα, ενώ ο εθνικισμός αποτελεί τον πυρήνα και το ιδιαίτερο πολιτιστικό στοιχείο της ιδεολογίας τους (Art, 2011). Για το σύνολο των ακροδεξιών κομμάτων, οι εθνοτικές διαφορές καθίστανται θεμελιώδους σημασίας – γεγονός που οδηγεί στην αξίωση από μέρους των ακροδεξιών πολιτικών μείωσης ή, ακόμη, και εξάλειψης του φαινομένου της μετανάστευσης. Στον πυρήνα του προγράμματος της άκρας δεξιάς βρίσκεται, επίσης, και η σθεναρή εναντίωση στην παγκοσμιοποίηση και την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση (Art, 2011). Σε αυτό το σημείο αξίζει να υπογραμμισθεί η πεποίθηση της Γερμανίδας πολιτικής επιστήμονος, Hannah Arendt, η οποία ισχυριζόταν πως η έλλειψη ανεκτικότητας απέναντι σε διαφορετικές εθνοτικές ομάδες εντοπίζεται στο μακρινό, ακόμη, παρελθόν, με πολλούς επιστήμονες να διατείνονται πως οι απαρχές του φαινομένου εντοπίζονται στην αρχαία Ελλάδα και στο χαρακτηρισμό, από πλευράς των αρχαίων Ελλήνων, ως «βάρβαροι» για όλους τους λαούς που δεν ανήκαν στο ελληνικό έθνος (Ramet, 1999).

Απαρχές ακροδεξιάς στην Σερβία

Η Σερβία, όπως προαναφέρθηκε, «φλέρταρε» ανέκαθεν με τον εθνικισμό και την ακροδεξιά, αν και ο λαός δεν ασπάστηκε την ιδεολογία της τελευταίας εξ’αρχής. Ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα, η δυσφορία του λαού για το μεγάλο αριθμό των Σέρβων που κατοικούσαν έξω από τα σύνορα του κράτους ήταν πασιφανής. Ωστόσο, κανένας ακροδεξιός κομματικός σχηματισμός δεν κατάφερε να συγκεντρώσει υψηλά ποσοστά στις βουλευτικές εκλογές που διεξάγονταν μέχρι τις αρχές της δεκαετίας 1990 (Ramet, 1999). Για την πλειοψηφία των Σέρβων, ο προσανατολισμός προς ακροδεξιές πεποιθήσεις προσομοίαζε αρκετά στην περίπτωση της ναζιστικής Γερμανίας, και λαμβάνοντας υπόψιν το βαθμό αντιπάθειας των Σέρβων της εποχής προς τους Γερμανούς, αντιλαμβανόμαστε με πόση ευκολία απέρριπταν την ακροδεξιά ιδεολογία (Ramet, 1999).

Αξιόλογη κρίνεται, ωστόσο, η παρουσία του πολιτικού σχήματος «Convent», το οποίο ιδρύθηκε το 1934 από τον Dimitrije Ljotic, που ήταν φανερά κατά του κοινοβουλευτισμού και υπέρ του σερβικού εθνικισμού. Ωστόσο, ούτε το κόμμα του Ljotic κατάφερε να λάβει την υποστήριξη των Σέρβων, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να εξασφαλίσει εκείνον τον αριθμό ψήφων ο οποίος θα του επέτρεπε την είσοδό του στη Βουλή στις εκλογές του 1935 και 1938. (Ramet, 1999).

Εντούτοις, η πτώση του Τείχους του Βερολίνου το 1989, δηλαδή μισού αιώνα αργότερα, σηματοδότησε την έναρξη μιας «περιόδου χάριτος» για την άνοδο της ακροδεξιάς στο σερβικό έθνος (Bakic, 2013). Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, οι πόλεμοι μεταξύ των βαλκανικών λαών (The MIT Press, 1994) και η οικονομική κρίση ώθησαν στην έξαρση του ακραίου εθνικισμού, διαμορφώνοντας καταλυτικά την άκρα δεξιά της Σερβίας (Bakic, 2013). Ενδεικτική ήταν η αναβίωση του όρου «Chetnik», ο οποίος υιοθετήθηκε κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου για να περιγράψει την οργάνωση των εθνικιστών ανταρτών που τάσσονταν κατά του κομμουνισμού και αντιστέκονταν στις δυνάμεις του Άξονα (Britannica, 2009). Ο όρος συσχετίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1990 από τους Σέρβους εθνικιστές με τον αγώνα για την υπεράσπιση του έθνους, ενώ τον χρησιμοποίησαν για την περιγραφή διάφορων παραστρατιωτικών οργανώσεων που δρούσαν, υπηρετώντας τις φιλοδοξίες και τα σχέδια των εθνικιστών περί «Μεγάλης Σερβίας» (Britannica, 2009).

Η ακροδεξιά στη Σερβία κατά τη δεκαετία 1990-2000

Αποτελεί κοινή παραδοχή στη σερβική κοινότητα πως η ισχυρότερη ακροδεξιά παρουσία στη χώρα υπήρξε ανέκαθεν το πολιτικό κόμμα, «Serbian Radical Party» («Srpska Radikalna Stranka»), ευρέως γνωστό ως «SRS». Ιδρύθηκε το 1991 υπό την ηγεσία του εθνικιστή, Vojislav Seselj, ο οποίος είχε συλληφθεί στο παρελθόν αρκετές φορές, εξαιτίας των εθνικιστικών του πεποιθήσεων. Ιδεολογικός πυρήνας του κόμματος ήταν, όπως είναι αναμενόμενο, ο σερβικός εθνικισμός με τις παράλληλες βλέψεις για τη δημιουργία της Μεγάλης Σερβίας, καθώς και ο ευρωσκεπτικισμός. Το πολιτικό πρόγραμμα του SRS περιλαμβάνει, αν μη τι άλλο, την ένωση της Σερβίας, της Σερβικής Δημοκρατίας της Βοσνίας, της Δημοκρατίας της Σερβικής Κράινα, του Μαυροβουνίου και, φυσικά, του Κοσσυφοπεδίου (Mammone et al., 2012).

Σε αυτό το σημείο αξίζει να επισημανθεί πως, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η ένωση των Σέρβων υπήρξε πάγιο αίτημα όλων των κομμάτων, με αποτέλεσμα το σύνολο των τελευταίων να επιδεικνύει ισχυρά εθνικιστικά φρονήματα, χωρίς, ωστόσο, αυτό να σημαίνει ότι μπορούν να ενταχθούν στο ακροδεξιό ιδεολογικό φάσμα (Mammone et al., 2012).

Στο μικροσκόπιο των πολιτικών αναλυτών υπήρχε ανέκαθεν η σχέση του SRS με το «Socialist Party of Serbia» («Socijalistička Partija Srbije»), γνωστό και ως «SPS». Στην ιδεολογική ατζέντα των δύο κομμάτων υπήρχε πλήθος κοινών σημείων, όπως η επιθυμία να βιώσουν την επιστροφή μιας πολιτικής βασισμένης στο εθνικό-πατριωτικό ιδεώδες, καθως και η εξάπλωση της αναρχίας. Οι υποστηρικτές των δύο κομματικών σχηματισμών που μοιράζονταν μία αμοιβαία αντι-δυτική ιδεολογία έτειναν προς τον απολυταρχισμό, ενώ στρέφονταν κατά της εκχώρησης δικαιωμάτων στις μειονότητες (Mammone et al., 2012).

Απότοκο των, κατά γενική παραδοχή, κοινών προγραμμάτων ήταν η υποστήριξη που εξασφάλιζε το SRS, μέσω επίσημων κυβερνητικών συνασπισμών, στο καθεστώς του Slobodan Milosevic – ηγέτη του SPS και Προέδρου της Σερβίας επί σειρά ετών κατά την εν προκειμένω εξεταζόμενη δεκαετία (Mammone et al., 2012). Κρίνεται σημαντικό να σημειωθεί πως έχει υποστηριχθεί ότι ο ίδιος ο Milosevic υποκίνησε τη δημιουργία του SRS, καθώς χρειαζόταν μία οργάνωση που θα λειτουργούσε ως αντίβαρο στην αυξανόμενη υποστήριξη της οποίας τύχαινε η δημοκρατία, ενώ, παράλληλα, είχε την ανάγκη μίας οργάνωσης που θα αναλάμβανε όλα όσα δεν μπορούσε να αφήσει να «χρεωθούν» στο δικό του κόμμα, όπως τη δημιουργία και οργάνωση παραστρατιωτικών υπηρεσιών. Μάλιστα, ο ίδιος ο ηγέτης του SRS, Vojislav Seselj, επιβεβαίωσε αργότερα πως ο Milosevic, πράγματι, τον προσέγγισε και του ζήτησε να προχωρήσει στην ανάληψη αυτών των υπηρεσιών. (Ramet, 1999).

Εντούτοις, η συνεργασία μεταξύ των δύο κομμάτων έληξε πολύ σύντομα. Θρυαλλίδα των προστριβών μεταξύ των δύο ηγετών υπήρξε η απόπειρα του Seselj να ανατρέψει τη σοσιαλιστική κυβέρνηση του Milosevic. Ο τελευταίος, κατηγορώντας τον Seselj για εγκλήματα πολέμου στην Κροατία και τη Βοσνία, κατάφερε να αποσπάσει την εύνοια και την υποστήριξη του σερβικού λαού – γεγονός που καταδείχθηκε στις εκλογές του 1993, κατά τις οποίες το SRS απέσπασε το ήμισυ των ψήφων που είχε λάβει μόλις ενάμιση χρόνο πριν, στις εκλογές του 1992 (Ramet, 1999). Αξίζει, ακόμη, να επισημανθεί πως στις εκλογές του 1993 το εθνικιστικό κόμμα «Party of Serbian Unity» («Stranka Srpskog Jedinstva»), γνωστό και ως «SSJ», σημείωσε πρωτοφανή εκλογική αποτυχία (Ramet, 1999).

Μολαταύτα, το 1995 το SRS απέκτησε ένα πέπλο δικαίου, καθώς προέβη σε μία μορφή συνεργασίας με το «Democratic Party» και το «Democratic Party of Serbia». Ο Seselj συνέχισε να ασκεί κριτική στον Milosevic, τονίζοντας χαρακτηριστικά: «Εμείς, οι ριζοσπαστικοί, έχουμε υποφέρει από την καταπίεση του καθεστώτος, αλλά σύντομα θα είμαστε εμείς που θα συλλάβουμε τους προδότες, τους κλέφτες, του εγκληματίες και, κυρίως, τους διεφθαρμένους υπουργούς.» (Ramet, 1999). Η ως άνω συνεργασία αποτελούσε, λοιπόν, κίνηση «ματ» από τον Seselj, ο οποίος προσέδωσε στο κόμμα του την απαιτούμενη νομιμότητα, η οποία εξέλειπε από το SRS τα προηγούμενα χρόνια, για να ελπίζει σε επικείμενη πτώση της κυβέρνησης του Milosevic (Ramet, 1999). Εντούτοις, η συνεργασία αυτή δεν πρόλαβε να καρποφορήσει καθώς, τον Ιούνιο του 1995, ο Seselj συνελήφθη για μία ακόμη φορά, οδηγώντας τα κόμματα που συνεργάζονταν μαζί του στο συμπέρασμα πως οι προοπτικές τους στενεύουν σε μεγάλο βαθμό εάν διατηρήσουν κοινή γραμμή πλεύσης με τον Seselj. Κατά συνέπεια, διέλυσαν τη συνεργασία τους με το SRS.

Ως εκ τούτου, αποτελεί παραδεδεγμένη, πλέον, αλήθεια πως πρωταγωνιστής του πολιτικού παρασκηνίου κατά τη διάρκεια της δεκαετίας 1990-2000 είναι ο Slobodan Milosevic, ο οποίος κινεί τα νήματα κατά τη βούλησή του, έχοντας τον τελικό λόγο στην εδραίωση και διαμόρφωση της ακροδεξιάς. Χαρακτηριστικός είναι ο στενός έλεγχος των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης (ΜΜΕ) υπό την προεδρία του – γεγονός που δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση από κανέναν πολιτικό αναλυτή. Το SPS χαρακτηρίζεται από όλους ως κόμμα που κυριαρχείτο από εθνικιστικές βλέψεις, παρ’όλο που η ηγεσία του αυτοαποκαλούμενου σοσιαλδημοκρατικού κόμματος δεν το παραδέχτηκε ποτέ. Καθίσταται πασιφανές, άλλωστε, από τα εγκλήματα στα οποία προέβη -είτε άμεσα, είτε έμμεσα μέσω του SRS, για παράδειγμα, το οποίο και ήλεγχε- πως οι ενέργειες του Milosevic υπέκρυπταν εξτρεμιστικές τάσεις. Τα εγκλήματά του προσιδιάζουν στα εγκλήματα των βαρβαρότερων ακροδεξιών πολιτικών σχηματισμών στην ιστορία της Ευρώπης.

Φυσικό επακόλουθο και ενδεικτικό της κατάστασης που επικρατούσε στη Σερβία, κατά την προεδρία του Milosevic, είναι πως το 1999 ο ίδιος (Μητσάκος, 2017) μαζί με τέσσερις ανώτατους αξιωματούχους της κυβέρνησής του κατηγορήθηκαν από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο των Ηνωμένων Εθνών στη Χάγη για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, εγκλήματα πολέμου κατά της Βοσνίας, της Κροατίας και του Κοσόβου, και γενοκτονία, καθότι, μεταξύ άλλων, οι σερβικές δυνάμεις διεξήγαγαν στο Κόσοβο μία μαζική εκστρατεία εθνοκάθαρσης. (Britannica, 2018). Άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα της εξτρεμιστικής συμπεριφοράς του Milosevic είναι η ομολογία του πρώην διοικητή του Οργανισμού Βορειοατλαντικού Συμφώνου (ΝΑΤΟ), Wesley Clark, το Δεκέμβρη του 2003, ότι ο ηγέτης του SPS γνώριζε πως οι Βόσνιοι Σέρβοι θα προέβαιναν στη σφαγή των μουσουλμάνων στην πόλη Srebrenica το 1995, αλλά προτίμησε να μην δράσει, και απλά να το αγνοήσει. Επιπλέον, λίγους μήνες πριν, τον Οκτώβριο του 2002, ο Πρόεδρος της Κροατίας, Stjepan Mesic, κατηγόρησε ανοιχτά την πολιτική του Milosevic, τονίζοντας ότι ο τελευταίος ενεργούσε με γνώμονα το ατέρμονο κυνήγι για την υλοποίηση του σχεδίου της Μεγάλης Σερβίας.

Η ακροδεξιά απ’ το 2000 μέχρι σήμερα

Στις αρχές του 21ου αιώνα το ενδιαφέρον των Σέρβων για την ακροδεξιά ιδεολογία κυμαινόταν -για μία ακόμη φορά- σε χαμηλά επίπεδα. Η προσοχή του σερβικού λαού είχε στραφεί στις βλέψεις ένταξης της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τη γρήγορη κοινωνικό-οικονομική ανάπτυξη, ενώ o πρωθυπουργός Zoran Djindjic δεν άφηνε περιθώρια για την περαιτέρω ανάπτυξη των ακροδεξιών πεποιθήσεων (Bakic, 2013). Αντιστοίχως, τα ποσοστά που συγκέντρωσαν τα ακροδεξιά κόμματα στις βουλευτικές εκλογές του 2000 δεν άγγιζαν διψήφιο αριθμό, με το SRS να συγκεντρώνει μονάχα το 8,5% της προτίμησης του εκλογικού σώματος (Bakic, 2013).

Το 2003 ο Seselj κρίθηκε ένοχος από το International Criminal Tribunal for the former Yogoslavia (ICTY) για παραβιάσεις των νόμων και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, καθώς θεωρείτο ότι υποκίνησε εγκλήματα πολέμου, ενώ κρίθηκε ύποπτη και η σχέση του με την παραστρατιωτική οργάνωση, «Seseljevci» (CEU Political Science Journal, 2008). Ωστόσο, η κρίση δεν ταλάνισε για πολύ το κόμμα, το οποίο ουδέποτε κατηγόρησε τον ηγέτη του για τα εγκλήματα που του καταλόγιζε η δικαιοσύνη, ενώ τον υποστήριζε θερμά, διακηρύσσοντας πως έχει πέσει θύμα μίας πολιτικής κατά της Σερβίας (CEU Political Science Journal, 2008).

Εντούτοις, και παρά τις κατηγορίες κατά του Seselj, στις βουλευτικές εκλογές του Δεκεμβρίου 2003 και σε αυτές που ακολούθησαν τον Ιανουάριο του 2007, το SRS σημείωσε αξιοσημείωτες εκλογικές νίκες, καθώς συγκέντρωσε και τις δύο φορές ποσοστά που άγγιζαν το 27% της προτίμησης του εκλογικού σώματος (Mammone et al., 2012). Η απότομη αυτή στροφή προς τον εθνικισμό και την ακροδεξιά επιδεικνύει, αν μη τι άλλο, την απογοήτευση των Σέρβων για την απομονωτική πολιτική των προηγούμενων κυβερνήσεων, οι οποίες δεν κατάφεραν να δώσουν λύση στο ζήτημα του Κοσόβου. Για τον λαό της Σερβίας, άλλωστε, το ζήτημα του Κοσσυφοπεδίου καθίσταται υψίστης σημασίας, ενώ μπορεί να γίνει πιο εύκολα αντιληπτό σε όλες τις πτυχές του, σε σύγκριση, ίσως, με ζητήματα πληθωρισμού. Εκτός των άλλων, το Κόσοβο αποτελεί ζήτημα εθνικής συνείδησης – γεγονός που εκμεταλλεύονται οι ακροδεξιοί, επιδιώκοντας να ενισχύσουν το εθνικιστικό αίσθημα του λαού με συνθήματα όπως «Η Σερβία είναι σαν ένα κινητό Νόκια, γίνεται μικρότερη και μικρότερη».(Mammone et al., 2012). Το SRS, ιδεολογικά αμετάβλητο από την ημέρα της ίδρυσής του και αδυνατώντας να αποτινάξει «τον εθνικό του εγωισμό», διατείνεται ότι η Σερβία ουδέποτε είχε σχέση με τις θηριωδίες των γιουγκοσλαβικών πολέμων, ενώ επιμένει πως το Κόσοβο αποτελούσε και αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της Σερβίας. Μάλιστα, όπως πολύ χαρακτηριστικά τονίζει η Αμερικανίδα ακαδημαϊκός, Sabrina Ramet: «Το νέο-φασιστικό SRS παραμένει το δημοφιλέστερο κόμμα στη Σερβία», γεγονός που προβληματίζει ιδιαίτερα τους πολιτικούς αναλυτές όσον αφορά το μέλλον και την πορεία της δημοκρατίας στη Σερβία (CEU Political Science Journal, 2008).

Το 2008, δυσαρεστημένα μέλη του SRS, τα οποία διαφωνούσαν με τον Seselj όσον αφορά την πορεία του κόμματος, προέβησαν υπό την ηγεσία του Tomislav Nikolic στη δημιουργία του Serbian Progressive Party («Srpska Napredna Stranka»), το οποίο είναι γνωστό και ως «SNS» (Mammone et al., 2012). Κατά συνέπεια, στη σκακιέρα της σερβικής ακροδεξιάς εισήλθε ένας νέος παίκτης, οι απόψεις του οποίου δεν διέφεραν σε μεγάλο βαθμό από εκείνες του SRS. Ο εθνικισμός του SNS κυμαίνεται σε πολύ πιο ήπια επίπεδα, καθώς το κόμμα αποκηρύσσει την ιδέα της Μεγάλης Σερβίας και την ενδεχόμενη προσάρτηση σε αυτή οποιουδήποτε κράτους, ενώ είναι ένθερμος υποστηρικτής της ένταξης της Σερβίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Μολαταύτα, οι αξιώσεις του κόμματος όσον αφορά το Κόσοβο παραμένουν ίδιες με αυτές του SRS, καθότι οι υποστηρικτές του τονίζουν πως αποτελούσε ανέκαθεν αναπόσπαστο κομμάτι της Σερβίας (Mammone et al., 2012). Χαρακτηριστικό είναι πως το ποσοστό του κόμματος στην τελευταία εκλογική αναμέτρησης της Σερβίας υπήρξε εντυπωσιακό, καθώς συγκέντρωσε σχεδόν το ήμισυ της προτίμησης του εκλογικού σώματος.

Παράλληλα, επιτακτική προβάλλει η ανάγκη να γίνει αναφορά στην ακροδεξιά πολιτική οργάνωση «Obraz», η οποία δημιουργήθηκε το 2001 από ακροδεξιούς διανοούμενους και φοιτητές του Πανεπιστημίου του Βελιγραδίου. Η πρώτη δημόσια εμφάνιση της οργάνωσης, τον Μάρτιο του 2001, κρίνεται ιδιαίτερα αποκαλυπτική των εξτρεμιστικών της τάσεων. Πιο συγκεκριμένα, δήλωσε δημόσια ότι τάσσεται κατά των «εχθρών των Σέρβων», εξαπολύοντας πυρά κατά των Εβραίων, των Τούρκων, των Αλβανών, των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων (ΜΚΟ), των ομοφυλόφιλων, των αιρέσεων και των ναρκομανών (Journal of Comparative Fascist Studies, 2013). Η «Obraz» υπογράμμισε την ανάγκη ενεργής συμμετοχής του στρατού για την εξεύρεση λύσης γύρω από το ζήτημα του Κοσόβου, ενώ, παράλληλα, συμμετείχε σε πλήθος πορειών, οι οποίες σημαδεύτηκαν από βίαια επεισόδια, όπως αυτή στην πόλη Novi Sad, το 2007. Ο βίαιος χαρακτήρας της οργάνωσης οδήγησε,στις 12 Ιουνίου 2012, το Συνταγματικό Δικαστήριο της Σερβίας στην επίσημη απαγόρευσή της (Journal of Comparative Fascist Studies, 2013).

Αναντίρρητα, η προσφυγική κρίση που μαστίζει, μεταξύ άλλων, την Ευρώπη αποτελεί έναν εκ των βασικότερων παραγόντων εξάπλωσης του αισθήματος της ξενηλασίας και των ακροδεξιών πεποιθήσεων. Τα παραδείγματα στον ευρωπαϊκό χώρο είναι πολλά και τείνουν να πληθαίνουν. Από τις βουλευτικές εκλογές της Γαλλίας και της Αυστρίας το 2017, ως και αυτές στην Ιταλία και, πιο πρόσφατα, στην Ουγγαρία το 2018, οι εκτιμήσεις των πολιτικών επιστημόνων περί εξάπλωσης του εθνικισμού τείνουν να επιβεβαιώνονται διαρκώς. Αναμφίβολα, η κρίση του εθνικισμού, που συνοδεύει την προσφυγική κρίση των τελευταίων ετών, δεν θα μπορούσε να μην επηρεάσει και την -εύθραυστη σε ζητήματα εθνικού φρονήματος- Σερβία – γεγονός που φανερώνεται από τα αποτελέσματα των βουλευτικών εκλογών του 2016. Χαρακτηριστικό είναι πως ο συνασπισμός του εθνικιστικού SNS έλαβε το ήμισυ, σχεδόν, της προτίμησης του εκλογικού σώματος, ενώ και το SRS σημείωσε σχετική εκλογική επιτυχία (Al Jazeera, 2016).

Συμπεράσματα

Γίνεται αντιληπτό πως η παρουσία του εθνικισμού και της ακροδεξιάς στη Δημοκρατία της Σερβίας δεν ήταν ποτέ συγκυριακή και εφήμερη. Αναμφίβολα, η υποστήριξη του σερβικού λαού προς αυτή δεν κυμαινόταν πάντοτε σε υψηλά επίπεδα, ωστόσο οι εθνικιστικές αντιλήψεις κείτονταν ανέκαθεν στο πεδίο του σερβικού πολιτικού γίγνεσθαι. Ωστόσο, ένα από τα μεγαλύτερα ζητήματα που απασχολούν τον σημερινό πολιτικό επιστήμονα είναι η πόλωση που επικρατεί γύρω από την κατάταξη των κομμάτων της Σερβίας στις ανάλογες ιδεολογικές κατευθύνσεις. Για το σύνολο, σχεδόν, των τελευταίων, η ιδέα της Μεγάλης Σερβίας αποτελεί τον πυρήνα της πολιτικής τους ατζέντας, οδηγώντας σε μία σειρά αναρίθμητων ομοιοτήτων μεταξύ δεξιών και αριστερών κομματικών σχηματισμών, όπως η ξενοφοβία και ο εθνικισμός (Mammone et al., 2012). Μάλιστα, όπως πολύ σωστά υπογράμμισε η ακαδημαϊκός Vera Stojarova: «Κατά μία έννοια, ετικέτες όπως αριστερός και δεξιός είναι αρκετά δύσκολες στην περίπτωση της Σερβίας» (Mammone et al., 2012).

Σε κρίσιμες εποχές όπως η σημερινή, που χαρακτηρίζεται από την προσφυγική κρίση, η στροφή του εκλογικού σώματος στην ακροδεξιά είναι πασιφανής, εδραιώνοντας ακόμη περισσότερο τον εθνικισμό στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης στρέφεται, μεταξύ άλλων, και στη Σερβία, το εθνικιστικό αίσθημα και οι βλέψεις της οποίας επηρεάζουν τα Βαλκάνια στο σύνολό τους. Αναμφίβολα, η διεθνής κοινότητα παρακολουθεί με κομμένη την ανάσα, καθώς όλο και περισσότερα ακροδεξιά κόμματα λαμβάνουν «τη μερίδα του λέοντος» στην Ευρώπη.

Πηγές:

  1. Μητσάκος, Α. (2017). Τελικά Αθωώθηκε Ο Slobodan Milošević;
     https://powerpolitics.eu/τελικά-αθωώθηκε-ο-slobodan-milosevic
  2. Al Jazeera. (2016). Serbia election:PM Aleksandar Vucic claims victory. https://www.aljazeera.com/news/2016/04/serbia-election-aleksandar-vucic-claims-victory-160425035224604.html
  3. Bakic, J. (2013). Right-Wing Extremism in Serbia. http://library.fes.de/pdf-files/id-moe/09659.pdf
  4. CEU Political Science Journal. (2008). U.S. POLICY TOWARDS ULTRANATIONALIST POLITICAL PARTIES IN SERBIA: THE POLICY OF NON-ENGAGEMENT EXAMINED. http://epa.niif.hu/02300/02341/00010/pdf/EPA02341_ceu_2008_01_025-048.pdf
  5. Encyclopaedia Britannica. (2018). Neofascism. https://www.britannica.com/topic/fascism/Neofascism#ref339301
  6. Foreign Affairs. (2018). Decades Under the Influence. https://www.foreignaffairs.com/articles/western-europe/2018-04-04/decades-under-influence
  7. Journal of Comparative Fascist Studies. (2013). On the ‘right’ side? The Radical Right in the Post-Yugoslav Area and the Serbian Case. http://dordetomic.de/wp-content/uploads/2013/04/Tomic-2013-On-the-right-side.pdf
  8. The MIT Press. (1994). Ethnic Nationalism and International Conflict: The Case of Serbia. https://www.jstor.org/stable/2539081?newaccount=true&read-now=1&seq=1#page_scan_tab_contents
  9. Art, D. (2011). Inside the radical rifght – The Decelopment of Anti- Immigrant Parties in Western Europe. Cambridge University Press
  10. Mammone, A. Godin, E., Jenkins, B. (2012). Mapping the extreme right in contemporary Europe: from local to transnational. Routledge
  11. Mudde, C. (2007). Populist Radical Right Parties in Europe. Cambridge University Press
  12. Ramet, S. (1999). THE RADICAL RIGHT IN CENTRAL AND EASTERN EUROPE SINCE 1989. The Pennsylvania State University Press
Έχει περάσει αρκετός χρόνος (5 έτη) από τη δημοσίευση αυτού του άρθρου. Παρακαλούμε συνεχίστε στην ανάγνωσή του έχοντας υπόψη την ημερομηνία δημοσίευσης.

Tagged under:

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.

Περισσότερα από την Power Politics:

Log in or Sign Up

Pin It on Pinterest