Η αποτυχία των Η.Π.Α. στο Αφγανιστάν
- Written by Ιωάννα Πανοπούλου
- Published in Αμερική, Διπλωματία & Πολιτική
- Leave a reply
- Permalink
Ο πόλεμος του Βιετνάμ αποτελεί ένα μελανό σημάδι στην ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, καθώς η χώρα αναγκάστηκε να αποχωρήσει, χωρίς να έχει καταφέρει να πάρει τη νίκη. Φαίνεται, όμως, πως η πολεμική προσπάθεια στο Αφγανιστάν, και όχι ο πόλεμος του Βιετνάμ, πρέπει να χαρακτηριστεί ως η μακροβιότερη αναποτελεσματική προσπάθεια στην αμερικανική ιστορία (Friedman & Bokhari, 2017). Οι λόγοι για τους οποίους οι Η.Π.Α. δεν κατάφεραν να πετύχουν τους στρατηγικούς τους στόχους, και συνεχίζουν να διατηρούν στρατεύματα στο Αφγανιστάν 16 χρόνια αργότερα, είναι πολλοί, και οι προβλέψεις δεν φαίνεται να ευνοούν μια γρήγορη απεμπλοκή τους από την εν λόγω χώρα της Κεντρικής Ασίας.
Πώς ξεκίνησε ο πόλεμος στο Αφγανιστάν;
Μετά τις επιθέσεις τις 11ης Σεπτεμβρίου σε Νέα Υόρκη και Washington, ο τότε Πρόεδρος των Η.Π.Α., George Bush, απευθυνόμενος στον αμερικανικό λαό, δήλωσε πως οι Η.Π.Α. θα ξεκινήσουν επίθεση κατά του Αφγανιστάν, ώστε να πατάξουν το καθεστώς των Taliban, που βοηθούσε και συγκάλυπτε τις δράσεις της οργάνωσης Al-Qaeda και του αρχηγού της, Osama bin Laden (Bandow, 2017). Ο στόχος ήταν μία γρήγορη και αποφασιστική νίκη, η οποία θα καθιστούσε σαφές στους Αμερικανούς πολίτες πως είχε υπάρξει αντίδραση στο χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου, και πως θα αποδιδόταν δικαιοσύνη για τα θύματα και τις οικογένειές τους. Η πρώτη νίκη ήρθε εύκολα και σε σύντομο χρονικό διάστημα, με την απομάκρυνση των Taliban. Ωστόσο, μετέπειτα, ο Πρόεδρος Bush μετέτρεψε τον αρχικό στόχο της επίθεσης σε αποστολή ανέγερσης κράτους και παροχή στήριξης στη νέα τοποθετημένη κυβέρνηση του Αφγανιστάν. Η έλλειψη μιας σταθερής στρατηγικής και ξεκάθαρων στόχων της Κυβέρνησης Bush είναι η κυριότερη αιτία για τη συνεχιζόμενη έως τώρα κατάσταση στο Αφγανιστάν (Bandow, 2017). Η απομάκρυνση ενός φονταμενταλιστικού καθεστώτος από την εξουσία, και η διαδικασία αποκατάστασης υποδομών, ταυτόχρονα με την πάταξη τρομοκρατικών πηγών, δεν αποτελούν βιώσιμους στόχους, ακόμη και για μία μεγάλη δύναμη, όπως οι Η.Π.Α (Jones, 2017). Έτσι, σχεδόν 15 χρόνια αργότερα, οι Η.Π.Α. παραμένουν ακόμη στη χώρα, χωρίς να έχουν επιτύχει κανέναν από τους στόχους που έθεσαν στο ξεκίνημα αυτής της επιχείρησης.
Ποιοι οι κίνδυνοι στο Αφγανιστάν;
Τα προβλήματα που έχουν να αντιμετωπίσουν οι Η.Π.Α. στο Αφγανιστάν είναι πολλά, και συχνά διαπλέκονται. Ο προφανής κίνδυνος είναι οι Αφγανοί Taliban, με μεγάλο μέρος της ηγεσίας τους να έχει βρει καταφύγιο στο γειτονικό Πακιστάν. Μάλιστα, κατά το τελευταίο χρονικό διάστημα, οι Taliban έχουν επιτύχει αποφασιστικές νίκες σε διάφορες επαρχίες του Αφγανιστάν, με αποτέλεσμα να έχουν αποκτήσει τον έλεγχο μέρους του βορείου τμήματος της χώρας, το οποίο παλαιότερα δεν είχαν καταφέρει να καταλάβουν. Από την άλλη πλευρά, περίπου το 64% του πληθυσμού της χώρας θεωρείται πως βρίσκεται υπό τον έλεγχο της αφγανικής κυβέρνησης, με το ποσοστό αυτό να είναι, ωστόσο, μειωμένο συγκριτικά με το παρελθόν (Bandow, 2017).
Οι νέες νίκες και ο έλεγχος ολοένα και περισσότερων εδαφών δίνουν σημαντικό πλεονέκτημα στους Taliban, γεγονός που τους καθιστά απρόθυμους να προβούν σε διαδικασίες διαπραγμάτευσης με την αφγανική κυβέρνηση και τις Η.Π.Α. Επιπλέον, η προστασία που παρέχει το Πακιστάν στους ηγέτες των Αφγανών Taliban σημαίνει πως οι τελευταίοι δύσκολα θα βρεθούν σε μειονεκτική θέση. Τυχόν αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων θα σηματοδοτούσε μια νέα ευκαιρία για τους Taliban να αποκτήσουν μεγαλύτερο ή και πλήρη έλεγχο της χώρας (Jones, 2017).
Σύμφωνα με τον Ειδικό Επιθεωρητή Διοικητή για την Ανοικοδόμηση του Αφγανιστάν (S.I.G.A.R.), John Sopko, σε αναφορά του προς το Κογκρέσο, πέρα από την ανικανότητα των Αφγανικών Εθνικών Δυνάμεων Ασφαλείας (A.N.S.F.) να περιορίσουν τους Taliban, εξίσου μεγάλους κίνδυνους στη χώρα αποτελούν η διαφθορά σε επίπεδο διακυβέρνησης, η έλλειψη κεφαλαίων, η έλλειψη σχεδιασμού και η πάταξη του εμπορίου ναρκωτικών (Bandow, 2017).
Η διαφθορά σε κυβερνητικό επίπεδο ξεκινά από την πρώτη κυβέρνηση στη χώρα, που τοποθετήθηκε το 2001, και εκτείνεται έως και την παρούσα, του Προέδρου Ghani. Ωστόσο, μια διεφθαρμένη κυβέρνηση δεν μπορεί να απολαμβάνει τη λαϊκή αποδοχή, ειδικά σε μία χώρα όπως το Αφγανιστάν, του οποίου ο πληθυσμός έχει πληγεί -επί πολλές δεκαετίες- από τους κυβερνώντες. Από την άλλη πλευρά, η παντελής έλλειψη εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση αποτελεί πρόσφορο έδαφος για να αποκτήσουν οι Taliban και άλλες οργανώσεις τη λαϊκή αποδοχή. Είναι, λοιπόν, πιθανό, σε περίπτωση αποχώρησης των αμερικανικών στρατευμάτων, να υπάρξει ανοχή στην ανάκτηση της κεντρικής εξουσίας από μία οργάνωση σαν τις προαναφερθείσες. Επιπρόσθετα, τα σκάνδαλα διαφθοράς -στα οποία φαίνεται να εμπλέκεται επανειλημμένα η αφγανική κυβέρνηση- δυσκολεύουν την ψήφιση προσφοράς οικονομικής βοήθειας από το Κογκρέσο, δεδομένου ότι καθίσταται ολοένα δυσκολότερο να δικαιολογηθούν τα τεράστια ποσά που διατίθενται προς το Αφγανιστάν, ως βοήθεια στήριξης. Η απειλή αντιμέτρων σε περίπτωση μη εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων από την αφγανική κυβέρνηση θα μπορούσε να αποτελέσει μια λύση, εάν δεν είχε ήδη μειωθεί προηγουμένως το ποσό της οικονομικής βοήθειας (Biddle, 2013).
Η έλλειψη σχεδιασμού εκτείνεται σε όλους τους τομείς που σχετίζονται με την επιχείρηση στο Αφγανιστάν, οπότε η αντιμετώπιση του ζητήματος είναι πολυεπίπεδη και, ως εκ τούτου, δύσκολο να επιτευχθεί. Ακόμη, η πάταξη του εμπορίου ναρκωτικών αποτελεί ζήτημα το οποίο δεν φαίνεται να έχει απασχολήσει ιδιαίτερα όσους συμμετέχουν στη λήψη των αποφάσεων (Bandow, 2017).
Ένας σημαντικός παράγοντας κινδύνου που φαίνεται να λείπει από την έκθεση προς το Κογκρέσο, αλλά και από τα πλάνα των σχεδιαστών στρατηγικής, είναι ο πυρήνας του Ισλαμικού Κράτους στο Αφγανιστάν και στο Πακιστάν. Πλησιάζοντας το βαθμό επικινδυνότητας του Ι.Κ. στη Συρία και το Ιράκ, το Αφγανιστάν κατέχει όλα τα χαρακτηριστικά ενός κράτους μέσα στο οποίο μπορεί να αναπτυχθεί πυρήνας τζιχαντιστικής ομάδας, για παράδειγμα την έλλειψη ισχυρής κυβέρνησης. Μέχρι τώρα, οι προσπάθειες δημιουργίας του πυρήνα του Ισλαμικού Κράτους “Wilayat Khorasan” στο Αφγανιστάν είχαν μικρή επιτυχία. Προς το παρόν, έχουν καταφέρει να αποσπάσουν και να θέσουν υπό τον έλεγχό τους ένα μικρό μόνο μέρος του κράτους, ενώ σημαντικό παράγοντα αντιμετώπισής τους έχουν αποτελέσει οι Taliban, διεξάγοντας εκτεταμένες επιθέσεις εναντίον τους. Η τελευταία αυτή εξέλιξη περιπλέκει περισσότερο τις σχέσεις μεταξύ Η.Π.Α. και Taliban, δεδομένου ότι η εν λόγω οργάνωση βοηθά -εν μέρει- στον περιορισμό εξάπλωσης του Ι.Κ (Jones, 2016).
Τι επιδράσεις έχει ο πόλεμος για τις Η.Π.Α. και ποιες οι επιλογές τους;
Ο πόλεμος στο Αφγανιστάν αποτελεί την πρώτη πολεμική επιχείρηση που ξεκίνησαν οι Η.Π.Α., ως αντίδραση στις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, και στα πλαίσια του “πολέμου ενάντια στην τρομοκρατία”. Συνεχίζεται έως σήμερα χωρίς, ωστόσο, να έχει υπάρξει επίτευξη των στόχων που έθεσε ο τότε Πρόεδρος Bush, και χωρίς να φαίνεται πως αυτοί πρόκειται να επιτευχθούν στο μέλλον. Έχει, άλλωστε, χαρακτηριστεί από πολλούς ως ένας πόλεμος στον οποίο οι Η.Π.Α. δεν μπορούν να νικήσουν, και το ερώτημα είναι: “πώς μπορούν να απεμπλακούν με τα λιγότερα δυνατά πλήγματα” (Friedman & Bokhari, 2017);
Όσον αφορά στο κόστος σε ανθρώπινες ζωές, οι νεκροί των αμερικανικών και συμμαχικών στρατευμάτων υπολογίζονται στους 2.400, ενώ οι τραυματίες στους 20.000. Σήμερα, οι απεσταλμένοι στο Αφγανιστάν υπολογίζονται σε 8.400 μέλη στρατιωτικού προσωπικού, συνυπολογίζοντας και μερικές χιλιάδες μέλη του προσωπικού των συμμαχικών δυνάμεων. Στον οικονομικό τομέα, υπολογίζεται πως το κόστος της επιχείρησης έχει ανέλθει περίπου στα 800 δισεκατομμύρια δολάρια συνολικά, ποσό που ξεπερνά εκείνο που διέθεσαν οι Η.Π.Α. για το Σχέδιο Marshall. Πιο συγκεκριμένα, κατά τα τελευταία χρόνια, υπολογίζεται πως η παροχή οικονομικής βοήθειας προς την επιχείρηση στο Αφγανιστάν ανέρχεται στα 6 δισεκατομμύρια δολάρια το χρόνο, αν και το 2017 υπολογίζεται πως θα μειωθεί περίπου κατά 2 δισεκατομμύρια (Bandow, 2017). Τα χρήματα που έχει προσφέρει η κυβέρνηση των Η.Π.Α. είναι πολλά και, σε συνδυασμό με την έλλειψη αποτελεσμάτων, δημιουργούν ένα κλίμα δυσανασχέτησης στο Κογκρέσο, όταν καλείται να ψηφίσει για νέα οικονομική αρωγή. Παρ’ όλα αυτά, τα μέλη της Κυβέρνησης που ασχολούνται με το Αφγανιστάν εκτιμούν πως δεν υπάρχουν βιώσιμες εναλλακτικές καθώς, όσο μειώνεται η οικονομική βοήθεια, τόσο μειώνεται και η δυνατότητα των Αφγανικών Εθνικών Ενόπλων Δυνάμεων να αντιμετωπίσουν τους Taliban. Φαίνεται, δηλαδή, πως οι Η.Π.Α. είναι αναγκασμένες να συνεχίσουν να παρέχουν οικονομική ενίσχυση στο Αφγανιστάν, ακόμη και στο ενδεχόμενο αποχώρησής τους.
Στο θέμα της αποχώρησης των στρατευμάτων, ο πρώην Πρόεδρος Obama, αν και είχε προαναγγείλει πως θα αποχωρούσαν μέχρι το 2014, δεν κατάφερε να πραγματοποιήσει αυτή του την υπόσχεση. Τουναντίον, αύξησε τον αριθμό των στρατευμάτων. Για μία ακόμη φόρα, η αναποτελεσματικότητα των Αφγανικών ενόπλων δυνάμεων να διαχειριστούν την ασφάλεια του κράτους τους δεν αφήνει πολλά περιθώρια στην αμερικανική κυβέρνηση. Είναι, μάλιστα, πολύ πιθανό ο Πρόεδρος Trump να προχωρήσει επίσης σε αύξηση του αριθμού των στρατευμάτων, όπως έχει ήδη αιτηθεί ο Αμερικανός διοικητής στο Αφγανιστάν, John Nicholson, ο οποίος υποστήριξε πως η απεμπλοκή των Η.Π.Α. θα έθετε σε κίνδυνο την ασφάλεια της εν λόγω ασιατικής χώρας (Bandow, 2017).
Υπό τις δεδομένες συνθήκες, η αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων θα σήμαινε παραδοχή ήττας από μέρους των Η.Π.Α., κάτι που, όπως φάνηκε και στον πόλεμο του Βιετνάμ, είναι δύσκολο για τη χώρα να αποδεχτεί. Η εν λόγω παραδοχή ήττας θα έχει σίγουρα επιπτώσεις στο γόητρο των Η.Π.Α., όντας μεγάλη δύναμη, αλλά θα ήταν συνετό να αναλογιστούν και το κόστος παραμονής τους στο Αφγανιστάν. Όπως έχει φανεί και από το παράδειγμα της Συρίας, σε όποια σημεία οι Η.Π.Α. έχουν “αφήσει χώρο”, άλλα κράτη έχουν σπεύσει να καλύψουν αυτό το κενό ισχύος. Στην περίπτωση του Αφγανιστάν, η Ρωσία και η Κίνα δείχνουν μεγάλο ενδιαφέρον λόγω εγγύτητας και ανησυχίας για πιθανή επέκταση του ισλαμικού εξτρεμισμού (Sheikh, 2017). Ακόμη, πυρηνικές δυνάμεις της Ασίας, όπως το Πακιστάν και η Ινδία, έχουν ζωτικά συμφέροντα στην περιοχή, οπότε σίγουρα θα επιθυμούσαν να έχουν λόγο σε ό,τι αφορά τον “ασθενή” της περιφέρειάς τους (Jones, 2017).
Ένα ευνοϊκό σενάριο για τις Η.Π.Α. θα ήταν το ενδεχόμενο μιας συμφωνίας μεταξύ των ίδιων, της αφγανικής κυβέρνησης και των Taliban, ώστε να αποφευχθεί κάποιο πιθανό αδιέξοδο. Πριν μερικά χρόνια, αυτό το σενάριο θα ήταν πιο εύκολο να πραγματοποιηθεί. Τώρα, οι επιτυχίες των Taliban καθιστούν μια τέτοια επιτυχία δυσκολότερη. Σίγουρα, μια πιθανή συμφωνία δεν θα παρείχε ικανοποίηση των πρωτευόντων στόχων κανενός εκ των τριών μερών, αλλά θα μπορούσε να θέσει τις βάσεις για την απεμπλοκή των στρατιωτικών δυνάμεων από την περιοχή. Αυτό που θα μπορούσαν να προσφέρουν οι Η.Π.Α. στους Taliban θα ήταν η αναγνώρισή τους ως πολιτική δύναμη, και η δυνατότητά τους να συμμετέχουν -έως έναν βαθμό- στη διακυβέρνηση του Αφγανιστάν, με αντάλλαγμα την παύση χρήσης βίας. Αυτό το σενάριο θα επέτρεπε στην ηγεσία των Taliban να επιστρέψει από την εξορία, και να έχει ενεργό ρόλο στη διακυβέρνηση της χώρας. Για τις Η.Π.Α., από την άλλη, θα σήμαινε πως διαπραγματεύτηκαν με μια ομάδα την οποία τόσο καιρό πολεμούσαν να πατάξουν. Για το λαό, τέλος, θα σήμαινε πως θα ετίθεντο σε κίνδυνο κάποιες θετικές μεταρρυθμίσεις που είχαν πραγματοποιηθεί σε κοινωνικά ζητήματα (Biddle, 2013).
Ο Trump, προτού αναλάβει καθήκοντα Προέδρου, είχε δηλώσει για το Αφγανιστάν ότι ήταν μια τραγωδία, και πως τα αμερικανικά στρατεύματα θα έπρεπε να αποχωρήσουν. Στη συνέχεια, όμως, άλλαξε ρητορική, εστιάζοντας στο γειτονικό Πακιστάν, που είναι μια πυρηνική δύναμη (Bandow, 2017). Ουσιαστικά, ανέφερε πως μια αποχώρηση από την περιοχή θα ήταν ζημιογόνα για το κύρος των Η.Π.Α. καθώς, με αυτό τον τρόπο, η χώρα θα φανεί αδύναμη απέναντι στις αναδυόμενες δυνάμεις της περιοχής. Οπότε, φαίνεται πως δεν θα υπάρξει ακόμη απεμπλοκή των Η.Π.Α. από το Αφγανιστάν, αλλά αύξηση των δυνάμεών τους και συνέχιση μιας άκαρπης εκστρατείας.
Πηγές:
- Bandow, D. ( 2017). The Nation-Building Experiment That Failed: Time For The U.S. To Leave Afghanistan, Forbes [online] Available at: https://www.forbes.com/sites/dougbandow/2017/03/01/the-nation-building-experiment-that-failed-time-for-u-s-to-leave-afghanistan/#7cc5313165b2 [Accessed 16 May 2017].
- Biddle, S. (2013). Ending the War in Afghanistan. [online] Foreign Affairs. Available at: https://www.foreignaffairs.com/articles/afghanistan/2013-08-12/ending-war-afghanistan [Accessed 16 May 2017].
- Friedman, G. and Bokhari, K. (2017). Afghanistan is the new Vietnam. [online] Business Insider. Available at: http://www.businessinsider.com/afghanistan-is-the-new-vietnam-2017-5?amp [Accessed 16 May 2017].
- Jones S. (2017). How Trump Should Manage Afghanistan | RAND. [online] Available at: https://www.rand.org/blog/2017/03/how-trump-should-manage-afghanistan.html [Accessed 16 May 2017].
- Jones S. (2016). The Islamic State-Taliban Rivalry in Afghanistan. [online] Available at: https://www.lawfareblog.com/islamic-state-taliban-rivalry-afghanistan [Accessed 16 May 2017].
- Sheikh, S.R. (2017). US “Failures” in Afghanistan. US Military Still There | Global Research – Centre for Research on Globalization. [online] Available at: http://www.globalresearch.ca/us-failures-in-afghanistan-us-military-still-there/5581383 [Accessed 16 May 2017].