Ιστορική Ανάλυση Σχεδίου Ανάν και Στρατηγικά Συμφέροντα ΗΠΑ, Μ. Βρετανίας και Τουρκίας
- Written by Δημήτρης Ζαχαρόπουλος
- Published in Διπλωματία & Πολιτική, Ιστορία & Στρατηγική
- Leave a reply
- Permalink
Ιστορική Ανάλυση Σχεδίου Ανάν
Το Κυπριακό πρόβλημα κορυφώθηκε το 1974, με τη στρατιωτική εισβολή των Τούρκων στη Μεγαλόνησο και, μετέπειτα, με τη συνεχιζόμενη κατοχή των Κυπριακών εδαφών -κατά παράβαση των ομόφωνων ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών. Οι διαπραγματεύσεις -ιδιαίτερα μετά το 2002- αποσκοπούσαν σε μια συνολική λύση, η οποία θα ευνοούσε την επανένωση της Κύπρου. Καθ ‘όλη αυτή τη διαδικασία, η κυβέρνηση της Κύπρου αναζητούσε μια λύση που θα αντανακλούσε τα δημοκρατικά πρότυπα, τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, το διεθνές δίκαιο, το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και τις σχετικές δικαστικές αποφάσεις. Η τουρκική πλευρά, από την άλλη, απαίτησε μια λύση που θα κρατούσε τις δύο κοινότητες μεταξύ τους σε απόσταση, είτε ως δύο αυτόνομες κρατικές οντότητες, είτε ως δύο χωριστά κράτη, στο πλαίσιο μιας πιο χαλαρής συνομοσπονδίας.
Οι θεσμοί του ΟΗΕ, όμως, αφού πέρασαν από διάφορα στάδια επεξεργασίας του προβλήματος, κατέληξαν στο σχέδιο των Ηνωμένων Εθνών – γνωστό ως “Σχέδιο Ανάν”, το οποίο υποβλήθηκε στα μέρη του Κυπριακού ζητήματος στις αρχές Νοεμβρίου του 2002 και, στη συνέχεια, στην τελική του μορφή (“Ανάν 5”), τον Μάρτιο του 2004 .
Η περίοδος των διαπραγματεύσεων του ΟΗΕ (2002-2004) σηματοδοτεί την πιο ουσιαστική προσπάθεια του ΟΗΕ για μια συνολική διευθέτηση του Κυπριακού προβλήματος, σύμφωνα με αρκετούς μελετητές. Νωρίτερα, οι όποιες ειρηνευτικές προσπάθειες είχαν ναυαγήσει, λόγω του τουρκικού αιτήματος για αναγνώριση του παράνομου “κράτους” (ψευδοκράτους) στις περιοχές της Κυπριακής Δημοκρατίας που καταλαμβάνεται από την Τουρκία.
Σε μια προσπάθεια να εξασφαλίσει μια συμφωνία μέχρι τη Σύνοδο Κορυφής της Ε.Ε. στην Κοπεγχάγη τον Δεκέμβριο του 2002 -η οποία θα αποφάσιζε την ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. το 2004-, ο Γενικός Γραμματέας, Kofi Annan, παρουσίασε, στις 11 Νοεμβρίου 2002, ένα λεπτομερές σχέδιο για τη συνολική διευθέτηση του Κυπριακού προβλήματος (Σχέδιο Ανάν 1). Το σχέδιο αναθεωρήθηκε στις 10 Δεκεμβρίου 2002 (Ανάν 2) και, ξανά, στις 26 Φεβρουαρίου 2003 (Ανάν 3).
Ο Γενικός Γραμματέας συναντήθηκε με τους ηγέτες των δύο κοινοτήτων στη Χάγη, τον Μάρτιο του 2003, ώστε να εξακριβωθεί εάν θα ήταν διατεθειμένοι να υποβάλουν το Σχέδιο Ανάν 3 σε δημοψηφίσματα. Η τουρκική πλευρά απέρριψε την πρόταση των Ηνωμένων Εθνών, αποφεύγοντας να βρει μια συμβιβαστική λύση, ή να θέσει τις βάσεις για μια πιο ουσιαστική διαπραγμάτευση επί του Σχεδίου Ανάν.
Στις αρχές του 2003, μαζικές Τουρκοκυπριακές διαδηλώσεις πραγματοποιήθηκαν στα κατεχόμενα εναντίον του Τουρκοκύπριου ηγέτη και τις -υποκινούμενες από την Άγκυρα- πολιτικές που ακολουθούσε – οι οποίες αποσκοπούσαν στην αδιαλλαξία και απροθυμία εύρεσης κοινού εδάφους για διαπραγματεύσεις με προοπτική επίλυσης. Η Κύπρος, όπως αναμενόταν, υπέγραψε τη συνθήκη προσχώρησης στην Ε.Ε. στις 16 Απριλίου 2003.
Τον Απρίλιο του 2003, κάτω από την αυξανόμενη δημόσια τουρκοκυπριακή δυσαρέσκεια για την κατάσταση στην κατεχόμενη Κύπρο, η Τουρκία και η τουρκοκυπριακή ηγεσία υποχρεώθηκαν να άρουν μερικώς τους περιορισμούς που είχαν επιβάλλει από το 1974, κατά μήκος της γραμμής κατάπαυσης του πυρός του ΟΗΕ, σχετικά με την κυκλοφορία Ελλήνων και Τουρκοκυπρίων. Από τότε, αρκετοί Κύπριοι πολίτες έχουν διασχίσει τουλάχιστον μια φορά τη γραμμή κατάπαυσης του πυρός. Αυτές οι ειρηνικές διαβάσεις -αν και με αρκετούς περιορισμούς ανάμεσα στα δύο τμήματα της Κύπρου- έχουν καταφέρει να αμβλύνουν τον μύθο που καλλιεργείται εδώ και χρόνια από την τουρκική προπαγάνδα: ότι οι δύο κοινότητες δεν μπορούν να συμβιώσουν μαζί.
Από τη συναίνεση που προέκυψε κατά τις συναντήσεις με τον πρωθυπουργό της Τουρκίας στην Ουάσιγκτον, τον Ιανουάριο του 2004, η διοίκηση των ΗΠΑ έπεισε τον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών να ζητήσει την επανέναρξη των διαπραγματεύσεων στη Νέα Υόρκη. Στις 13 Φεβρουαρίου 2004 συμφωνήθηκε από τα μέρη ότι θα ξεκινούσαν οι διαπραγματεύσεις για τις αλλαγές που ενέπιπταν εντός των παραμέτρων του Σχεδίου Ανάν 3. Σε περίπτωση συνεχιζόμενου αδιεξόδου, ο Γενικός Γραμματέας θα οριστικοποιούσε ένα κείμενο, το οποίο, στη συνέχεια, θα υποβαλλόταν στις δύο κοινότητες της Κύπρου για δημοψήφισμα.
Αυτή ήταν μια σημαντική αλλαγή στην αποστολή του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ για τις καλές του υπηρεσίες, όπως είχε σχεδιαστεί από το 1964. Χωρίς την έγκριση του Συμβουλίου Ασφαλείας, ο Γενικός Γραμματέας ανέλαβε την εξουσία του διαιτητή, ως προϋπόθεση για το νέο γύρο συνομιλιών. Μέχρι τη στιγμή των συνομιλιών στην Ελβετία (τέλη Μαρτίου 2004), η Γραμματεία πήρε –κατά ένα μεγάλο ποσοστό- μέρος στη διένεξη, προωθώντας και ενισχύοντας τις περισσότερες θέσεις της Τουρκίας επί του Κυπριακού προβλήματος.
Η αλλαγή στο ρόλο του Γενικού Γραμματέα -σε συνδυασμό με τα εξαιρετικά στενά διαπραγματευτικά χρονοδιαγράμματα και την αδιαλλαξία της Τουρκίας- συνέβαλε στην απουσία ουσιαστικών διαπραγματεύσεων. Για να κερδίσει τη συναίνεση της Τουρκίας, σχεδόν όλες οι απαιτήσεις της ενσωματώθηκαν αυθαίρετα στα δύο σχέδια (Ανάν 4 και 5) που παρουσιάστηκαν από τον Γενικό Γραμματέα. Το Σχέδιο Ανάν 5 παρουσιάστηκε στις δύο πλευρές, στις 31 Μαρτίου 2004. Η Τουρκία, οι Ηνωμένες Πολιτείες και τα Ηνωμένα Έθνη συμφώνησαν να αποδεχθούν την παρουσία της Ε.Ε. μόνο σε ένα καθεστώς παρατηρητή στις συνομιλίες, ενώ η Ε.Ε. ανέλαβε τη δέσμευση να “φιλοξενήσει” τις παρεκκλίσεις από το ευρωπαϊκό δίκαιο, που είχαν συμπεριληφθεί στο σχέδιο Ανάν 5.
Το σχέδιο Ανάν 5 προέβλεπε κυρίως μεταβολές: α) στη συνταγματική δομή της Κύπρου, με έναν ισχυρότατα διζωνικό χαρακτήρα της νέας, ομόσπονδης “Ενωμένης Κυπριακής Δημοκρατίας”, β) στη διεθνή υπόσταση της Κύπρου, αφού θα είχε μία ενιαία διεθνή υπόσταση και φωνή στα διεθνή forum, και γ) στην Ε.Ε., στην οποία θα εντασσόταν, εφόσον εγκρινόταν από τα δημοψηφίσματα το Σχέδιο Ανάν. Ακόμη, προέβλεπε μεταβολές στα ξένα στρατεύματα, στοχεύοντας στην πλήρη αποστρατιωτικοποίηση της νήσου. Ωστόσο, κατά τη μεταβατική αυτή περίοδο, τα ξένα στρατεύματα θα αυξάνονταν κατά πολύ στο νησί -στο εδαφικό, δηλαδή- και, όπως προκύπτει απ’ τους αναλυτικούς χάρτες, ο τουρκοκυπριακός τομέας θα περιοριζόταν στο 28,5% της συνολικής έκτασης της νήσου, στην ελευθερία εγκατάστασης, στην ελευθερία απόκτησης περιουσίας, στη νομοθετική εξουσία, όπου θα συγκροτούνταν Ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο της Κύπρου με δύο σώματα (τη Γερουσία και τη Βουλή των Αντιπροσώπων), στην εκτελεστική εξουσία, όπου θα δημιουργούταν Προεδρικό Συμβούλιο (από 6 μέλη με δικαίωμα ψήφου και άλλα μέλη χωρίς δικαίωμα ψήφου), και στο Ανώτατο Δικαστήριο, καθώς θα είχε αρμοδιότητες ταυτόχρονα συνταγματικού και διαιτητικού δικαστηρίου, και θα αποτελούσε θεσμό βαρύνουσας σημασίας – εφόσον θα καλούνταν να λάβει αποφάσεις κάθε φορά που θα μπλόκαρε το Προεδρικό Συμβούλιο. Το Σχέδιο του Γενικού Γραμματέα -ένα σύνθετο νομικό έγγραφο σχεδόν 10.000 σελίδων- δεν ήταν διαθέσιμο στο σύνολό του στην ιστοσελίδα του ΟΗΕ, μέχρι λίγες ώρες πριν από το δημοψήφισμα. Οι Κύπριοι κλήθηκαν να ψηφίσουν για το έγγραφο στις 24 Απριλίου 2004 – λίγες μόνο ημέρες πριν από την προσχώρηση της Δημοκρατίας της Κύπρου στην Ε.Ε., την 1η Μαΐου 2004.
Μετά από έντονη δημόσια συζήτηση, οι Ελληνοκύπριοι ψηφοφόροι απέρριψαν συντριπτικά το Σχέδιο Ανάν 5, με ποσοστό 75,8% έναντι 24,2%, σε αντίθεση με το 64,9% των Τουρκοκυπρίων ψηφοφόρων που ενέκριναν το σχέδιο. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι σε μεγάλο μέρος των εποίκων από την Τουρκία, οι οποίοι δεν είχαν κανένα νομικό δικαίωμα ψήφου, δόθηκε η δυνατότητα να το ασκήσουν.
Το Ελληνοκυπριακό “Όχι” δεν ήταν μια ψήφος εναντίον της επανένωσης ή της συμφιλίωσης. Ήταν η απόρριψη μιας διαδικασίας που οδήγησε σε ένα μονόπλευρο σχέδιο, το οποίο ήταν επιβλαβές για τα νόμιμα δικαιώματα της ελληνικής κυπριακής κοινότητας, και για την επιβίωση του κράτους της ίδιας της Κύπρου. Ήταν η απόρριψη ενός ατελούς σχεδίου, που δεν προνοούσε για την πραγματική επανένωση της Κύπρου, τα θεσμικά της όργανα, τους ανθρώπους και την οικονομία της.
Τελικά το σχέδιο απορρίφθηκε, διότι κρίθηκε -από μεγάλη πλειοψηφία των Κυπρίων- ότι δεν αποτελούσε το καλύτερο κοινό συμφέρον μεταξύ Ελλήνων και Τουρκοκυπρίων. Η αρνητική έκβαση του δημοψηφίσματος κατέστησε το Σχέδιο Ανάν άκυρο και ακατάλληλο προς υιοθέτηση.
Στρατηγικά ενδιαφέροντα: Μ. Βρετανίας, ΗΠΑ, Τουρκίας
Είναι αξιομνημόνευτο το γεγονός ότι, κατά τη δεκαετία του ‘60, η Κύπρος είχε χαρακτηρισθεί ως “Ελβετία της Μεσογείου”, ενώ όταν μεταβλήθηκαν τα γεωστρατηγικά της συμφέροντα, κι όταν ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος προέβαλε αντίσταση σε κάποιους αμερικανικούς σχεδιασμούς, η Κύπρος χαρακτηριζόταν πλέον ως “Κούβα της Μεσογείου”. Συνεπώς, είναι ευρέως αντιληπτό πως ο Τύπος, καθοδηγούμενος και επηρεαζόμενος από τα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων, εξαπέλυσε προπαγανδιστικά πυρά κατά της Μεγαλονήσου, κατευθύνοντας τοιουτοτρόπως την κοινή γνώμη, και βλάπτοντας τη διεθνή εικόνα της Κύπρου.
Όταν, στη συνέχεια, το δημοψήφισμα των Ελληνοκυπρίων ανέτρεψε τους σχεδιασμούς των Μεγάλων Δυνάμεων, οι τελευταίες αντέδρασαν μέσω επιβράβευσης των Τουρκοκυπρίων. Αναβάθμισαν, δηλαδή, πολιτικά το ψευδοκράτος, αφού με το Ζυριχικό Σύνταγμα του 1960 -που δυστυχώς δέχθηκε ο Ελληνισμός- αναβαθμίστηκε η μειονότητα των Τουρκοκυπρίων σε Κοινότητα (περίπου 18% αύξηση του πληθυσμού), και αργότερα σε Ισότιμη Συνιστώσα Πολιτεία, ενώ η Ελληνοκυπριακή Συνιστώσα Πολιτεία υποβαθμίστηκε. Επίσης, απενεχοποίησαν την Τουρκία -απονέμοντάς της πιστοποιητικό διπλωματικής συμπεριφοράς-, θέτοντας έτσι τα θεμέλια ώστε να μπει σε τροχιά προενταξιακής διαπραγμάτευσης με την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Το Σχέδιο Ανάν όμως, όπως γνώριζαν και οι Δυνάμεις, ουσιαστικά καθιστούσε την Κύπρο όμηρο της Τουρκίας, μέσω της σημαντικής επιρροής που θα διατηρούσε επί της ελληνοκυπριακής κοινότητας, αφού εντός του Σχεδίου ήταν ικανοποιημένα όλα ανεξαιρέτως τα τουρκικά αιτήματα. Επίσης, αξίζει να σημειωθεί πως, όσον αφορά τα τουρκικά στρατηγικά συμφέροντα, σε περίπτωση που το Σχέδιο Ανάν εγκρινόταν, αυτό αυτομάτως θα σήμαινε τη νομιμοποίηση όλων των τουρκικών εγκλημάτων κατά της Κύπρου, συμπεριλαμβανομένης και της στρατιωτικής εισβολής του 1974. Αυτή ακριβώς η συνολική προοπτική είναι που εξώθησε τους Ελληνοκυπρίους στο να καταψηφίσουν το Σχέδιο. Η Μ. Βρετανία και οι ΗΠΑ δεν κατάφεραν να καταλύσουν την Κυπριακή Δημοκρατία, και να τη θέσουν υπό τον πλήρη έλεγχο της Τουρκίας, κατόρθωσαν, όμως, να άρουν την ενοχικότητα των τουρκικών πράξεων του 1974 -και, μάλιστα, σε μία περίοδο κρίσιμη, που η Ε.Ε. θα αποφάσιζε την έναρξη των ενταξιακών της διαπραγματεύσεων-, ενώ, παράλληλα, αποδυνάμωσαν και απομόνωσαν σε πολιτικό επίπεδο την Κυπριακή ηγεσία, ώστε να αδυνατεί να θέσει τους όρους της, ή να ασκήσει το δικαίωμα βέτο που διέθετε για την ενταξιακή προοπτική της Τουρκίας στην Ε.Ε. .
Ο διεθνής απομονωτισμός της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει πιο ευεργετικά για τις ΗΠΑ, τη Μ. Βρετανία και την Τουρκία, αφού, στο διάστημα αυτό, προσπάθησαν να εκκινήσουν τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις της Ε.Ε.-Τουρκίας, δίχως όρους που θα αφορούσαν τα κατεχόμενα εδάφη. Επιπλέον, στόχευαν στην πολιτική αναβάθμιση του ψευδοκράτους, για να εκκολαφθούν οι προϋποθέσεις οι οποίες δεν θα διέβλεπαν άλλη λύση πέραν της διχοτόμησης (συγκαλυμμένης ή μη). Ακόμη, ανάμεσα στους στόχους ήταν και η επαναφορά και επιβολή του Σχεδίου Ανάν που, όμως, αυτήν τη φορά, εάν αποτύγχανε το Σχέδιο, τότε το Κυπριακό θα παρουσιαζόταν ως μη επιλύσιμο πρόβλημα, και οι ειρηνευτικές δυνάμεις των Ηνωμένων Εθνών θα αποχωρούσαν. Σημαντικά -μεταξύ άλλων- ήταν επίσης η αναβάθμιση του ρόλου των βρετανικών βάσεων εντός της Ε.Ε., και η αλλαγή του καθεστώτος τους (με τη μετατροπή τους σε αποικία), έτσι ώστε να επιτύχουν τη νομιμοποίηση που τους παρείχε το Σχέδιο Ανάν και, κατ’ επέκταση, να έχουν δικαιώματα και στην Κυπριακή ΑΟΖ.
Τα παραπάνω δεικνύουν -αν μη τι άλλο- τη σπουδαιότητα και τη γεωστρατηγική υπεραξία της Μεγαλονήσου, καθώς και τον αμείωτο, βαρύνουσας σημασίας πρωταγωνιστικό της ρόλο στο διεθνές προσκήνιο. Ούτε η διχοτόμηση, ούτε η οικονομική καταστροφή, αλλά ούτε και το γεγονός ότι κάποιοι θεωρούν την ανερμάτιστη πολιτική επιδέξια διπλωματία θα αποτελέσουν εφαλτήρια για την πολυαναμενόμενη επίλυση του Κυπριακού. Σήμερα, το Κυπριακό δείχνει να μπαίνει σε μια φάση ταχύτατων διαδικασιών, με σκοπό την εξεύρεση λύσεως. Το θέμα αφορά -πρωτίστως- τα άμεσα θύματα της τουρκικής πολιτικής: τους Έλληνες της Κύπρου. Ενδιαφέρει, όμως, κατά μείζονα βαθμό, και την Ελλάδα. Η ηγεσία της Κύπρου διαχειρίζεται ένα θέμα που ξεπερνά τα όρια του νησιού, και συνδέεται με όλον τον ελληνισμό. Δεν θα πρέπει να λησμονείται σε καμία περίπτωση το ιστορικό της πορείας του Κυπριακού προβλήματος, αλλά ούτε να επιτραπεί ενδεχόμενη μελλοντική καταπάτηση ή περιθωριοποίηση των Ελληνοκυπριακών στρατηγικών συμφερόντων, στον βωμό μιας “άμεσης λύσης”.
Πηγές:
- Miltiadou, M. and Lyritsas, A. (2010) Window on Cyprus. 3rd edn. Nicosia: Press and Information Office.
- Σαμαράς, Α.Ν. (2014) Εικόνες κρατών – Στρατηγική επικοινωνία, ήπια ισχύς και μέσα ενημέρωσης. Αθήνα: Καστανιώτη.
- unannanplan.agrino.org (2004) The comprehensive settlement of the Cyprus problem. Available at: http://unannanplan.agrino.org/Annan_Plan_MARCH_30_2004.pdf (Accessed: 16 February 2017).
- South European Institute of International Affairs (no date) Σχέδιο Ανάν… Γιατί… Όχι. Available at: http://anan.antibaro.gr/voskopoulos.htm (Accessed: 5 February 2017)
- Κυπριακό Κέντρο Στρατηγικών Μελετών (2013) Εθνική Στρατηγική Αποτροπή και η Σχέση Κύπρου Ελλάδας. Available at: http://strategy-cy.com/ccss/index.php/el/anaysis-gr/item/114-ethniki-stratigiki-apotropi-gr (Accessed: 5 February 2017)
- Foreign Affairs (2015) Η Γεωπολιτική Υπεραξία της Κύπρου. Available at: http://www.foreignaffairs.gr/articles/70606/xristodoylos-k-gialloyridis/i-geopolitiki-yperaksia-tis-kyproy?page=show (Accessed: 5 February 2015)