Η σημασία των πυρηνικών πληγμάτων στην παράδοση της Ιαπωνίας
- Written by Πέτρος Κατωπόδης
- Published in Άμυνα & Ασφάλεια, Ιστορία & Στρατηγική
- Leave a reply
- Permalink
Στην κοινή συνείδηση ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος (Β΄ Π.Π.) ολοκληρώθηκε με την παράδοση της Ιαπωνίας, η οποία ήταν αποτέλεσμα των αμερικανικών πυρηνικών πληγμάτων. Ωστόσο, η ιστορική μελέτη έχει αναδείξει ότι το βασικό κίνητρο πίσω από την ιαπωνική παράδοση είναι διαφορετικό. Για να γίνει κατανοητό το κατά πόσο η ρίψη των δύο ατομικών βομβών αποτέλεσε ή όχι καθοριστικό παράγοντα για την Ιαπωνική άνευ όρων παράδοση στις 15 Αυγούστου 1945, θα πρέπει να εξετάσει κανείς τόσο τις φάσεις του ιαπωνικού στρατηγικού σχεδίου κατά τον Β΄ Π.Π., όσο και τον τρόπο διακυβέρνησης της Ιαπωνίας μέχρι και την τελική ήττα. Αυτά τα δύο στοιχεία είναι ικανά να καταδείξουν για ποιο λόγο οι διοικούντες της Ιαπωνίας πίστευαν στον στρατηγικό πολεμικό σχεδιασμό και στον αγώνα «μέχρις εσχάτων», και ήταν πρόθυμοι να υπομείνουν τα πυρηνικά πλήγματα.
Η διακυβέρνηση της χώρας
Η Ιαπωνία εισήλθε στον Β΄ Π.Π. σε μια περίοδο που η διακυβέρνησή της χαρακτηρίζεται ως απολυταρχική και ολιγαρχική, καθώς αυτή ήταν στα χέρια ενός τριγωνικού κυβερνητικού σχήματος, που συντίθετο από τη συμμετοχή τριών διαφορετικών «στοιχείων». Το πρώτο ήταν μία πάρα πολύ ισχυρή ομάδα στρατιωτικών, η οποία ήταν υπεύθυνη για την πολεμική προσπάθεια και την άμυνα της χώρας. Ακολουθούσε μια σχετικά ανίσχυρη ομάδα επιφανών πολιτών, που φρόντιζε για καθετί που αφορούσε την καθημερινότητα των Ιαπώνων, όπως η οικονομία, η εκπαίδευση, οι υποδομές και άλλα, ωστόσο ο καίριος ρόλος αυτής της ομάδας αναιρούνταν de facto, καθώς αυτή δεν έκανε τίποτα χωρίς πρώτα να πάρει την έγκριση των στρατιωτικών. Τέλος υπήρχε ο Αυτοκράτορας, πολιτικός και θρησκευτικός άρχοντας της χώρας, σύμβολο ενότητας και λαϊκής λατρείας, με αρκετή εξουσία στα χέρια του αναφορικά με τη διακυβέρνηση της χώρας. Μια εξουσία που είχε περιέλθει όμως σε αχρησία, καθώς ο Αυτοκράτορας για δεκαετίες δεν ασκούσε πρακτικά τα καθήκοντά του (Butow, 1954).
Για να παρθεί τώρα μία μείζονα απόφαση για τη διακυβέρνηση της χώρας ή την πολεμική προσπάθεια, θεωρητικά απαιτούνταν ομοφωνία από τις δύο παραπάνω ομάδες και τον Αυτοκράτορα. Στην πράξη όμως τις αποφάσεις τις έπαιρνε η στρατιωτική ελίτ, και οι υπόλοιποι απλά συναινούσαν. Παρατηρεί κανείς, συνεπώς, πως η απολυταρχική διακυβέρνηση της Ιαπωνίας βρισκόταν στα χέρια μιας ομάδας αξιωματικών του στρατού, οι οποίοι πίστευαν στις δυνατότητες του στρατεύματος και στην επιτυχή έκβαση των στρατηγικών πλάνων που συνέτασσαν και, κατά συνέπεια, δεν θα επέτρεπαν καμία απολύτως παρεκτροπή από την πολεμική προσπάθεια. Όλα αυτά τη στιγμή που η ιαπωνική ηγεσία είχε διασφαλίσει παράλληλα ότι δεν θα υπήρχαν κανενός είδους ανατρεπτικές κινήσεις από το λαό, ελέγχοντας την παιδεία και χρησιμοποιώντας διαφόρων ειδών προπαγάνδα υπέρ της πολεμικής προσπάθειας, αλλά και αντικαθιστώντας την αστική αστυνομία με το στρατό για αποτελεσματικότερη καταστολή, αν προέκυπτε τέτοια ανάγκη (Butow, 1954).
Η Ιαπωνία στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο
Το ιαπωνικό στρατηγικό σχέδιο που εφαρμόστηκε κατά τη διάρκεια του Β΄ Π.Π. χωρίζεται σε τέσσερεις διακριτές φάσεις. Αρχικά, με την είσοδό της στον πόλεμο η Ιαπωνία αποσκοπούσε στο να εισβάλει και να καταλάβει μια σειρά από περιοχές στην ανατολική Ασία, τον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, οι οποίες θα καθιστούσαν ουσιαστικά μια αμερικανική αντεπίθεση αδύνατη, και θα διασφάλιζαν παράλληλα τον ανεφοδιασμό της Αυτοκρατορίας (Levine, 1995). Στο πλαίσιο αυτής της πρώτης φάσης του σχεδίου εντάσσονται οι ιαπωνικές επιθέσεις στην Κίνα, στις Φιλιππίνες, στο Pearl Harbor και πολλές άλλες, ενώ αυτό απέδιδε καρπούς μέχρι και τον Ιούνιο του 1942, όταν και ο ιαπωνικός στόλος αεροπλανοφόρων καταστράφηκε στη ναυμαχία του Midway. Η ναυμαχία αυτή σηματοδοτεί και την έναρξη της δεύτερη φάσης του ιαπωνικού στρατηγικού σχεδίου. Με τη ναυτική ισχύ της Ιαπωνίας να έχει μειωθεί αποφασιστικά μετά την ήττα στο Midway, δεν υπήρχε πια μεγάλη ευχέρεια για θαλάσσιες ή αποβατικές επιθετικές κινήσεις στα παραπάνω μέτωπα, οπότε οι ιαπωνικές δυνάμεις στράφηκαν αποκλειστικά στο να υπερασπιστούν τις μέχρι τότε κατακτήσεις τους, με το να αποκρούσουν την αμερικανική αντεπίθεση που ήταν προ των πυλών (Levine, 1995).
Η προσπάθεια για υπεράσπιση των κεκτημένων συνεχίστηκε με αμείωτη ένταση μέχρι και τον Ιούλιο του 1944. Τότε όμως με την πτώση του Guadalcanal, της Νέας Γουινέας και των νήσων Marshall, περιοχές που οι Ιάπωνες είχαν κατακτήσει κατά τα πρώτα χρόνια του πολέμου, στα χέρια των συμμαχικών δυνάμεων οι διοικούσες ελίτ στην Ιαπωνία αναγνώρισαν ότι είναι αδύνατο τόσο να κερδίσουν τον πόλεμο, όσο και να διατηρήσουν τα εδάφη που είχαν καταλάβει. Με τον τρόπο αυτό το στρατηγικό σχέδιο των Ιαπώνων εισήλθε στην τρίτη φάση του, κατά την οποία οι τελευταίοι θα ρύθμιζαν την άμυνά τους έτσι ώστε να κουράσουν τις επιτιθέμενες συμμαχικές δυνάμεις, πολεμώντας σκληρά και προξενώντας μεγάλες απώλειες. Στόχος πλέον ήταν να οδηγηθεί η Ιαπωνία στο τέλος του πολέμου έχοντας κρατήσει ανέπαφη την ενδοχώρα της και όσες κτήσεις κατείχε πριν την έναρξη του πολέμου, όπως την κορεατική χερσόνησο, έχοντας έτσι στα χέρια της μερικά αρκετά ισχυρά διαπραγματευτικά χαρτιά για ρυθμίσει τη θέση της στη νέα ισορροπία δυνάμεων που θα προέκυπτε. Σκέψη για παράδοση, έστω και υπό όρους, δεν υπήρξε ούτε στιγμή (Collier, 1969).
Τελικά, στις 21 Ιουνίου 1945, η νήσος Okinawa, μετά από σκληρές και πολύνεκρες συγκρούσεις, πέφτει στα χέρια των Αμερικανών και πλέον η πλάστιγγα «γέρνει» αποφασιστικά υπέρ των συμμάχων. Ακόμα και τώρα όμως δεν υπάρχει η παραμικρή σκέψη για παράδοση. Αντίθετα, οι Ιάπωνες αναπροσαρμόζουν για τέταρτη και τελευταία φορά τη στρατηγική τους. Προσπαθούν μέσω διαπραγματεύσεων και διπλωματικών επαφών να βρουν κάποιο σημείο επαφής με τη Σοβιετική Ένωση, προκειμένου να διασπάσουν τους συμμάχους, ενώ παράλληλα προετοιμάζονται για έναν ολοκληρωτικό πόλεμο στις ιαπωνικές μητροπολιτικές νήσους και στη Μαντζουρία καθώς, από επικοινωνίες που είχαν υποκλέψει, γνώριζαν ότι οργανωνόταν συμμαχική απόβαση στην Ιαπωνία τον Νοέμβριο του 1945 (Collier, 1969). Η Ιαπωνία διέθετε ακόμα περίπου δύο εκατομμύρια στρατιώτες στο έδαφός της, και άλλο ένα εκατομμύριο σε σχηματισμούς στη Μαντζουρία, μερικοί από τους οποίους απαρτίζονταν από τις πιο επίλεκτες ιαπωνικές μονάδες. Ο λόγος που αυτές οι μονάδες παρέμειναν να αμυνθούν στη Μαντζουρία και δεν επέστρεψαν να πολεμήσουν στις ιαπωνικές μητροπολιτικές νήσους ήταν ο εξαιρετικά πετυχημένος ναυτικός αποκλεισμός που είχαν επιβάλλει οι Αμερικάνοι, ο οποίος απέτρεπε οποιοδήποτε πλοίο να πλησιάσει σε αυτές. Παρ’όλα αυτά, η Ιαπωνική αντίσταση κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων στην Okinawa, στην Iwo Jima και σε άλλα μέτωπα, είχε δείξει το σθένος με το όποιο μάχονταν οι Ιάπωνες, και οποιαδήποτε συμμαχική κατάληψη της χώρας τους ήταν βέβαιο ότι θα απαιτούσε εκατόμβες νεκρών (Dower, 1986).
Έχοντας κατά νου τα παραπάνω, αξίζει να σημειωθεί ότι μετά την επίθεση στο Pearl Harbor και την είσοδο της Αμερικής στον πόλεμο, αυτή ακολούθησε τη λεγόμενη στρατηγική «Germany First». Σύμφωνα με αυτή, οι σύμμαχοι δεν θα στρέφονταν με όλες τους τις δυνάμεις ενάντια στην Ιαπωνία αν πρώτα δεν ηττούνταν ο Hitler στην Ευρώπη. Ακριβώς για το λόγο αυτό οι αμερικανικές δυνάμεις στον Ειρηνικό εμπλέκονταν σε ναυμαχίες, αερομαχίες και επιθέσεις κατάληψης ιαπωνικών κτήσεων, ωστόσο το σχέδιο απόβασης και κατάληψης των ιαπωνικών μητροπολιτικών νήσων, το οποίο και θα επέφερε την καταληκτική ήττα της Ιαπωνίας, εγκρίθηκε ύστερα από την επιτυχή απόβαση στην Ευρώπη και την εκδίωξη των Ναζί από τις περισσότερες υπό κατοχή περιοχές της Γαλλίας. Αντί επίθεσης, ειδικά μετά την αμερικανική νίκη στη ναυμαχία του Midway, οι αμερικανικές δυνάμεις προσπάθησαν να εξασθενίσουν τις ιαπωνικές μητροπολιτικές νήσους μέσω ναυτικού αποκλεισμού και στρατηγικών βομβαρδισμών, οι οποίοι αρχικά είχαν ως στόχο να καταστρέψουν την ιαπωνική πολεμική βιομηχανία, πράγμα που πέτυχαν σε μεγάλο βαθμό μέχρι το Μάρτιο του 1945, όταν και το σχέδιο άλλαξε (Pape, 1996).
Ο στόχος μεταφέρθηκε από τη στρατιωτική βιομηχανία στις πόλεις και τον άμαχο πληθυσμό. Από τον Μάρτιο του 1945 μέχρι και τις 6 Αυγούστου 1945, όταν και έπεσε η πρώτη πυρηνική βόμβα στη Hiroshima, σε διάστημα δηλαδή έξι μηνών, οι αμερικανικοί βομβαρδισμοί των ιαπωνικών πόλεων απέδωσαν ένα καταστροφικό απολογισμό. Περισσότεροι από 900 χιλιάδες Ιάπωνες πολίτες σκοτώθηκαν, ενώ περίπου 22 εκατομμύρια έμειναν άστεγοι, αριθμός που αντιστοιχεί στο 30% του συνόλου των Ιαπώνων. Κατά προσέγγιση, το 40% των 66 πόλεων που επιλέχτηκαν να βομβαρδιστούν, καταστράφηκαν ολοσχερώς (Pape, 1996).
Κατά συνέπεια, όταν έγιναν οι δύο ρίψεις ατομικών βομβών στις 6 και 9 Αυγούστου στη Hiroshima και στο Nagasaki αντίστοιχα, οι οποίες σκότωσαν 110 χιλιάδες Ιάπωνες, ο ιαπωνικός λαός είχε ήδη ανεχτεί βαρύτατες απώλειες και συνέχιζε να έχει πίστη στον αγώνα και να μην παρεκτρέπει από αυτόν. Το ίδιο είχε αποφασίσει και η στρατιωτική ηγεσία, η οποία μπορεί να παρακολούθησε με τρόμο και δέος τη ρίψη της πυρηνικής βόμβας, ωστόσο επέμενε να αγωνιστεί, πιστεύοντας στις δυνατότητες του ιαπωνικού στρατού. Εξάλλου οι διοικούντες στην Ιαπωνία γνώριζαν ότι δεν υπήρχε άμεσα έτοιμη μία τρίτη πυρηνική βόμβα για να τους πλήξει (Rhodes, 2012). Οι Ιάπωνες, λοιπόν, φαινόταν αποφασισμένοι να πολεμήσουν μέχρι τέλους, ωστόσο στις 10 Αυγούστου 1945 ξεκίνησαν συζητήσεις για την παράδοσή τους. Το γεγονός αυτό μοιάζει να σχετίζεται με τη ρίψη της δεύτερης πυρηνικής βόμβας, αλλά η κύρια αιτία του είναι άλλη (Butow, 1954).
Στις 8 Αυγούστου 1945 οι Σοβιετικές δυνάμεις, μετά από συμφωνία με τους συμμάχους, επιτέθηκαν στις ιαπωνικές θέσεις στη Μαντζουρία. Όπως έχει αναφερθεί παραπάνω, εκεί υπήρχαν μερικές από τις καλύτερες ιαπωνικές στρατιωτικές μονάδες, παρ’όλα αυτά το ιαπωνικό μέτωπο κατέρρευσε σχεδόν από την αρχή της επίθεσης, και οι Σοβιετικοί προήλαυσαν στα εδάφη της Μαντζουρίας. Η κατάρρευση του εν λόγω μετώπου κατέδειξε στην ομάδα των Ιαπώνων στρατιωτικών, που ηγούνταν της χώρας, σε πόσο δυσχερή κατάσταση βρισκόταν το στράτευμα λόγω της κόπωσης, της φθοράς και των ελλείψεων στον ανεφοδιασμό. Αυτό ακριβώς ήταν το καθοριστικό γεγονός που κλόνισε την πίστη της στρατιωτικής ηγεσίας στον αγώνα και την έκανε, τελικά, να παραδώσει άνευ όρων τη χώρα στις 15 Αυγούστου 1945, σημαίνοντας τη λήξη του Β΄ Π.Π. (Parker, 1997).
Συνοψίζοντας, η ρίψη των δύο ατομικών βομβών σίγουρα προκάλεσε τρόμο και μαζικές απώλειες, αλλά πέρα πάσης βεβαιότητας δεν ήταν αρκετή για να κάμψει την πίστη της Ιαπωνικής ηγεσίας στη συνέχιση του αγώνα. Κι αυτό γιατί τον ισχυρότερο λόγο ανάμεσα στα τρία μέρη που ασκούσαν την ιαπωνική διακυβέρνηση τον είχε η ομάδα των στρατιωτικών, η οποία θεωρούσε ότι το ιαπωνικό στράτευμα είχε τις δυνατότητες να αγωνιστεί και να προξενήσει μεγάλη ζημιά στον αντίπαλο και να πετύχει μία ήττα υπό όρους, ενώ είχε δείξει ξεκάθαρα ότι μπορούσε να ανεχτεί μεγάλο αριθμό απώλειών, τόσο στρατιωτών όσο και αμάχων. Κατ’ αυτό τον τρόπο, η ρίψη της πυρηνικής βόμβας μπορούσε να τη φοβίσει, αλλά σε καμία περίπτωση να την κλονίσει, πράγμα που κατάφερε η κατάρρευση του ιαπωνικού στρατού στη Μαντζουρία, και ανάγκασε την Ιαπωνία σε άνευ όρων παράδοση.
Πήγες:
- Butow, R. J. C. (1954). Japan’s Decision to Surrender. Stanford University Press
- Collier, B. (1969). The War in the Far East. Morrow Publications
- Dower, J. (1986). War without Mercy Knopf. Doubleday Publishing Group
- Levine, J. A. (1995). The Pacific War. Greenwood Publishing Group
- Pape, R. A. (1996). Bombing to Win. Cornell University Press
- Parker, A. (1997). The Second World War. Oxford University Press.
- Rhodes, R. (2012). The Making of the Atomic Bomb. Simon and Schuster Publications