“War Plan Red”: ΗΠΑ v. Βρετανικής Κοινοπολιτείας
- Written by Πέτρος Κατωπόδης
- Published in Ευρώπη, Ιστορία & Στρατηγική
- Leave a reply
- Permalink
Όπως μαρτυρά η ιστορία, τα κράτη, όντας παραδοσιακά οι βασικοί ανταγωνιστές ισχύος στη διεθνή αρένα, μπορούν να καταφύγουν σε πολεμικές ενέργειες για μία πληθώρα λόγων. Ένας από τους βασικότερους είναι η αίσθηση ότι απειλείται η επιβίωσή τους από την επεκτατική προοπτική ενός άλλου κράτους. Ακόμα, όμως, κι αν μία τέτοια απειλή είναι υπαρκτή, δεν σημαίνει πάντα ότι εκδηλώνεται ρητά, ούτε ότι θα μετουσιωθεί απαραίτητα σε πόλεμο. Παρ’ όλα αυτά, κάθε σοβαρή και υπεύθυνη πολιτική και στρατιωτική ηγεσία, αφού εντοπίσει μια απειλή, οφείλει να είναι προετοιμασμένη για το χειρότερο δυνατό σενάριο. Κατά συνέπεια, δεν είναι παράλογο να εκπονούνται πολλά πολεμικά σενάρια ως απάντηση σε υποθετικές απειλές, τα οποία παραμένουν κλεισμένα στα συρτάρια ανώτερων πολιτικών και στρατιωτικών αξιωματούχων, δεν εφαρμόζονται ποτέ στην πράξη, και καταλήγουν να ξεχνιούνται. Ένα τέτοιο πολεμικό σχέδιο υπήρξε και το “War Plan Red”.
Κατά τις δεκαετίες του 1920 και 1930 τα επιτελεία των ενόπλων δυνάμεων στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής (ΗΠΑ) συνεργάστηκαν και εκπόνησαν μια σειρά από πολεμικά σχέδια με κωδικές ονομασίες, επηρεασμένες από διάφορα χρώματα. Αυτά περιέγραφαν τη στρατηγική που θα ακολουθούταν σε διάφορα υποθετικά πολεμικά σενάρια μεταξύ των ΗΠΑ και άλλων χωρών που μπορούσαν να εξελιχθούν σε εν δυνάμει απειλές για την ασφάλεια της ομοσπονδίας. Για παράδειγμα, το “War Plan Green” αφορούσε έναν πόλεμο ενάντια στο Μεξικό, το “War Plan Black” ενάντια στη Γερμανία και το “War Plan Orange” έναν πόλεμο έναντι της Ιαπωνίας, αν αυτή εξελίσσονταν σε απειλή για τα εμπορικά συμφέροντα των ΗΠΑ στον Ειρηνικό (Miller, 1991).
Όσον αφορά στο “War Plan Red” τώρα, αυτό υπήρξε ένα πολεμικό σχέδιο που θα εφαρμόζονταν σε περίπτωση που οι ΗΠΑ έπρεπε να τεθούν αντιμέτωπες με τις “Ερυθρές Δυνάμεις” – δηλαδή, με τη Μεγάλη Βρετανία και με τα υπόλοιπα μέλη της Βρετανικής Κοινοπολιτείας. Όσο “ξένο” κι αν ακούγεται σήμερα, εκείνη την εποχή στις ΗΠΑ υπήρχαν πολλοί άνθρωποι που θεωρούσαν τη Βρετανική Αυτοκρατορία μία από τις βασικές απειλές για τη χώρα. Με αυτό το σκεπτικό, το σχέδιο συντάχθηκε επίσημα το 1930, και επικαιροποιήθηκε το 1934 και το 1935. Η αρχική του, δε, στόχευση αφορούσε στο πώς θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί μία βρετανική επίθεση από τον Ατλαντικό (Lippert, 2015).
Όπως μπορεί να γίνει εύκολα αντιληπτό, κεντρικό ρόλο σε μία ενδεχόμενη πολεμική αναμέτρηση μεταξύ ΗΠΑ και Μεγάλης Βρετανίας θα έπαιζε ο Καναδάς. Κι αυτό γιατί το βορειότερο κράτος της Βόρειας Αμερικής μοιράζεται μια τεράστια συνοριογραμμή με τις ΗΠΑ ενώ, παράλληλα, από το 1926 -επίσημα από το 1931- αποτελεί μέλος της Κοινοπολιτείας των Εθνών, και κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου διατηρούσε πάρα πολύ ισχυρούς δεσμούς με τη Μεγάλη Βρετανία. Κατά συνέπεια, δεν είναι παράλογο το γεγονός ότι ο Καναδάς αποτέλεσε τον βασικότερο στόχο, και έλαβε τη μερίδα του λέοντος κατά τον σχεδιασμό του “War Plan Red” (Ressa, 2010).
Πιο αναλυτικά, οι ΗΠΑ, μην επιθυμώντας να εμπλακούν σε ένοπλες συγκρούσεις εκτός του δυτικού ημισφαιρίου, έστρεψαν όλη την πολεμική τους προσπάθεια κατά του Καναδά και των βρετανικών κτήσεων στην Καραϊβική, που ήταν τα μοναδικά μέρη με ισχυρή βρετανική παρουσία σε “απόσταση αναπνοής” από τις ΗΠΑ στο δυτικό ημισφαίριο. Οι κτήσεις στην Καραϊβική, βέβαια, δεν αποτελούσαν αξιόλογη απειλή, καθώς μπορούσαν να προβάλουν μηδενική αντίσταση σε μια ενδεχόμενη αμερικανική επιθετική ενέργεια. Το μεγάλο στοίχημα, επομένως, για το “War Plan Red” ήταν να καταληφθεί ο Καναδάς, και να παροπλιστεί ο καναδικός στρατός πριν η Μεγάλη Βρετανία προλάβει να αποστείλει ενισχύσεις – κάτι εντελώς λογικό, καθώς σε αυτόν βρίσκονταν τα μεγαλύτερα λιμάνια και αεροδρόμια που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να πληγεί άμεσα η ενδοχώρα των ΗΠΑ. Αυτό, βέβαια, προϋποθέτει ότι η Μεγάλη Βρετανία επιθυμούσε πράγματι να δεσμεύσει έναν μεγάλο αριθμό από τα στρατεύματά της για να υπερασπιστεί τον Καναδά, παρά την απειλή της Ναζιστικής Γερμανίας που άρχιζε να απλώνει τη σκιά της πάνω από την Ευρώπη (Lippert, 2015).
Σύμφωνα με το “War Plan Red”, το πιο αποφασιστικό βήμα για την προσάρτηση του Καναδά ήταν μία αστραπιαία επίθεση κατά της πόλης και του λιμανιού του Halifax, καθώς από αυτή διερχόταν η συντριπτική πλειοψηφία του βρετανικού εμπορίου στον Καναδά, ενώ το λιμάνι του ήταν το μοναδικό που μπορούσε να δεχτεί μαζικά πολεμοφόδια και στρατιωτικές μονάδες λόγω του μεγέθους του. Πέρα από την επίθεση στο Halifax, είχαν σχεδιαστεί επιθέσεις σε όλο το μήκος των καναδό-αμερικανικών συνόρων με σκοπό να καταληφθούν σε σύντομο χρονικό διάστημα μεγάλα αστικά κέντρα, όπως το Vancouver, το Montreal και το Toronto. Τέλος, εξαιρετικά σημαντικό για τη μεγαλύτερη επιτυχία της επιχείρησης και για την παρεμπόδιση της προσπάθειας του καναδικού στρατού ήταν να περάσουν όσο το δυνατόν πιο άμεσα υπό τον έλεγχο των αμερικανικών δυνάμεων τα εργοστάσια παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, τα οποία βρίσκονταν γύρω από τους καταρράκτες του Νιαγάρα, σε πολύ μικρή απόσταση από τα καναδό-αμερικανικά σύνορα (Preston, 1977).
Το “War Plan Red” δεν προέβλεπε σε πρώτη φάση κάποιο άλλο στρατιωτικό χτύπημα κατά της Βρετανικής Κοινοπολιτείας, γιατί οι εμπνευστές του πίστευαν ότι ήταν εξαιρετικά παρακινδυνευμένο να μετακινήσουν δυνάμεις από τη θάλασσα εφόσον υπήρχε η πιθανότητα να έρθουν αντιμέτωποι με το πανίσχυρο και ιδιαίτερα έμπειρο στον θαλάσσιο πόλεμο βασιλικό βρετανικό ναυτικό. Χαρακτηριστικό του φόβου αυτού είναι ότι μέσα στο σχέδιο του “War Plan Red” υπερτονίζεται σε διάφορα σημεία ότι θα πρέπει να αποφευχθεί οποιασδήποτε έντασης ναυμαχία με το βρετανικό ναυτικό. Αντ’ αυτού, το αμερικανικό ναυτικό θα πρέπει να επικεντρωθεί σε περιπολίες και στοχευμένες επιθέσεις σε εμπορικά πλοία στην περιοχή του βορειοδυτικού Ατλαντικού, με σκοπό να παρεμποδιστεί ο ανεφοδιασμός του Καναδά και μόνο. Παρ’ όλα αυτά, αν το βρετανικό ναυτικό συνεχίσει να επιδιώκει μία θαλάσσια αναμέτρηση, τότε αυτή θα μπορούσε να δοθεί μόνο σε πολύ μικρή απόσταση από τα παράλια των ΗΠΑ, έτσι ώστε τις προσπάθειες του ναυτικού να συνδράμουν η αμερικανική πολεμική αεροπορία και τα παράκτια πυροβόλα των θαλάσσιων οχυρών. Κάτω από αυτές τις συνθήκες οι πιθανότητες των ΗΠΑ για επικράτηση σε μια αποφασιστική ναυμαχία αυξάνονταν και, αν τελικά όντως επικρατούσαν, τότε και μόνο τότε θα οργανώνονταν επιπλέον χτυπήματα προς τις βρετανικές αποικίες της Νοτιοανατολικής Ασίας, την Αυστραλία και τη Νότιο Αφρική (Ressa, 2010).
Οι εμπνευστές του “War Plan Red”, όμως, δεν πίστευαν ότι για να κερδηθεί ο πόλεμος ενάντια στη Μεγάλη Βρετανία θα χρειαζόταν να μεταφερθεί αυτός εκτός του δυτικού ημισφαιρίου. Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, αυτό που είχε τη μεγαλύτερη σημασία για τους Αμερικάνους ήταν μία γρήγορη και εύκολη νίκη στον Καναδά, την οποία θα μπορούσαν να εκμεταλλευτούν με δύο τρόπους: Πρώτον, με την πτώση του Καναδά θα ανάγκαζαν τη Μεγάλη Βρετανία να αποσυρθεί από τον πόλεμο, καθώς δεν θα είχε κάποιο κατάλληλο ορμητήριο από το οποίο να μπορεί να πλήξει αποφασιστικά την ενδοχώρα των ΗΠΑ και, κατά συνέπεια, να κερδίσει τον πόλεμο. Σε αυτήν την περίπτωση, μάλιστα, η πλειοψηφία των εμπλεκομένων στην εκπόνηση του σχεδίου θεωρούσε ότι θα έπρεπε να προσαρτηθεί κανονικά ο Καναδάς στην ομοσπονδία, και όλη η βόρεια Αμερική να ενωθεί κάτω από τη σημαία των ΗΠΑ. Δεύτερον, ο Καναδάς θα μπορούσε να έχει τον ρόλο “ομήρου” – να δώσει, δηλαδή, στις ΗΠΑ τη δυνατότητα να διαπραγματευτούν μία συνθήκη ειρήνης με τη Μεγάλη Βρετανία, η οποία θα αποδυνάμωνε την επιρροή της τελευταίας στο δυτικό ημισφαίριο και, κατά συνέπεια, θα μείωνε και την απειλή της προς την ομοσπονδία (Lippert, 2015).
Η κατακόρυφη αύξηση της ιαπωνικής και γερμανικής επιθετικότητας, καθώς και το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, έμελλε να βάλουν μια για πάντα στο συρτάρι το “War Plan Red”. Όπως είναι λογικό, το σχέδιο κρατήθηκε απόρρητο για πολλά χρόνια, και δημοσιοποιήθηκε μόλις το 1974, δημιουργώντας, μάλιστα, και ένα έλασσον διπλωματικό επεισόδιο μεταξύ ΗΠΑ και Καναδά – πράγμα λίγο οξύμωρο καθώς, όπως αποδείχθηκε λίγο αργότερα, και ο ίδιος ο Καναδάς είχε συντάξει ήδη από το 1921 ένα στρατιωτικό σχέδιο για εισβολή στις ΗΠΑ και κατάληψη σημαντικών αστικών κέντρων και βιομηχανικών περιοχών στα βόρεια της χώρας, με την αρωγή φυσικά της Μεγάλης Βρετανίας. Το βέβαιο είναι ότι μία τέτοια αντιπαράθεση μεταξύ ΗΠΑ και Μεγάλης Βρετανίας θα μπορούσε να έχει οδηγήσει σε έναν Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο με διαφορετικά στρατόπεδα και διαφορετική, ίσως, έκβαση. Αν η εξέλιξη ήταν αυτή, είναι πολύ πιθανόν στον σημερινό κόσμο να υπήρχαν διαφορετικοί συσχετισμοί δυνάμεων, και οι πολίτες να ζούσαν σε μία εντελώς διαφορετική πραγματικότητα.
Πηγές:
- Bell, C. (1997). Thinking the Unthinkable: British and American Naval Strategies for an Anglo-AmericanWar, 1918-1931. The International History Review, Vol. 19, No. 4. Taylor & Francis Publications
- Lippert, K. (2015). War Plan Red: The United States’ Secret Plan to Invade Canada and Canada’s Secret Plan to Invade the United States. Princeton Architectural Press
- Miller, E. (1991). War Plan Orange: The U.S. Strategy to Defeat Japan, 1897–1945. United States Naval Institute Publications
- Preston, R. (1977). The Defence of the Undefended Border: Planning for War in North America 1867–1939. McGill-Queen’s University Press
- Ressa, K. (2010). U.S VS. The World: America’s Color-Coded War Plans and the Evolution of Rainbow Five. Liberty University Press
- Rudmin, F. (1993). Bordering on Aggression: Evidence of U.S. Military Preparations Against Canada. Voyageur Publishing