Πράσινη Εγκληματικότητα

Η εγκληματολογία είναι μία από τις ποινικές επιστήμες, η οποία έχει ως αντικείμενο τη μελέτη του φαινομένου του εγκλήματος, περιλαμβανομένων των θυμάτων, των δραστών, τα αιτιών και των συνθηκών, εντός της κοινωνίας και της ποινικής δικαιοσύνης. Στο άκουσμα, δε, των όρων «έγκλημα» και «εγκληματολογία», ο συνήθης συνειρμός των ατόμων αφορά εγκλήματα ανθρώπων με θύματα τους συνανθρώπους τους. Στην πραγματικότητα, όμως, διαπράττεται καθημερινά σε παγκόσμια κλίμακα πληθώρα εγκλημάτων που στη θέση του θύματος δεν βρίσκεται ο άνθρωπος, αλλά το περιβάλλον, καθώς και ο φυτικός και ζωικός κόσμος. Παρά την αδιαμφισβήτητη σημασία της διαφύλαξης του περιβάλλοντος -στο οποίο όχι απλά ζούμε, αλλά το οποίο αποτελεί προϋπόθεση για την επιβίωσή μας-, μέχρι πολύ πρόσφατα, η πλειοψηφία των ζημιών και βλαβών που υφίσταται το περιβάλλον δεν εκλαμβανόταν ως κάτι ποινικά κολάσιμο, αλλά ούτε, έστω, ως ουσιαστικά λανθασμένο. Αυτά τα εγκλήματα, λοιπόν, αποτελούν αντικείμενο μελέτης της «Πράσινης ή Περιβαλλοντικής Εγκληματολογίας», η οποία θα αναλυθεί στο παρόν άρθρο.

Ορισμός-Περιεχόμενο

Ο όρος «Πράσινη Εγκληματολογία» εμφανίστηκε για πρώτη φορά τη δεκαετία του 1990 και, συγκεκριμένα, στο άρθρο του M. Lynch «The greening of criminology: a perspective for the 1990s» στο περιοδικό Critical Crimonology (Σιζοπούλου, 2016). Με τον όρο, δε, αυτό εννοείται ο κλάδος της Εγκληματολογίας, ο οποίος ασχολείται με τα εγκλήματα και τις βλάβες που επηρεάζουν το φυσικό περιβάλλον και, ως εκ τούτου, τον πλανήτη, καθώς και τις σχετικές επιπτώσεις που έχουν αυτά στην ανθρώπινη και μη ανθρώπινη ζωή (Γάκη,2019). Από την εμφάνιση του όρου, ο κλάδος έχει αναπτυχθεί ραγδαίως, προκαλώντας έντονες συζητήσεις και διαφωνίες σχετικά με το περιεχόμενο και αντικείμενό του. Ακόμα και σήμερα δεν έχει επιτευχθεί επιστημονική συμφωνία για το αν η πράσινη εγκληματολογία αποτελεί θεωρία ή προοπτική (South 1998), αλλά, ως επί το πλείστον, ο όρος «Πράσινη Εγκληματολογία» εκλαμβάνεται ως ένας όρος «ομπρέλα» με ευρεία χρήση, που εξελίσσεται σε ένα περιεκτικό πεδίο ενδιαφέροντος (Hall M., 2014). Αποτελεί, δηλαδή, ένα γενικό όρο που χρησιμοποιείται για να καλύψει και να συλλάβει τη μελέτη της οικολογίας ή τα εγκλήματα κατά του περιβάλλοντος ή τις βλάβες και τα συναφή θέματα των περιβαλλοντικών αδικιών, παρέχοντας μεθόδους για την εξέταση όλων των ανωτέρω (Beirne και South, 2007).

Αντικείμενο- Περιεχόμενο

Άμεση και αυτονόητη συνέπεια του περιεχομένου της «Περιβαλλοντικής Εγκληματολογίας» είναι η σύνδεση της με τη συνολική εικόνα της Οικολογικής Δικαιοσύνης. Μάλιστα, οι ερευνητές έχουν καταλήξει σε τρεις προσεγγίσεις ως προς την πράσινη εγκληματολογία, οι οποίες παρουσιάζουν διαφορετικές διαστάσεις της αδικίας (Γάκη Ε, 2019). Συγκεκριμένα:

  • Η προσέγγιση της Περιβαλλοντικής Δικαιοσύνης, που επικεντρώνεται στην αντίληψη ότι ο καθένας έχει το δικαίωμα σε ένα υγιές περιβάλλον, κάνοντας επισκόπηση στην κατανομή των διαφόρων περιβαλλόντων ανάμεσα στους λαούς, καθώς και στις επιπτώσεις που προκαλούν τα περιβαλλοντικά προβλήματα- κίνδυνοι σε ορισμένες κοινωνικές ομάδες ή πληθυσμούς.
  • Η προσέγγιση της Οικολογικής Δικαιοσύνης, η οποία αντιμετωπίζει τα ανθρώπινα όντα ως στοιχεία πολύπλοκων οικοσυστημάτων, τα οποία έχουμε την υποχρέωση να διατηρούμε για το δικό μας καλό. Επιπλέον, η οικολογική δικαιοσύνη επικεντρώνεται στην ποιότητα της βιόσφαιρας και των δικαιωμάτων των μη ανθρώπινων ειδών, καθώς και στο πόσο οι ανθρώπινες παρεμβάσεις επηρεάζουν τον υπόλοιπο φυσικό κόσμο.
  • Τέλος, η προσέγγιση της Δικαιοσύνης για τα δικαιώματα των ειδών εστιάζει στα μη-ανθρώπινα όντα και τα δικαιώματά τους με βάση την εγγενή τους αξία, καθώς και την ηθική της υπεύθυνης φροντίδας τους.

Οι ανωτέρω τρεις διαφορετικές προσεγγίσεις αποτελούν την προοπτική της πράσινης εγκληματολογίας (Γάκη, 2019).

Ανεξάρτητα από το ποια από τις ανωτέρω προσεγγίσεις επιλέγει να υιοθετήσει ο κάθε ερευνητής, ως κύρια αίτια των οικολογικών εγκλημάτων -και άρα κύριες απειλές της οικολογικής δικαιοσύνης και των περιβαλλοντικών δικαιωμάτων- θεωρούνται από τους πράσινους εγκληματολόγους ευρέως η δομή της κοινωνίας σήμερα και οι πιέσεις που δέχεται το περιβάλλον από αυτή, ώστε να παρέχει στο ανθρώπινο είδος όλα όσα χρειάζεται. Επιπλέον, βασική αιτία συνιστά η τεχνολογία, που, λόγω της λανθασμένης χρήσης της από τους ανθρώπους, διευκολύνει και εντείνει την περιβαλλοντική βλάβη, αντί να βοηθά στην αποτροπή και διόρθωσή της,καθώς επίσης ο υπερπληθυσμός και η υπεράντληση των φυσικών πόρων για την επιβίωσή του και, τέλος, ο καπιταλισμός και η νοοτροπία, οικονομική και κοινωνική, που αυτός προωθεί. Η μαζική παραγωγή γρήγορων και φθηνών αγαθών και υπηρεσιών, η συνεχής αντικατάσταση, η πίεση για συνεχή πρόοδο και αναζήτηση νέων πόρων αποτελούν μερικά από τα χαρακτηριστικά συμπτώματα των περιβαλλοντικών εγκλημάτων και αποτελούν συνέπεια ενός ή και όλων των προαναφερθεισών αιτιών. Τα τελευταία χρόνια, δε, όλα τα ανωτέρω έχουν εντόνως επηρεαστεί από την οικονομική κρίση που έχει πλήξει πολλές χώρες, η οποία θέτει στο επίκεντρο το βραχυπρόθεσμο οικονομικό κέρδος και αφήνει σε δεύτερη μοίρα την προστασία του περιβάλλοντος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η χώρα μας, στην οποία, σε συμμόρφωση με τις προβλέψεις του Μνημονίου, επετράπη η πρόβλεψη βιομηχανικού τύπου επενδύσεων σε περιοχές εντός του δικτύου Natura 2000 (Σμπώκος, 2018).

Περιβαλλοντικά Εγκλήματα

Τα εγκλήματα και οι βλάβες που υφίσταται το περιβάλλον αποτελούν το επίκεντρο της «Πράσινης Εγκληματολογίας» και, σύμφωνα με τους ειδικούς, ο ορισμός τους πρέπει να εμπεριέχει τον όρο «ως συνέπεια» και όχι «προκλήθηκε από» (Williams, 1996), ώστε να αποφευχθεί η δυσκολία της αιτιώδους σύνδεσης μεταξύ των περιβαλλοντικών εγκλημάτων και των παραβατών. Τα περιβαλλοντικά εγκλήματα παρουσιάζουν τεράστια πληθώρα και ποικιλία, ενώ συνολικά ο Ε. Carrabine (2004) τα χώρισε σε δύο κατηγορίες, σε όσα στρέφονται ευθέως κατά του περιβάλλοντος και προκαλούν την άμεση καταστροφή και υποβάθμισή του (πρωτοβάθμια εγκλήματα, για παράδειγμα εμπρησμός δασών, απόρριψη βλαβερών αποβλήτων σε υδάτινους πόρους) και σε όσα προκύπτουν από την καταπάτηση των κανόνων που έχουν ως σκοπό να ρυθμίσουν ή και να προλάβουν τις περιβαλλοντικές καταστροφές (δευτεροβάθμια εγκλήματα, για παράδειγμα μη συμμόρφωση με επιβαλλόμενα μέτρα μείωσης καυσαερίων, όπως φίλτρα κλπ). Στις μέρες μας, μάλιστα, είναι σύνηθες τα περιβαλλοντικά εγκλήματα να διαπράττονται κατά την επιδίωξη επιχειρησιακών αποτελεσμάτων και να περιλαμβάνουν «συνήθεις» επιχειρησιακές πρακτικές (Friedrichs, 2007). Επιπλέον, ένας άλλος διαχωρισμός των πράσινων εγκλημάτων, ή αλλιώς «εγκλημάτων βρώμικου κολάρου», (Ruggiero και South, 2010) δόθηκε από τον White (2008), ο οποίος διαχωρίζει τα περιβαλλοντικά εγκλήματα σε «καφέ», «πράσινα» και «λευκά». Τα «καφέ» αφορούν στην αστική ζωή και τα συναφή θέματα ρύπανσης (για παράδειγμα την κλιματική αλλαγή, τη διάθεση αποβλήτων,την παραγωγή και διανομή τοξικών ουσιών,τα ηλ. απόβλητα,την υπερκαλλιέργεια,τη μαύρη αλιεία,τα εγκλήματα των τροφίμων κ.ά.), τα «πράσινα» αφορούν σε θέματα διατήρησης της άγριας φύσης (για παράδειγμα την όξινη βροχή,την καταστροφή της βιοποικιλότητας,των οικοτόπων,τη λαθροθηρία και το εμπόριο ζώων), ενώ, τέλος, τα «λευκά» εγκλήματα σχετίζονται με το αντίκτυπο των νέων τεχνολογιών (όπως τα γενετικά τροποποιημένα τρόφιμα, τα πειράματα σε ζώα,οι κλωνοποιήσεις κλπ).

Νομική προστασία

Η πρώτη ποινική αντιμετώπιση των περιβαλλοντικών αδικημάτων πραγματοποιήθηκε με τη Σύμβαση του Στρασβούργου το 1998, η οποία αποτελεί τη πρώτη διεθνή σύμβαση που καθιερώνει το αξιόποινο των πράξεων που βλάπτουν ή είναι πιθανόν να βλάψουν το περιβάλλον. Προφανώς, πρωτύτερα και στη συνέχεια, θεσπίστηκαν πολλά νομοθετήματα, με σκοπό την προστασία του περιβάλλοντος τόσο από αστική και διοικητική πλευρά, ενώ είναι ουσιώδες να επισημάνουμε, πέρα των κρατικών προβλέψεων, και τις διεθνείς συμβάσεις, με σκοπό την οργανωμένη πάταξη του διασυνοριακού περιβαλλοντικού εγκλήματος, το οποίο αποτελεί σχεδόν τον κανόνα, δεδομένου του ενιαίου και συνεχούς χαρακτήρα του περιβάλλοντος.

Παρά τις συνεχείς προσπάθειες αντιμετώπισης των πράσινων εγκλημάτων και των παραβατών, όπως αναφέρθηκε και ανωτέρω, συχνά ο αγώνας αυτός βρίσκει εμπόδια από τα ίδια τα κράτη, τα οποία παλεύουν για την οικονομική ανάπτυξη, αφήνοντας συχνά το περιβάλλον σε δεύτερη μοίρα, αποδυναμώνοντας τα μέσα προστασίας κατά των περιβαλλοντικών εγκλημάτων, άμεσα ή έμμεσα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα καθίσταται η χώρα μας, στην οποία, από το 2010 και μετά, παρατηρείται μία πληθώρα παραγωγής κανόνων δημοσίου δικαίου, που νομιμοποιούν τις παράνομες δραστηριότητες. Αρκετοί νόμοι θεσπίζουν ποινική ασυλία των παραβατών, παροπλίζοντας το ποινικό δίκαιο (ενδεικτικά Ν 3843/2010 για νομιμοποίηση αυθαιρέτων, Ν 4411/2016 αμνηστία σε παραβάτες εφόσον η πράξη τους διώκεται με ποινή ως δύο έτη), ενώ με το νέο Ν 4512/2018 άλλαξε το καθεστώς του κρατικού ελέγχου, ο οποίος αποδυναμώθηκε, καταστρατηγώντας την περιβαλλοντική επιθεώρηση και δημιουργώντας ένα επιχείρημα υπέρ της οικονομικής δραστηριότητας ακόμα και σε βάρος του φυσικού κόσμου. Τέλος, με στόχο τις μεγάλες επενδύσεις, επιτρέπεται πλέον το Κράτος να δίνει εγγυήσεις για την τοποθεσία που διάλεξε ο επενδυτής, αλλάζοντας τις χρήσεις της γης και απλοποιώντας την περιβαλλοντική αδειοδότηση.

Συμπεράσματα

Από την πρώτη εμφάνιση του όρου, καθώς και του κλάδου της «Πράσινης Εγκληματολογίας», μέχρι και τις μέρες μας, το ενδιαφέρον για αυτή έχει αυξηθεί γεωμετρικά, αλλά, κυρίως, στους επιστημονικούς κύκλους, χωρίς να έχει αποκτήσει ακόμα τη δημοσιότητα που της αξίζει στο ευρύ κοινό. Από την κρισιμότητα, όμως, της προστασίας του περιβάλλοντος μας, σε μικρή και μεγάλη κλίμακα, καθίσταται πρόδηλο ότι οι άνθρωποι πρέπει άμεσα να ενημερωθούν και να διαπαιδαγωγηθούν αναφορικά με το πράσινο έγκλημα, ώστε να μπορούν να αντιταχθούν στην προαγωγή της καινοτομίας έναντι της προφύλαξης και να παλέψουν κατά της αποξένωσης του περιβαλλοντικού ελέγχου από την καταστολή του περιβαλλοντικού εγκλήματος που παρατηρείται πλέον.

Πηγές:

  1. Σμπρώκος, Γ. (2018). Η περιβαλλοντική εγκληματικότητα όπως αποτυπώνεται στη σύγχρονη μνημονιακή πραγματικότητα-Στατιστική και νομοθετική θεώρηση. ΠερΔικ 2/2018
  2. Καρδαρά, Α. (2018). Εγκλήματα κατά του Περιβάλλοντος-Περιβαλλοντική Εγκληματολογία & Mediahttp://www.postmodern.gr/egklimata-kata-tou-perivallontos-perivallontiki-egklimatologia-media/
  3. Γάκη, Ε. (2019). Εισαγωγή στην πράσινη Εγκληματολογία τον 21ο αιώνα. ΠερΔικ 1/2019
  4. White, R. (2008). Crimes Against Nature: Environmental Criminology and Ecological Justice. Wilan
  5. Lynch, M. (1990). The greening of criminology: aperspective for the 1990s,  Critical Crimonology
  6. Σιζοπούλου, Ε. (2016). Πράσινη Εγκληματολογία: Περιεχόμενο και άνοδος. http://applications.ucy.ac.cy/dailypress/dailypress.manage_documents2.download?p_file=44511
  7. Beirne, P. & South, N. (2007). Issues in green crimnology. Willan Publshing
  8. Hall, M. (2014). The roles and use of law in green criminology. International Journal for Crime, Justice and Social Democracy 3(2) 97‐110.
Έχει περάσει αρκετός χρόνος (4 έτη) από τη δημοσίευση αυτού του άρθρου. Παρακαλούμε συνεχίστε στην ανάγνωσή του έχοντας υπόψη την ημερομηνία δημοσίευσης.

Tagged under:

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.

Περισσότερα από την Power Politics:

Log in or Sign Up

Pin It on Pinterest