Η Καταπολέμηση της Tρομοκρατίας από το Συμβούλιο Ασφαλείας
- Written by Γεωργία Μπάμια
- Published in Άμυνα & Ασφάλεια, Διεθνές Δίκαιο
- Leave a reply
- Permalink
Το ζήτημα της τρομοκρατίας απασχολούσε την διεθνή κοινότητα ήδη από την προ του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου δεκαετία (Burgess, 2015). Αργότερα, υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών, ξεκίνησε η συστηματικότερη επεξεργασία του φαινομένου από το Συμβούλιο Ασφαλείας, το οποίο, από τη δεκαετία του 1990 και μετά, έχει εντείνει σημαντικά τη δράση του, μέσω της επιβολής κυρώσεων. Λαμβανομένων υπόψη των αρμοδιοτήτων που αποδίδονται στο Συμβούλιο Ασφαλείας από τα άρθρα 29 και 39 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται η τήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας, μεμονωμένες περιπτώσεις τρομοκρατίας άρχισαν να εξετάζονται από αυτό, και οι αντίστοιχες μορφές εκδήλωσής της καταδικάστηκαν στα σχετικά Ψηφίσματά του (Stromseth, 2003).
Το Συμβούλιο Ασφαλείας αντιμετώπισε το ζήτημα διαφορετικά, σε διαφορετικές περιόδους. Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, αλλά και κατά την περίοδο μετά αυτού, περιορίστηκε σε συμβουλευτικό ρόλο και στην, κατά περιπτώσεις, επιβολή κυρώσεων. Η αντιμετώπιση αυτή άλλαξε ριζικά με αφορμή τις επιθέσεις κατά των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής στις 11 Σεπτεμβρίου 2001. Η ριζική αυτή αλλαγή αποκρυσταλλώθηκε στο Ψήφισμα 1372 του 2001, και συνίστατο στην εισαγωγή, για πρώτη φορά, δεσμευτικών ρυθμίσεων γενικού χαρακτήρα, με αποδέκτες όλα τα κράτη.
Το Ψήφισμα 1373 παρουσιάζει ευρύτητα ως προς το περιεχόμενό του. Ελήφθη υπό το πλαίσιο του Κεφαλαίου 7 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, και επιβάλλει υποχρεώσεις και ρυθμίσεις δεσμευτικού χαρακτήρα στα κράτη για την πρόληψη και την καταστολή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, για την άρνηση ασφαλούς καταφυγίου στους τρομοκράτες, την εγκατάσταση αποτελεσματικών συνοριακών ελέγχων, και την προσαγωγή στη δικαιοσύνη όσων έχουν προβεί σε τρομοκρατικές ενέργειες. Αυτό το ευρύ ψήφισμα έχει νομοθετικό χαρακτήρα, και δεν αποσκοπεί στην επίλυση μεμονωμένων συγκρούσεων, αλλά στην εξαφάνιση της γενικής παγκόσμιας απειλής στην ειρήνη και στην ασφάλεια που τίθεται από την τρομοκρατία. Είναι η πρώτη φορά που το Συμβούλιο Ασφαλείας προβαίνει σε τρόπον τινά πράξη νομοθετικού περιεχομένου που τα κράτη καλούνται να ενσωματώσουν στο εσωτερικό τους δίκαιο. Επιπλέον, χαρακτηριστικό του πρωτοποριακού χαρακτήρα του εν λόγω Ψηφίσματος, και της φιλοδοξίας του να επιφέρει ουσιαστική αλλαγή, είναι ο καθορισμός Αντιτρομοκρατικής Επιτροπής (Counter-Terrorism Committee, CTC), η οποία απαρτίζεται από όλα τα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας, με σκοπό να παρακολουθεί την εφαρμογή
του Ψηφίσματος. Η Επιτροπή έχει παίξει έναν εξαιρετικά σημαντικό ρόλο στην έναρξη της μακράς και κρίσιμης διαδικασίας οικοδόμησης των αντιτρομοκρατικών πολιτικών των κρατών (Stromseth, 2003).
Λίγους μήνες μετά, το Συμβούλιο Ασφαλείας επανήλθε με το επίσης φιλόδοξο ψήφισμα 1390 του 2002. Το εν λόγω Ψήφισμα είναι επικαιροποιημένη μορφή μιας προηγούμενης απόφασης (1267) η οποία, τον Οκτώβρη του 1999, επέβαλε κυρώσεις στο καθεστώς των Ταλιμπάν, μεταξύ των οποίων την απαγόρευση πτήσεων και το πάγωμα περιουσιακών στοιχείων. Σκοπός αυτών των μέτρων ήταν η υλοποίηση της προσδοκίας του Συμβουλίου Ασφαλείας ότι, με αυτόν τον τρόπο, οι Ταλιμπάν θα μπορούσαν να στραφούν κατά του Osama bin Laden και να σταματήσουν να παρέχουν εκπαίδευση σε τρομοκράτες στο Αφγανιστάν (Stromseth, 2003) . Το ψήφισμα 1267 θέσπισε και Επιτροπή Κυρώσεων, η οποία απαρτίζεται επίσης από όλα τα μέλη του Συμβουλίου, με εντολή να αξιολογεί τις πληροφορίες από τα κράτη, σχετικά με τη συμμόρφωση στις κυρώσεις που υπεβλήθησαν στους Ταλιμπάν, καθώς και να προσδιορίσει πού βρίσκονται οι παραβάτες των κυρώσεων. Μετά την πτώση του καθεστώτος των Ταλιμπάν από την κυβέρνηση του Αφγανιστάν το 2001, αυτό το σύστημα κυρώσεων τροποποιήθηκε: η απαγόρευση πτήσεων κατά του Αφγανιστάν τερματίστηκε, και στο Ψήφισμα 1390 οι κυρώσεις επεκτάθηκαν, αφού τα κράτη υποχρεώνονταν να παγώσουν περιουσιακά στοιχεία, να απαγορεύουν την είσοδο ή τη διαμετακόμιση, και να εμποδίζουν τις μεταφορές όπλων στον bin Laden, στα μέλη της Αλ Κάιντα, στους Ταλιμπάν και σε άλλα άτομα και ομάδες που συνδέονται με τους παραπάνω, όπου κι αν βρίσκονται. Επιπλέον, η Επιτροπή Κυρώσεων επιφορτίστηκε με την αρμοδιότητα διατήρησης και ενημέρωσης ενός καταλόγου ατόμων και ομάδων εναντίον των οποίων κατευθύνονται οι κυρώσεις, βάσει των σχετικών πληροφοριών που παρέχουν τα κράτη-μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας και οι περιφερειακές οργανώσεις.
Έως τα τέλη Ιουλίου 2003, περίπου 80 κράτη είχαν ζητήσει βοήθεια και τουλάχιστον 79 είχαν επικουρηθεί για κατάρτιση κατάλληλου νομοθετικού πλαισίου και απαραίτητου προσωπικού. Περιφερειακές και διεθνείς οργανώσεις, και ιδρύματα με την τεχνογνωσία και την ικανότητα παροχής αντίστοιχων υπηρεσιών, μετά από πρόσκληση των Ηνωμένων Εθνών, συνέδραμαν τα κράτη-μέλη για την υλοποίηση των προαναφερθέντων στόχων (Ward, 2003).
Το 2004, με την υιοθέτηση του Ψηφίσματος 1535, το Συμβούλιο προέβη στη σύσταση της Εκτελεστικής Διεύθυνσης της Αντιτρομοκρατικής Επιτροπής, επιφορτισμένης με τη μελέτη και την ανάλυση των εκθέσεων που υποβάλλονται από τα κράτη. Το ζητούμενο των μελετών και των αναλύσεων είναι η διαπίστωση της συμμόρφωσης ή μη του κάθε κράτους στις επιταγές του Ψηφίσματος 1373. Οι Ομάδες Επισκέψεων, που αποστέλλονται στα κράτη από την Εκτελεστική Διεύθυνση, ελέγχουν την αντιτρομοκρατική νομοθεσία και εξετάζουν ποιες μορφές εκδήλωσης τρομοκρατικής δραστηριότητας ποινικοποιούνται, καθώς και τις ποινές που προβλέπονται. Σε επόμενο στάδιο, ζητείται από τα κράτη να συντάξουν έκθεση, όπου πρέπει να παρουσιάζεται η πρόοδος που έχουν σημειώσει.
Παρ’ όλες αυτές τις συστηματικές προσπάθειες, η μάστιγα της τρομοκρατίας εξακολουθεί να πλήττει την ανθρωπότητα. Χιλιάδες ξένων τρομοκρατών μαχητών ξεχύνονται στη Μέση Ανατολή από σχεδόν κάθε χώρα του κόσμου. H καινούργια πρακτική προσέγγιση του Ισλαμικού κράτους -δηλαδή. η διάδοση επαγγελματικώς επεξεργασμένων, ριζοσπαστικών, προπαγανδιστικών βίντεο στο διαδίκτυο που αιχμαλωτίζει ανθρώπους από όλα τα κοινωνικά στρώματα- έχει ως αποτέλεσμα τη συντονισμένη προσπάθεια των κρατών να την περιορίσουν. Μία λύση προέκυψε από το Ψήφισμα 2178 (2014) του Συμβουλίου Ασφαλείας. Αυτό το Ψήφισμα αφορούσε ειδικά σε αλλοδαπούς τρομοκράτες μαχητές, και κάλεσε όλα τα κράτη-μέλη να δράσουν άμεσα προς αντιμετώπιση αυτού του φαινομένου. Εντούτοις, ασκήθηκε κριτική στο Ψήφισμα, με τον ισχυρισμό ότι, κατά τη γραμματική του ερμηνεία, αφηνόταν περιθώριο σε καταστροφικές παραβιάσεις των ανθρώπινων δικαιωμάτων από καταπιεστικές κυβερνήσεις. Στην πραγματικότητα, βέβαια, τα ουσιαστικά προβλήματα του ψηφίσματος εντοπίζονται στη μεγάλη πιθανότητα αποτυχίας των κρατών να εφαρμόσουν τις επιταγές του, εξαιτίας της έλλειψης πολιτικής βούλησης και ικανότητας. Για τον λόγο αυτό, η ερμηνεία που ανακύπτει ως καταλληλότερη είναι η εστίαση των κρατών στην οδηγία του ψηφίσματος, σχετικά με την καταπολέμηση και πρόληψη του βίαιου εξτρεμισμού (Kopitzke, 2017).
Μελετώντας τη διαδικασία με την οποία το Συμβούλιο κατέληξε στα παραπάνω -μετά τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου- ψηφίσματα, διαπιστώνεται δυσκολία στην επίτευξη συναίνεσης. Το να διατηρηθεί παρούσα η ενότητα στο Συμβούλιο -όπως αμέσως μετά τις επιθέσεις στους Δίδυμους Πύργους- έχει αποδειχθεί δύσκολο, αφού δεν έχει επιτευχθεί η έκδοση Ψηφίσματος τόσο φιλόδοξου όσο το 1373. Επιπλέον, ανάλογα με τον τρόπο με τον οποίο εξελίσσονται τα πράγματα από εδώ και πέρα, το Συμβούλιο μπορεί να χρειαστεί να λάβει μέτρα κατά των κρατών που δεν συμμορφώνονται στις υποχρεώσεις του 1373. Σκόπιμο θα ήταν, ακόμα, να εξετάσει αν και με ποιον τρόπο η επιτροπή CTC και η Επιτροπή Κυρώσεων, που εγκαθιδρύθηκε με το ψήφισμα 1267, θα μπορούσαν να συνεργαστούν. Το μεταγενέστερο ψήφισμα 1455 παρουσιάζει την αφετηρία μιας τέτοιας εκτίμησης (Stromseth, 2003).
Πάντως, παρά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, διαδραματίζει δυναμικό ρόλο στην διατύπωση και ενίσχυση των διεθνών προτύπων κατά της τρομοκρατίας, απαιτώντας από τα κράτη να λάβουν αποτελεσματικά μέτρα, συντονίζοντας και συγκεντρώνοντας τη βοήθεια περιφερειακών οργανισμών, άλλων διεθνών οργανισμών και μη κυβερνητικών οργανώσεων στην προσπάθεια οικοδόμησης και ενίσχυσης των αντιτρομοκρατικών μέτρων, και εγκρίνοντας κυρώσεις και άλλα μέτρα επιβολής της νομοθεσίας. Παρά τις πολιτικές διαφορές και τις τρέχουσες δυσκολίες, η τελευταία δεκαετία δείχνει ότι το Συμβούλιο Ασφαλείας θα συνεχίσει να βρίσκει τρόπους να καινοτομεί, απαντώντας στις απειλές που ελλοχεύουν κατά της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας.
Πηγές:
- Burgess, M. (2015). A Brief History of Terrorism. http://www.pogo.org/straus/issues/other-items/a-brief-history-of-terrorism.html
- Kopitzke, C. (2017). Security Council Resolution 2178 (2014): An Ineffective Response to the Foreign Terrorist Fighter Phenomenon. 24 Ind. J. Global Legal Stud., p. 309.
- Stromseth, J. (2003). An imperial Security Council? Implementing Security Council Resolutions 1373 and 1390. Proceedings of the Annual Meeting (American Society of Inernational Law), Vol. 97, pp. 41-45.
- War, C. (2003). Building Capacity to Combat International Terrorism: The Role of the United Nations Security Council. 8 J. Conflict & Sec. L., p. 289.