Οικονομική ανισότητα στα μοντέλα καπιταλισμού: φενάκη ή διαχρονικό φαινόμενο;
- Written by Άσπα Μουσουλίδη
- Published in Αμερική, Ευρώπη, Κοινωνία & Πολιτισμός, Οικονομία
- 1 Comment
- Permalink
Η βιομηχανική επανάσταση σηματοδότησε το πέρασμά μας στην καπιταλιστική εποχή, όπου αναδύθηκαν πολλά ερωτήματα. Ένα από αυτά αποτελεί η διαχείριση των οικονομικών ανισοτήτων. Σήμερα υφίσταται διαχείριση των οικονομικών ανισοτήτων, και κατά πόσο ενυπάρχει στα μοντέλα καπιταλισμού των ανεπτυγμένων κρατών; Είναι φαινόμενο που ξεπεράστηκε, ή ακόμα μας ταλανίζει;
Ορισμός της Οικονομικής Ανισότητας
Προτού ορίσουμε το περιεχόμενο της οικονομικής ανισότητας, αποζητάμε την ουσία της ισότητας. Κορωνίδα της αποτελεί η ίση μεταχείριση των ατόμων, η οποία οριοθετείται σε ένα συγκεκριμένο νομικό πλαίσιο. Κύρια στοιχεία της είναι η κοινωνική κινητικότητα, το κράτος πρόνοιας και η ίση κατανομή ευκαιριών σε όλους τους πολίτες. Αρχικά, η οικονομική ανισότητα αποτελεί τη διαφορά στον τρόπο διανομής του πλούτου και του διαθέσιμου εισοδήματος στους λαούς και στα άτομα. Κύριοι παράμετροί της είναι ο πλούτος (η συνολική ποσότητα των περιουσιακών στοιχείων μιας κοινωνίας), το εισόδημα (το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών σε ένα συγκεκριμένο έτος) και η κατανάλωση (η δυνατότητα εξασφάλισης αγαθών).
.
Μοντέλα Καπιταλισμού
Για να ερευνήσουμε κατά πόσο ενυπάρχει η οικονομική ανισότητα στις ανεπτυγμένες κοινωνίες του 21ου αιώνα, χρησιμοποιούμε ως εργαλείο τη θεωρία των μοντέλων καπιταλισμού. Η θεωρία αυτή αποτελεί το πλαίσιο για την κατανόηση των θεσμικών διαφοροποιήσεων μεταξύ των ανεπτυγμένων οικονομιών. Με αυτόν τον τρόπο περνάμε ομαλά στην κατηγοριοποίηση των μοντέλων καπιταλισμού σε συντονισμένες, φιλελεύθερες και μικτές οικονομίες της αγοράς. Την πρώτη περίπτωση τη συναντάμε κατεξοχήν στις Σκανδιναβικές χώρες, όπου η οικονομία συνδέεται με διευρυμένο κοινωνικό κράτος και με επιχειρήσεις που συνδέονται σε σχέσεις εκτός της αγοράς, δηλαδή σε μηχανισμούς στρατηγικών αλληλεπιδράσεων με την ύπαρξη συνδικάτων, δίκτυα ανταλλαγής μετόχων και ενώσεις εργοδοτών. Στις δεύτερες, οι επιχειρήσεις συντονίζονται μέσω ιεραρχιών και μηχανισμών της αγοράς, ενώ το κοινωνικό κράτος δεν έχει τόσο δυναμικό ρόλο όσο στις συντονισμένες. Το φιλελεύθερο μοντέλο δόμησης της αγοράς απαντάται σε χώρες όπως οι Η.Π.Α και η Μεγάλη Βρετανία. Τέλος, οι μικτές οικονομίες συνδυάζουν στοιχεία των δύο παραπάνω, αλλά με κύριο διαπραγματευτή το κράτος. Για να καταλάβουμε γιατί κάποιες κοινωνίες έτειναν προς τη συντονισμένη οικονομία, και κάποιες άλλες προς τη φιλελεύθερη, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας το επίπεδο εκβιομηχάνισης στην οργάνωση της παραγωγής και την πολιτική οργάνωση του καθεστώτος. Στη προβιομηχανική περίοδο τα περισσότερα δυτικά κράτη ανήκαν στις συντονισμένες οικονομίες, οι οποίες είχαν ανεπτυγμένη – ως ένα βαθμό – τη γεωργία. Συνάμα το κράτος, σε αυτές τις οικονομίες, λειτουργούσε μέσα από τις ενώσεις. Αντίθετα, την ίδια περίοδο, όσα κράτη προέκυψαν έχοντας φιλελεύθερη καταγωγή, χαρακτηρίζονταν από φτωχή συντεχνιακή παράδοση και η εξουσία ήταν διάσπαρτη. Παράλληλα, επειδή το εργατικό δυναμικό ήταν ανειδίκευτο, πρώτος και κυρίαρχος στόχος των φιλελεύθερων καθεστώτων ήταν η καλλιέργεια γενικών δεξιοτήτων και η ταχύτατη ανάπτυξη της παραγωγής. Όσον αφορά τις μικτές οικονομίες της αγοράς, ο όρος και η συζήτηση περί ύπαρξής τους τοποθετείται μετά το 1930 στην Μεγάλη Βρετανία, από το Εργατικό Κόμμα το οποίο είχε επηρεαστεί από τις Κεϋνσιανές ιδέες.
Αναδιανεμητικές πολιτικές και Μοντέλα Καπιταλισμού
Ερευνώντας τη φύση του κράτους πρόνοιας, θεωρήσαμε ότι οι συντονισμένες οικονομίες της αγοράς προσφέρουν καλύτερες αναδιανεμητικές πολιτικές. Τα συνδικάτα αντιπροσωπεύοντας διαφορετικές εισοδηματικές ομάδες, διεκδικούν μερίδιο στην εξουσία και ίση κατανομή πόρων. Δεύτερες στη σειρά έρχονται οι μικτές οικονομίες, οι οποίες καταπολεμούν – όσο είναι δυνατό – τις οικονομικές ανισότητες, και τελευταίες τοποθετούνται οι φιλελεύθερες, με λιγότερο ανταποδοτικό κράτος πρόνοιας.
Παραδείγματος χάρη, ας συγκρίνουμε το Αμερικανικό, το Σκανδιναβικό και το Γαλλικό μοντέλο. Σύμφωνα με το Policy Analysis, η ομοσπονδιακή Αμερικανική κυβέρνηση παρείχε χρηματοδότηση για 126 ξεχωριστά, αλλά συχνά επικαλυπτόμενα, προγράμματα κατά της φτώχειας. Συγκεκριμένα υπάρχουν 33 προγράμματα στέγασης, και 21 διαφορετικά προγράμματα για την παροχή τροφίμων. Επίσης εντοπίζονται 8 διαφορετικά προγράμματα υγειονομικής περίθαλψης, τα οποία χορηγούνται από πέντε διαφορετικούς οργανισμούς εντός του τμήματος υγείας και ανθρωπίνων υπηρεσιών. Τα παραπάνω προγράμματα είναι στις αρμοδιότητες τριών διαφορετικών ομοσπονδιακών υπουργείων, σε συνεργασία με έναν ανεξάρτητο οργανισμό. Στο παρακάτω διάγραμμα βλέπουμε το όριο φτώχειας να κυμαίνεται στα $18,530, η ομοσπονδιακή χρηματοδότηση του κράτους πρόνοιας στα 44, 500$, και η κρατική και τοπική χρηματοδότηση να είναι στα $59,233.
Η χρηματοδότηση – τόσο σε περιφερειακό όσο και σε τελικό επίπεδο- του Αμερικανικού Κράτους πρόνοιας, αυξήθηκε γρήγορα και σημαντικά από το 1970 μέχρι και το 2011, όπως φαίνεται από τα παρακάτω διαγράμματα.
Ωστόσο η χρηματοδότηση, τόσο από το κράτος όσο και από τους διάφορους φορείς, δεν κατάφερε να αμβλύνει τις ανισότητες του κράτους πρόνοιας, καθώς η αύξησή της δεν συνεπάγεται και σωστή κατανομή. Παράλληλα, η παρουσία της οικονομικής κρίσης το 2007 δυσχέρανε την κατάσταση αυτή και, για αυτό το λόγο, η φτώχεια ακόμη και σήμερα βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα.
Επίσης παρατηρήθηκε, σύμφωνα με έρευνες τη δεκαετία του 1980-1990, οτι η αναδιανεμητική πολιτική αυξήθηκε στις Σκανδιναβικές χώρες, αν και υπήρχε αυξημένη ανισότητα εισοδήματος. Αυτό μπορεί να εξηγηθεί από το γεγονός ότι τις δεκαετίες εκείνες πιθανόν η δυνατότητα απασχόλησης να ήταν μικρή σε σχέση με το κράτος πρόνοιας, το οποίο τροφοδοτούταν με υψηλή φορολογία στα πλούσια στρώματα. Στα παρακάτω διαγράμματα, παρατηρώντας το Σουηδικό μοντέλο – που είναι βασισμένο στο Σκανδιναβικό συντονισμένο οικονομικό πρότυπο – ανιχνεύουμε μία αύξηση του συντελεστή Gini για το εισόδημα αγοράς των νοικοκυριών. Συγκεκριμένα, αυξάνεται από 0.293, το 1981, σε 0.375, το 2000, ενώ η ανισότητα μεταξύ εισοδήματος αγοράς και διαθέσιμου εισοδήματος αυξάνεται από 0.108 σε 0.137. Φαινομενικά, θα υποθέταμε ότι το κράτος πρόνοιας της Σουηδίας υπήρξε λιγότερο αναδιανεμητικό την περίοδο εκείνη. Παρά ταύτα, θα ήταν καλύτερο να πούμε ότι έγινε πιο αναδιανεμητικό, αλλά αυτή η εξέλιξη δεν κατάφερε να αντισταθμίσει την αύξηση των ανισοτήτων στην αγορά.
Συνάμα θα μελετήσουμε το Γερμανικό μοντέλο, το οποίο ανήκει στις συντονισμένες οικονομίες αγοράς. Οι αλλαγές στην αγορά εργασίας ήταν η κύρια κινητήρια δύναμη της αύξησης της ανισότητας. Πρώτον, η διανομή των ακαθάριστων μισθών αυξήθηκε σημαντικά μετά το 1995, μετά από μια μακρά περίοδο σταθερότητας. Δεύτερον, το ποσοστό των ανέργων νοικοκυριών αυξήθηκε κατά 4 ποσοστιαίες μονάδες από το 1995, σε 19%, το υψηλότερο επίπεδο σε όλη τη ζώνη του ΟΟΣΑ. Για το σύνολο του πληθυσμού το εισοδηματικό ποσοστό φτώχειας αυξήθηκε από 6% σε 11%, ενώ για τα παιδιά αυξήθηκε από 7% στο 16%.
Επιπλέον λαμβάνουμε υπόψη μας το Γαλλικό μοντέλο, ως ένα παράδειγμα μικτής οικονομίας. Σύμφωνα με έκθεση του ΟΟΣΑ το 2008, η Γαλλία είναι από τις λίγες χώρες στις οποίες η εισοδηματική ανισότητα και η φτώχεια έχουν μειωθεί τα τελευταία 20 χρόνια – αν και δεν αγγίζουν το όριο των Σκανδιναβικών χωρών. Το 10% των πλουσιότερων Γάλλων κατέχουν εισόδημα $54.000. Η μεσαία τάξη έχει εισόδημα στα $20.000 και η φτωχότερη εργατική τάξη αποτελεί το 10% του Γαλλικού πληθυσμού, με εισόδημα $9.000, δηλαδή 25% παραπάνω από τον μέσο όρο φτώχειας στις χώρες του ΟΟΣΑ. Η μείωση της ανισότητας προήλθε από αλλαγές στην αγορά εργασίας. Η ανισότητα στους ανδρικούς ακαθάριστους μισθούς μειώθηκε στο 10% από το 1985. Αντίθετα, σε άλλες χώρες του ΟΟΣΑ αυξήθηκε στο 20%. Παράλληλα παρατηρείται, μετά τη δεκαετία του ’60, η έξοδος των γυναικών στην αγορά εργασίας. Επίσης, οι επαγγελματικές δυνατότητες των πολιτών με χαμηλά επίπεδα μόρφωσης αυξήθηκε, εν αντιθέσει με τις υπόλοιπες χώρες του ΟΟΣΑ. Οι εν δυνάμει – και μόλις – συνταξιούχοι βίωσαν την αύξηση των εισοδημάτων τους, ενώ η φτώχεια από το 10% έπεσε στο 5%.
Συμπεράσματα
Η οικονομική ανισότητα αποτελεί φυσική απόρροια του καπιταλιστικού συστήματος, και βασίζεται στην αυτοανακύκλωσή του – όπως υποστήριξε και ο Σουμπέτερ. Η οικονομική ανισότητα επηρεάζεται ιδιαίτερα από το επίπεδο εκβιομηχάνισης, και το πώς έχει δομηθεί το καπιταλιστικό σύστημα στις χώρες ιστορικά. Ακόμη, η οικονομική κρίση καταστρατηγεί από τη φύση της κάθε δικαίωμα στην ισότητα, ανοίγοντας περισσότερο την ψαλίδα. Τέλος, η οικονομική ανισότητα αποτελεί ένα πολιτικό – και όχι απλώς μακροοικονομικό – φαινόμενο, καθώς κάθε πολιτική απόφαση αντικατοπτρίζει μία συγκεκριμένη κατεύθυνση ως προς την άμβλυνση των ανισοτήτων.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
• Korpi, Walter, and Joakim Palme (1998), “The Paradox of Redistribution and Strategies of Equality: Welfare State Institutions, Inequality, and Poverty in the Western Countries.” American Sociological Review 63 (October):661–87.
• Pontusson, Jonas (2005) Inequality and Prosperity: Social Europe Vs. Liberal America, Ithaca: Cornell University Press
• OECD (2008), Growing Unequal? : Income Distribution and Poverty in OECD Countries
• The Haves and the Have-Nots: A Brief and Idiosyncratic History of Global Inequality
• The return of ‘patrimonial capitalism’, review of Thomas Piketty’s book “Capital in the 21st Century”, October 2013, forthcoming in Journal of Economic Literature
• Global Income Inequality, Conference of the Institute for New Economic Thinking, Cambridge, UK, April 2010.
1 Comment
Pingback: Δυτική Σαχάρα, Μαρόκο Και Αφρικανική Ένωση: Ο Δρόμος Προς Μια Διπλωματική Ειρήνη ( ; ) της ΔΗΜΗΤΡΑΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΥ | ditikisahara