Σοβιετική διείσδυση στο αμερικανικό σύστημα (1940-1954): Μια αόρατη απειλή
- Written by Σταύρος Παπακυριαζής
- Published in Διπλωματία & Πολιτική, Ιστορία & Στρατηγική
- Leave a reply
- Permalink
Πολλές φορές επικρατεί ο προβληματισμός για το ποια σκέψη καθορίζει την συμπεριφορά των ανθρώπων στο τέλος της μέρας. Είναι η ιδεολογία ή το προσωπικό συμφέρον; Μήπως είναι ένας συνδυασμός αυτών των δύο; Ο ίδιος αυτός προβληματισμός καθορίζει και το σκεπτικό των σχεδιαστών της πολιτικής των Μεγάλων Δυνάμεων. Το πέρασμα από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στον Ψυχρό Πόλεμο, η σύγκρουση δύο πρώην συμμάχων και δύο αντίθετων ιδεολογικών κόσμων αποτελεί ένα ιστορικό πεδίο μελέτης, ικανό να απαντήσει σε αυτόν τον προβληματισμό. Η χρήση, πέραν των στρατιωτικών μέσων, από την Σοβιετική Ένωση για να υποκλέψει ζωτικές πληροφορίες από τον μεγαλύτερο εχθρό της, συνδέθηκε με την έκρηξη της κομμουνιστοφοβίας στο εσωτερικό σκηνικό των Η.Π.Α. Το παράδοξο είναι το πόσο μικρό ρόλο διαδραμάτισε σε αυτό η σοβιετική δράση σε σύγκριση με την ιδιομορφία της ίδιας της αμερικανικής νοοτροπίας στο εσωτερικό της χώρας.
Αμερικανισμός: Το κυρίαρχο στοιχείο της αμερικανικής ιδεολογίας
Ο αμερικανισμός είναι βασισμένος στη βαθιά αίσθηση αισιοδοξίας και ηθικολογίας που διαπερνούσε, ανέκαθεν, μεγάλο μέρος της αμερικανικής κοινωνίας. Τα μόνα κράτη που θεωρούν ως άξια, είναι αυτά με πολίτευμα φιλελεύθερης δημοκρατίας και με οικονομία αγοράς. Αποτελεί μια ιδεολογία αντίθετη της πολιτικής ισχύος της ρεαλιστικής θεωρίας, και είναι επηρεασμένη από τη φιλελεύθερη ιδεολογία που διακρίνει τα κράτη σε καλά και κακά, βάση των προθέσεών τους. Είναι εύκολο να διαπιστώσει κανείς γιατί οι Αμερικάνοι θα αρνούνταν με φρίκη να δεχτούν ότι οι Η.Π.Α. δεν αποτελούσαν τον “καλό” παίκτη στην ψυχροπολεμική σύγκρουση. Ήταν μια ιδέα σε αντιδιαστολή με τη διαχρονική πεποίθηση της αμερικανικής κοινότητας περί αμερικανικής ανωτερότητας, με το καθήκον να διαδώσει τις προοδευτικές αντιλήψεις της δημοκρατίας στον υπόλοιπο κόσμο.
Το σοβιετικό μονοπώλιο στην κατασκοπία
Λίγο μετά το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πόλεμου και τα πρώτα ψυχροπολεμικά σύννεφα, δύο φαινομενικά συνδεδεμένες, αλλά στην πραγματικότητα ανεξάρτητες, δυσάρεστες εξελίξεις έλαβαν χώρα στο εσωτερικό των Η.Π.Α., και διήρκησαν μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’50. Η μία εξέλιξη ήταν η διείσδυση των σοβιετικών μυστικών υπηρεσιών σε κρίσιμους τομείς του αμερικανικού κράτους, σημειώνοντας μια από τις θεαματικότερες επιτυχίες στην ιστορία της κατασκοπίας. Το μέγεθος αυτής της διείσδυσης έγινε γνωστό στις πραγματικές του διαστάσεις μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, με επιλεκτικές αποκαλύψεις της Ρωσίας, και μέσω μαζικής διαρροής απόρρητων αρχείων της K.G.B. ( Σοβιετική Υπηρεσία Πληροφοριών και Ασφάλειας).
Η αρχή αυτού του φαινομένου οφείλεται, κυρίως, στη μεγάλη οικονομική κρίση που ξεκίνησε το 1929, η οποία υπέδειξε τις εσωτερικές αντιφάσεις του καπιταλιστικού συστήματος, στην αδράνεια της δύσης έναντι του φασισμού στον ισπανικό εμφύλιο του 1936-1939, και στην πολιτική κατευνασμού των δυτικών δυνάμεων έναντι της επεκτατικής Γερμανίας του Χίτλερ. Πολλοί προοδευτικοί ιδεαλιστές στην αμερικανική σκηνή άρχισαν να θεωρούν ότι η μόνη ελπίδα στον κόσμο βρισκόταν στο πλευρό της Σοβιετικής Ένωσης.
Το Κ.Κ.Η.Π.Α. (Κομουνιστικό Κόμμα των Η.Π.Α.) δεν είχε την παραμικρή δυνατότητα ανάδειξης στο αμερικανικό πολιτικό σύστημα. Για αυτό και συνεργάστηκε ανοιχτά με μη κομουνιστικές, αριστερές και φιλελεύθερες οργανώσεις, ενώ η διείσδυσή του στις κεντρικές υπηρεσίες του κράτους ήταν καλυμμένη. Έτσι, κατάφερε να επιστρατεύσει αρκετούς αριστερούς ιδεαλιστές στον κεντρικό μηχανισμό των Η.Π.Α. για τις μυστικές σοβιετικές υπηρεσίες κατασκοπίας, είτε μέσω του ίδιου του Κ.Κ.Η.Π.Α., είτε με απευθείας επαφή με στελέχη των σοβιετικών υπηρεσιών.
Κατά την περίοδο 1941-5, οι σοβιετικές υπηρεσίες κατασκοπίας διείσδυσαν στον Λευκό Οίκο, μέσω του Lauchlin Currie, συμβούλου του Roosevelt. Μέσω του Κ.Κ.Η.Π.Α., διείσδυσαν στη νεοσύστατη υπηρεσία πληροφοριών O.S.S. (Office of Strategic Services), πρόδρομο της CIA. Κατάφεραν, μάλιστα, να αποκτήσουν πράκτορες που ήταν υψηλά ιστάμενα στελέχη στα Υπουργεία Εξωτερικών και Οικονομικών, καθώς και στην αμερικανική Υπηρεσία Οικονομικού Πολέμου, αλλά και στο κομβικό σημείο της θεσμικής συνεργασίας μεταξύ των βρετανικών και αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών. Τον Απρίλιο του 1941, η N.K.V.D. (Πρόδρομος της K.G.B.) είχε, μόνη της, 221 πράκτορες στις ΗΠΑ. Εν αντιθέσει, οι Η.Π.Α. και η Βρετανία δεν είχαν ούτε έναν κατάσκοπο στη Μόσχα.
Η σημαντικότερη επιτυχία στην ιστορία της σοβιετικής κατασκοπίας ήταν η διείσδυση των σοβιετικών στο πρόγραμμα Μανχάταν. Μέσω της επιστράτευσης στελεχών στη βρετανική πλευρά του προγράμματος, και του δικτύου του ζεύγους Ethel και Julius Rosenberg στην αμερικανική πλευρά, η Ε.Σ.Σ.Δ. κατάφερε να συγκεντρώσει τις απαραίτητες επιστημονικές και τεχνολογικές πληροφορίες, ώστε να κατασκευάσει την πρώτη δική της ατομική βόμβα, το 1949. Στις Η.Π.Α. έμαθαν τον τρόπο κατασκευής της ατομικής βόμβας, ενώ στη Βρετανία έμαθαν από ποια υλικά κατασκευάζεται. Η πρώτη δοκιμή σοβιετικής ατομικής βόμβας, το 1949, ήταν ακριβές αντίγραφο της πρώτης αμερικανικής δοκιμής του 1945.
Το κύριο όργανο υπεύθυνο για την απόκρουση διείσδυσης των σοβιετικών κατασκόπων στις Η.Π.Α. ήταν το F.B.I. (Federal Bureau of Investigations) και ο “σκοτεινός” διοικητής του, ο J. Edgar Hoover. Το παράδοξο ήταν πως, ενώ ο Roosevelt, από το 1936, τού ανέθεσε το έργο της εξάρθρωσης των φασιστικών και κομμουνιστικών οργανώσεων (κομμουναζιστών, όπως τους έλεγε ο Hoover) και τα στελέχη του αυξήθηκαν από 300 στα μέσα της δεκαετίας του ’30 σε 5000 μέχρι το 1945, δεν μπόρεσαν να πιάσουν ούτε έναν σοβιετικό κατάσκοπο.
Παρά την υπέρογκη συγκέντρωση πόρων και τη συνεργασία με άλλες υπηρεσίες, όπως η Επιτροπή Μη- Αμερικανικών Δραστηριοτήτων της Βουλής των Αντιπροσώπων (H.U.A.C.), αποτελεί εύλογο ερώτημα το πώς οι σοβιετικές υπηρεσίες κατάφεραν να διεισδύσουν τόσο εύκολα στο αμερικανικό σύστημα. Η απάντηση βρίσκεται στην εμμονή των αμερικανικών υπηρεσιών να επικεντρώνουν την προσοχή τους σε άτομα με αδιαμφισβήτητες κομμουνιστικές πεποιθήσεις και σοβιετικά φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά. Το αίτιο αυτής της λανθασμένης προσέγγισης ήταν η αμερικανική ξενοφοβία και η πολιτισμική ανασφάλεια για οποιαδήποτε ιδεολογία ασύμβατη προς τον κυρίαρχο αμερικανισμό στο εσωτερικό της χώρας. Όμως, οι σοβιετικοί κατάσκοποι ούτε είχαν ξενική προφορά ούτε διατυμπάνιζαν την κομμουνιστική ιδεολογία, αλλά συμπεριφέρονταν σαν “κανονικοί” Αμερικανοί πολίτες, υπεράνω υποψίας.
Τελικά, το σοβιετικό δίκτυο κατασκοπίας εξαρθρώθηκε στις ΗΠΑ, με την αυτομόληση σοβιετικών πρακτόρων και τη δυτική κρυπτογραφική επιτυχία του προγράμματος VENONA. Βέβαια, από πλευράς δικαστικής δίωξης, οι καταθέσεις αυτομολησάντων πρακτόρων δεν ήσαν επαρκείς από μόνες τους, και έτσι, το πρόγραμμα VENONA δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σαν τεκμήριο, προκειμένου να μην προδοθεί η ύπαρξή του στην Ε.Σ.Σ.Δ. Η ειρωνεία ήταν ότι η Σοβιετική Ένωση είχε επίγνωση της ύπαρξής του μέσω των κατασκόπων της. Το F.B.I. επιθυμούσε να συλλαμβάνει επ’ αυτοφώρω τους κατασκόπους, παρακολουθώντας τους, αλλά η Ε.Σ.Σ.Δ. τους αδρανοποιούσε σε τέτοια περίπτωση, με αποτέλεσμα σχεδόν όλοι οι κατάσκοποί της να μείνουν δικαστικά ατιμώρητοι. Πάραυτα, στις αρχές της δεκαετίας του ’50, τα σοβιετικά δίκτυα κατασκοπίας στις ΗΠΑ ήταν μηδαμινά.
Η κομμουνιστοφοβία και ο μακαρθισμός
Η δεύτερη εξέλιξη στο αμερικανικό σύστημα, εκείνο το διάστημα, ήταν η έκρηξη των συναισθημάτων κομμουνιστοφοβίας στις Η.Π.Α., οι ρίζες της οποίας ήταν άσχετες με τη σοβιετική κατασκοπία. Η κομμουνιστοφοβία αποτελούσε ένα μαζικό αίσθημα φόβου, όχι ενάντια σε πράκτορες που πρόδιδαν κρατικά μυστικά σε μια αντίπαλη δύναμη, αλλά προς ένα υπόγειο, αόρατο και πανίσχυρο δίκτυο.
Αν και υπήρχαν αρκετοί εξωτερικοί παράγοντες που οδήγησαν στο φαινόμενο αυτό, όπως ο σοβιετικός έλεγχος της Ανατολικής Ευρώπης, η σοβιετική κατοχή πυρηνικών και οι δηλώσεις του Stalin, ωστόσο, οι εξελίξεις στην εσωτερική πολιτική σκηνή των ΗΠΑ ήταν αυτές οι οποίες διαδραμάτισαν τον σημαντικότερο ρόλο στη διόγκωση της κομμουνιστοφοβίας στο εσωτερικό των Η.Π.Α. Ήταν μια παρανοϊκή πολιτική κινητοποίηση, παρόμοια αυτής για την ύπαρξη μιας εβραϊκής ή μασονικής απειλής. Οι δυτικές κοινωνίες κατά καιρούς επηρεάζονται από τέτοια μαζικά αισθήματα με ολέθριες συνέπειες (βλ. Hitler). Αν είχαν τη σημερινή γνώση για την σοβιετική διείσδυση, πιθανότατα το κύμα της κομμουνιστοφοβίας θα είχε εκτονωθεί. Ήταν, επομένως, αποτέλεσμα άγνοιας, όχι γνώσης. Η γνώση ήταν ανέκαθεν πηγή δύναμης.
Το φαινόμενο αυτό ήταν απόρροια της επαφής της, μέχρι τότε, απομονωμένης Αμερικής με τον υπόλοιπο κόσμο, και της διακύβευσης της ύπαρξης του αμερικανισμού εντός των Η.Π.Α. Το παράδοξο ήταν ότι οι Η.Π.Α., στις οποίες ο κομμουνισμός είχε ελάχιστες ελπίδες να καρποφορήσει, αντέδρασαν πολύ πιο έντονα από τα ευρωπαϊκά κράτη, όπου υπήρχαν ισχυρά κομμουνιστικά κόμματα. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η Ευρώπη ήταν συνηθισμένη στη σύγκρουση πολλών αντίθετων ιδεολογικών ρευμάτων. Αντίθετα, στην Αμερική επικρατούσε η “τυραννία” του φιλελευθερισμού, και δεν υπήρχε προϊστορία ιδεολογικής σύγκρουσης ή επαφής με άλλα αντίθετα ιδεολογικά ρεύματα. Η δράση της H.U.A.C. ενάντια σε “μη- αμερικανικές” ιδέες, και η αντιμεταναστευτική νομοθεσία μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, έδειξαν τη σύνδεση μεταξύ κομμουνιστοφοβίας και ξενοφοβίας στις ΗΠΑ.
Πολλοί κεντροαριστεροί φιλελεύθεροι και σοσιαλιστές, που μέχρι τότε είχαν συμπορευθεί με το Κ.Κ.Η.Π.Α., εκδίωξαν τους κομμουνιστές από τις τάξεις τους το 1946, κατηγορώντας τους για σταλινισμό. Έτσι ξεκίνησε ένα κυνήγι μαγισσών, εκδιώχνοντας κομμουνιστές από τις βαθμίδες της παιδείας, καθώς “είχαν αποποιηθεί την ελευθερία τους να αναζητούν την αλήθεια” (Παπασωτηρίου, 2002) . To F.B.I. αναζήτησε την εξακρίβωση της πίστης των ομοσπονδιακών υπαλλήλων, με απότοκο την απόλυση 1200 δημόσιων υπαλλήλων και την παραίτηση άλλων 6000 που αρνήθηκαν να υποστούν τον έλεγχο.
Το 1948 αξιοποιήθηκε ο νόμος Smith του 1940, που θεωρούσε ως παράνομη όχι μόνο την ανατροπή της κυβέρνησης, αλλά και την ενθάρρυνση για ανατρεπτική δράση, προκειμένου να φυλακιστούν οι 11 ηγέτες του Κ.Κ.Η.Π.Α. χωρίς κανένα τεκμήριο παράνομης κομμουνιστικής δραστηριότητας. Στην πραγματικότητα, αυτοί οι ηγέτες είχαν συμβάλει στη σοβιετική διείσδυση των κατασκόπων, αλλά αυτό δεν το γνώριζε η αμερικανική ποινική δικαιοσύνη. Το Αμερικανικό Ανώτατο Δικαστήριο τους καταδίκασε, πατώντας στο συνταγματικό δικαίωμα της ελευθερίας λόγου τους.
Υπό την καθοδήγηση της ρεπουμπλικανικής πλειοψηφίας του Κογκρέσου, η H.U.A.C. το 1947 εστίασε την προσοχή της στην κομμουνιστική διείσδυση στο Hollywood. Ο Walt Disney έφτασε στο σημείο να ισχυριστεί ότι το συνδικάτο των εργαζομένων κυριαρχείται από κομμουνιστές που προσπάθησαν να κάνουν τον Μίκυ Μάους να ακολουθήσει την γραμμή του Κ.Κ.Η.Π.Α. Ο Ronald Reagan, τότε πρόεδρος του συνδικάτου των κινηματογραφικών ηθοποιών, κράτησε μετριοπαθέστερη στάση γιατί δεν είχε ολοκληρώσει, ακόμα, την πορεία του από υποστηρικτής του New Deal, σε ένθερμο υποστηρικτή της συντηρητικής ιδεολογίας. Δέκα αριστεροί σεναριογράφοι αρνήθηκαν να απαντήσουν στις ερωτήσεις των βουλευτών και φυλακίστηκαν το 1950.
Η σημαντικότερη επιτυχία της H.U.A.C. ήταν η εξέταση της κατάθεσης του πρώην σοβιετικού πράκτορα Whittaker Chambers, ότι ο Alger Hiss ήταν σοβιετικός κατάσκοπος. Η υπόθεση Hiss ήταν το έναυσμα για το πέρασμα της κομμουνιστικής δίωξης από τα χαμηλότερα κλιμάκια του αμερικανικού κόσμου, στα υψηλότερα στελέχη του αμερικανικού συστήματος. Ο Hiss ήταν πρώην στέλεχος του Υπουργείου Εξωτερικών, που είχε πάρει μέρος στην αμερικανική αποστολή του Roosevelt, στη Γιάλτα του 1945. Αν αποδεικνυόταν ότι ήταν κομμουνιστής, θα απειλούσε το μέχρι τότε κυρίαρχο κεντροαριστερό φιλελεύθερο καθεστώς. Ο νέος ρεπουμπλικάνος βουλευτής Richard Nixon ανέλαβε με απροθυμία την υπόθεση, και μαζί με το F.B.I. κατάφεραν να εξακριβώσουν τον ισχυρισμό του Chambers. Αυτό δίχασε την αμερικανική κοινότητα, καθώς από τη μια πλευρά βρίσκονταν οι συντηρητικοί ιδεολόγοι που πίστευαν ότι αυτοί οι κομμουνιστές ήταν ο λόγους που ξεπούλησε η παλαιά κυβέρνηση τη μισή Ευρώπη στον Stalin, και από την άλλη πλευρά βρίσκονταν οι κεντροαριστεροί, που θεωρούσαν ότι αυτό θα ενίσχυε τις διώξεις εναντίον τους, καταστρέφοντας αθώες ζωές. Αξιοσημείωτη ωστόσο είναι η συμβολή του Hiss στην παραπλάνηση των Roosevelt και Churchill, σχετικά με τα σχέδια του Stalin στην Πολωνία, με απότοκο η Ε.Σ.Σ.Δ. να παρασημοφορήσει τον Hiss.
Το 1949-1950 η κομμουνιστοφοβία κορυφώθηκε, τόσο για εσωτερικούς όσο και για εξωτερικούς λόγους. Η νίκη των δημοκρατικών στις εκλογές του 1948 ενίσχυσε την επιθυμία των ρεπουμπλικάνων να διαβρώσουν την εικόνα τους. Αντίστοιχα, η νίκη του Μaο στην Κίνα, ο Πόλεμος της Κορέας και η κατοχή πυρηνικής βόμβας από την Ε.Σ.Σ.Δ. στο εξωτερικό, συντέλεσαν στην ενίσχυση των αντικομμουνιστικών συναισθημάτων στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό. Το αποτέλεσμα ήταν οι εξεταστικές διαδικασίες του Κογκρέσου και ο νόμος εσωτερικής ασφάλειας να ψηφιστούν με τέτοιο ποσοστό πλειοψηφίας, που ούτε το βέτο του Τruman δεν μπορούσε να τον εμποδίσει. Ο Charlie Chaplin, μεταξύ άλλων, εκδιώχθηκε από τις ΗΠΑ και δεν γύρισε μέχρι το 1972.
Η κατάσταση χειροτέρεψε με την εμφάνιση στην σκηνή του γερουσιαστή Joseph McCarthy, στις 9 Φεβρουαρίου του 1950, ο οποίος “εξάπλωσε” την κομμουνιστοφοβία στα ανώτερα κλιμάκια της κυβέρνησης Truman. Χαρακτηριστικά του ήταν η ανελέητη συνωμοσιολογία, χωρίς ηθικούς φραγμούς, και το γεγονός ότι δεν κατάφερε να εξαρθρώσει ούτε έναν σοβιετικό κατάσκοπο, καταστρέφοντας κυρίως αθώες αμερικανικές ζωές. Υποστήριζε τους ισχυρισμούς του με την υπόδειξη ότι είχε στην κατοχή του μια λίστα με 205 κομμουνιστές στο Υπουργείο Εξωτερικών, την οποία όμως ποτέ δεν αποκάλυψε, και ο αριθμός των ονομάτων στην λίστα, τελείως συγκυριακά, άλλαζε συνεχώς. Καταλάβαινε ότι όλοι δεν είναι τίποτα λιγότερο ή περισσότερο από ό,τι επιλέγουν να αποκαλύψουν.
Οι αρχικές προσπάθειες των δημοκρατικών να τον σταματήσουν, με τη σύσταση της Επιτροπής Tydings και των μετριοπαθών ρεπουμπλικάνων, με την Margaret Chase Smith και τη διακήρυξη συνειδήσεως, αποδείχθηκαν μάταιες. Ο McCarthy τις αντιμετώπισε ως “πράσινο φως” για την κόκκινη φάλαγγα. Μετά από αυτό, ο μέχρι τότε ισχυρός γερουσιαστής Tydings ηττήθηκε στις εκλογές, δίνοντας την προειδοποίηση στους άλλους πολιτικούς να μην εναντιώνονται στον McCarthy.
Η λαϊκή απήχηση του μακαρθισμού οφειλόταν στην επιθυμία των δεξιών ρευμάτων για αντεκδίκηση, λόγω του ότι τις προηγούμενες δεκαετίες είχαν χαρακτηριστεί ως φασίστες και φίλοι του Franco στην Ισπανία, από τους αριστερούς. Τώρα ήταν η σειρά τους να επιτεθούν στους αριστερούς, ως κομμουνιστές και φίλους του Μaο στην Κίνα. Επίσης, οι παλιοί απομονωτιστές στράφηκαν εναντίον των διεθνιστών, θεωρώντας τους υπαίτιους της τωρινής κατάστασης. Ο Joseph Kennedy ήταν θερμός υποστηρικτής του McCarthy, επηρεάζοντας και τους υιούς του, John και Robert, προς την υποστήριξη του μακαρθισμού. Η επίκλησή του στον κακό κομουνισμό τού έδωσε την υποστήριξη και της ηθικοθρησκευτικής κοινότητας. Τέλος, ήταν ένα καλό έρεισμα για όσους εναντιωνόντουσαν στους υποστηρικτές του New Deal. Εστίασε το μίσος των οικονομικά ανερχόμενων μικρομεσαίων επιχειρηματιών προς τους κατόχους υψηλού κοινωνικού στάτους, που “σνομπάρουν” τους νεόπλουτους. Ο λαϊκισμός αυτός έδειξε το αίσθημα κατωτερότητας της αμερικανικής ενδοχώρας, σε θέματα μορφωτικού και κοινωνικού στάτους, έναντι της Βρετανίας.
Ο McCarthy πίστευε πως το πρόβλημα δεν ήταν εξωτερικό, αλλά εσωτερικό και, μάλιστα, δεν είχε καμία σχέση με το Κ.Κ.Η.Π.Α. Σχετικά με τον Πόλεμο της Κορέας, υποστήριξε ότι “Η κυβέρνηση που δεν είναι διατεθειμένη να πολεμήσει τον κομμουνισμό στο εσωτερικό, αποφάσισε να αποδείξει στον αμερικανικό λαό ότι πολεμάει τον κομμουνισμό στο εξωτερικό” (Παπασωτηρίου, 2002) . Στην αρχή, η ηγεσία των ρεπουμπλικάνων αντιμετώπισε με αποστροφή τον McCarthy, σύντομα, όμως, αναγνώρισε την αξία του στο να κερδίζει υποστηρικτές από την μέχρι τότε κυρίαρχη συμμαχία του New Deal. Μόλις κέρδισαν τις εκλογές του 1952, τον ευχαρίστησαν και του ζήτησαν να αποσυρθεί, κάτι το οποίο και αγνόησε. Χρειάστηκε να στραφούν εναντίον του και να τον καταστρέψουν, προκειμένου να σταματήσει το έργο του.
Τέλος καλό, όλα καλά;
Παρά το τέλος του εκφραστή του, ο μακαρθισμός συνέχισε να αποτελεί ένα ισχυρό ρεύμα στην αμερικανική πολιτική σκηνή. Υποδείκνυε την αδυναμία των Η.Π.Α. να αντιμετωπίσουν την απειλή εντός των πυλών, συγκριτικά με την αποτελεσματική καταστολή του κομμουνισμού και των σοβιετικών, στο εξωτερικό. Με το δόγμα Truman και το Σχέδιο Marshall, κατάφεραν να αντιμετωπίσουν την Ε.Σ.Σ.Δ. τόσο σε οικονομικοστρατιωτικό, όσο και σε ιδεολογικό επίπεδο, στο εξωτερικό. Όμως, η δίωξη τόσων πολλών αθώων ζωών, χωρίς ουσιαστική απόδειξη, τα μηδαμινά δείγματα επιτυχίας και η τυφλή προσήλωση σε μια ιδεολογική απειλή, αποδεικνύουν το νευραλγικό σημείο της αμερικανικής ισχύος.
Παρά την στρατιωτική, τεχνολογική και οικονομική ισχύ τους, οι Η.Π.Α. παραμένουν μια χώρα με βαθιά πίστη στην ανωτερότητα τους, και αυτό, αν και σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να βοηθήσει, σε άλλες περιπτώσεις μπορεί να αποβεί μοιραίο, ειδικά στο στάδιο του στρατηγικού σχεδιασμού. Σε έναν κόσμο ψυχρής λογικής, τα ιδεαλιστικά κριτήρια δεν μπορούν να αποτελούν τον καθημερινό οδηγό συμπεριφοράς. Εν κατακλείδι, η ιδεαλιστική γλώσσα έχει χρησιμοποιηθεί πολλές φορές, με σκοπό να μεταπείσει την αμερικανική κοινωνία υπέρ μιας πολιτικής, προσαρμοσμένης στις επιταγές της πολιτικής ισχύος. Για αυτό, η Ε.Σ.Σ.Δ., πριν γίνει εχθρός, θεωρούταν σύμμαχος των ΗΠΑ, και ο Stalin, πριν γίνει το πρόσωπο του κακού, ήταν “ο Θείος Τζο“.
Πηγές:
- Mearsheimer, J. (2011) The Tragedy of Great Powers Politics. 6th edition. Αθήνα: Εκδόσεις Ποιότητα
- Κολιόπουλος, Κ. ( 2008) Η Στρατηγική Σκέψη από την Αρχαιότητα έως Σήμερα. Αθήνα: Εκδόσεις Ποιότητα
- Παπασωτηρίου, Χ. ( 2002) Αμερικανικό Πολιτικό Σύστημα και Εξωτερική Πολιτική. 5th Αθήνα: Εκδόσεις Ποιότητα