Σύντομη ιστορική εξέλιξη του εμπορίου όπλων

Παρακολουθώντας το «War Dogs» -μία κωμικοτραγική ταινία βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα που αφορούν το εμπόριο όπλων στο Αφγανιστάν-, συνειδητοποιούμε πώς μπορούν δύο νέοι να κερδίσουν εκατομμύρια δολάρια χωρίς κανέναν ηθικό ενδοιασμό. Το μόνο που κάνουν, στην ουσία, είναι να εμπορεύονται όπλα. Ενδεικτικό είναι ακόμη και το trailer της ταινίας, που τελειώνει με τη φράση «welcome to the American dream». Είναι όνειρο για πληθώρα ανθρώπων να κερδοσκοπούν πουλώντας όπλα στη Σαουδική Αραβία, με αποτέλεσμα, σύμφωνα με την έκθεση της Unicef, περισσότερα από 5 χιλιάδες παιδιά να έχουν σκοτωθεί ή τραυματιστεί από τον Μάρτιο του 2015 μέχρι και σήμερα. Με αφορμή την πρόσφατη δημόσια συζήτηση στην Ελλάδα και τις πρωτάκουστες συζητήσεις που έλαβαν χώρα εντός της ελληνικής βουλής για Έλληνες «War Dogs», και για εκατομμύρια ευρώ από πωλήσεις όπλων, αξίζει να διερευνηθεί το πώς φτάσαμε σε κατάσταση παντελούς έλλειψης ηθικών αναστολών από ιδιώτες και από κράτη. Η απάντηση πιθανώς να βρίσκεται στη σύντομη ιστορική αναδρομή του νόμιμου εμπορίου όπλων που θα ακολουθήσει, και θα μας δείξει τα δυσθεώρητα οικονομικά ποσά που διακινούνται, καθώς αψηφώνται οι απώλειες και ο πόνος δισεκατομμυρίων ανθρώπων.

Πολλοί θεωρούν ότι οι στρατιωτικές δαπάνες είναι μέσο για την εγγύηση της ειρήνης και της ασφάλειας, ενώ άλλοι ότι οδηγούν μόνο στον ανταγωνισμό των εξοπλισμών, ή κατευθείαν σε στρατιωτικές διενέξεις μεταξύ των κρατών (Yakovlev, 2007: 317, Dunne, Perlo-Freeman, and Smith, 2008: 302). Ανεξάρτητα από το ποια άποψη θα υποστηρίζουμε, το σίγουρο είναι ότι στην παραγωγή και το εμπόριο όπλων διακυβεύονται τεράστια χρηματικά ποσά, που ισοδυναμούν με τρομερές οικονομικές συνέπειες για την εθνική, περιφερειακή και παγκόσμια οικονομία και σταθερότητα (Böhmelt and Bove, 2014: 1). Πώς, όμως, από την εποχή των πρώτων ιστορικών αναφορών για τη σημασία του εμπορίου όπλων, κατά τους Πελοποννησιακούς πολέμους, από τον Θουκυδίδη, έφτασαν, μετά από περίπου δυόμιση χιλιάδες χρόνια, οι στρατιωτικές δαπάνες να υπολογίζονται σε 1,69 τρισεκατομμύρια δολάρια μόνο για το 2016, σύμφωνα με την ετήσια έκθεση του σουηδικού Ινστιτούτου για την Ειρήνη (SIPRI);

Η ιστορία του εμπορίου όπλων χωρίζεται σε δύο μέρη. Το πρώτο ξεκινά τον 15ο και 16ο αιώνα, με τη διάδοση του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος, και φτάνει ως το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Το δεύτερο αφορά τη χρονική περίοδο αμέσως μετά το τέλος του Μεγάλου Πολέμου έως και σήμερα.

Οι κυριότεροι παραγωγοί και έμποροι όπλων κατά τον 15ο και 16ο αιώνα βρίσκονταν στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Η μεγαλύτερη παραγωγός της εποχής ήταν η Ιταλία, μέχρις ότου η Αγγλία να επωφεληθεί από τη μετανάστευση εργατών και της τεχνογνωσίας που μετέφεραν μαζί τους, και να αποτελέσει την κυριότερη παραγωγική δύναμη παγκοσμίως. Επιπλέον, η Γαλλία και η Γερμανία ήταν ισχυροί παραγωγοί και έμποροι όπλων, με μεγάλες εγκαταστάσεις παραγωγής στις πόλεις Tur και Zul αντίστοιχα. Από το τέλος του 15ου αιώνα στο παιχνίδι του εμπορίου εισήλθαν η Ρωσία, η Σουηδία, η Ισπανία και, κυρίως, η Πορτογαλία που ανέλαβε, λόγω της μεγάλης ναυτικής δύναμης που διέθετε, το εμπόριο όπλων στην Ασία και την Αφρική. Όλα αυτά συνέβησαν μέχρι οι μεγάλες δυνάμεις της Άπω Ανατολής -η Κίνα, η Ινδία και η Ιαπωνία- να αρχίσουν να παράγουν οπλικά συστήματα (Stohl and Grillot, 2009: 13). Την περίοδο εκείνη τα οπλικά συστήματα ήταν, κατά βάση, κανόνια και πολυβόλα. Τα όπλα αυτά δεν εξελίχθηκαν, εξαιτίας της έλλειψης τεχνολογικής προόδου – γεγονός που συντέλεσε ώστε το εμπόριο όπλων, για τα επόμενα 200 χρόνια, να παραμείνει σε σταθερά επίπεδα (στο ίδιο: 14).

Από το 1850 και μετά, τα δεδομένα άλλαξαν, λόγω της βιομηχανικής επανάστασης. Οι μεταλλουργικές καινοτομίες και η ανάπτυξη νέων μορφών ενέργειας, σε συνδυασμό με την εδραίωση του καπιταλιστικού συστήματος που κυριαρχούσε στο διεθνές εμπόριο, οδήγησαν στον πολλαπλασιασμό των ιδιωτών παραγωγών όπλων (στο ίδιο: 16). Η μεγάλη παραγωγή όπλων και το εμπόριο τους, όπως είναι φυσικό, είχαν αντίκτυπο στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τα περίπου 18,5 εκατομμύρια θύματα του Πολέμου άλλαξαν άρδην την εικόνα της «αιματηρής επιχείρησης». Η κοινή γνώμη θεωρούσε μεγάλη την ευθύνη των «εμπόρων θανάτου» -όπως χαρακτηρίζονταν οι έμποροι όπλων- και, για αυτόν τον λόγο, ανέλαβαν οι κυβερνήσεις το εμπόριο μετά το τέλος του Πολέμου. Στο διάστημα του μεσοπολέμου, και όσο πλησίαζε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, οι κυβερνήσεις ξεκίνησαν να χρηματοδοτούν έρευνες με μεγάλα χρηματικά ποσά για τη δημιουργία νέων και αποτελεσματικότερων όπλων. Οι μεγάλες δυνάμεις, μάλιστα, έστελναν συμβούλους στα υπουργεία άμυνας των πιο αδύναμων στρατιωτικά κρατών, με σκοπό να αυξήσουν τη ζήτηση και, κατ’ επέκταση, την πώληση όπλων παραγωγής τους – σύμφωνα, πάντα, με τις αμυντικές ανάγκες της εκάστοτε χώρας (στο ίδιο: 17).

Η ανάληψη του εμπορίου όπλων από τις κυβερνήσεις αυτομάτως αποτέλεσε σημαντικό παράγοντα διαμόρφωσης εξωτερικής πολιτικής, διπλωματικό εργαλείο για τα κράτη, όπως και μέθοδο επίδειξης ισχύος και διατήρησης της ασφάλειας (Goldsmith, 2003: 569-579). Η θέληση των κρατών για ολοένα και περισσότερη δύναμη οδήγησε τα σχετιζόμενα οικονομικά μεγέθη σε ραγδαία αύξηση από τις πωλήσεις όπλων. Ενδεικτικά, στις αρχές της δεκαετίας του 1950, οι παγκόσμιες πωλήσεις όπλων ανήλθαν στα 7 δισεκατομμύρια δολάρια, και στα μέσα της ίδιας δεκαετίας εκτοξεύθηκαν στα 20 δισεκατομμύρια. Επίσης, μέσα σε τριάντα χρόνια διπλασιάστηκαν, φτάνοντας το 1980 τα 45 δισεκατομμύρια (Grillot, 2016: 357). Για τη ραγδαία αύξηση των χρηματικών ποσών ευθύνεται και η ανάπτυξη των κρατών-παραγωγών όπλων. Από τα κυριότερα πέντε κράτη που παρήγαγαν όπλα στις αρχές του 20ου αιώνα -δηλαδή οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, η Σοβιετική Ένωση, η Γαλλία, η Γερμανία και η Κίνα-, οδηγηθήκαμε, το 1970, να παράγουν όπλα περισσότερες από 40 χώρες, μεταξύ των οποίων η Ινδία, η Βραζιλία και το Ισραήλ. Επιπλέον, από το 1970 και έπειτα, υπήρξε αλλαγή και στους παραλήπτες όπλων, αυξάνοντας, με αυτόν τον τρόπο, τον αριθμό των πελατών. Στο εμπόριο όπλων εισήλθαν και χώρες από την Αφρική, τη Μέση Ανατολή, την Ασία και τη Λατινική Αμερική. Το 1970, οι χώρες στις εν λόγω ηπείρους αγόρασαν όπλα αξίας 6 δισεκατομμυρίων και, μέχρι το 1980, ο αριθμός αυτός τριπλασιάστηκε (στο ίδιο: 358).

Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου βοήθησε σε μία βραχύχρονη μείωση των πωλήσεων όπλων, καθώς στα μέσα της δεκαετίας του 1990 έφτασαν τα 25 δισεκατομμύρια δολάρια, και στο τέλος της δεκαετίας τα 20 δισεκατομμύρια. Αυτή η μείωση, όμως, διήρκησε μόλις λίγα χρόνια – μέχρι το τρομοκρατικό χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001. Από την κήρυξη του πολέμου κατά της τρομοκρατίας μέχρι και σήμερα, οι παγκόσμιες πωλήσεις όπλων αυξήθηκαν κατά 38%. Το 2016, μόνο οι ΗΠΑ είχαν στρατιωτικές δαπάνες 611 δισεκατομμύρια – ποσό που αντιστοιχεί στο 1/3 των παγκοσμίων δαπανών (Tian, Fleurant, Wezeman, and Wezeman, 2017). Αυτό το ποσό παραμένει τρεις φορές περισσότερο και από αυτό που ξοδεύει η Κίνα, η οποία ολοένα και αυξάνει τις στρατιωτικές τις δαπάνες. Σημαντική παρατήρηση για να γίνει κατανοητό το δυσθεώρητο ύψος των χρημάτων είναι να ειπωθεί ότι, στα ποσά που προαναφέραμε δεν συμπεριλαμβάνονται α) τα μικρά όπλα που κάθε χρόνο υπολογίζονται περίπου στα 5 δισεκατομμύρια και β) το παράνομο εμπόριο όπλων, για το οποίο δεν υπάρχουν συγκεκριμένα δεδομένα για την αξία του.

Καταλήγοντας, για να κατανοήσουμε τους λόγους για τη δυσάρεστη κατάσταση που επικρατεί με τη ραγδαία αύξηση των στρατιωτικών δαπανών και των επακόλουθων συνεπειών τους, πρέπει να αναλογιστούμε μία βασική παράμετρο που αποτελεί ίδιον των καιρών μας – δηλαδή, το πόση σημασία δίνουμε οι ίδιοι στους αριθμούς και τα χρήματα, αλλά όχι στους ανθρώπους. Ίσως εάν και οι πολιτικές των κρατών δεν απέβλεπαν στο εύκολο κέρδος, αλλά επεδίωκαν τη διατήρηση της ειρήνης και της ασφάλειας με άλλα μέσα, να μην συζητούσαμε σήμερα για τόσο μεγάλα νούμερα.

Πηγές:

  1. Böhmelt, T. and Bove, V. (2014). Forecasting military expenditure. Research and Politics, 1(1): 1–8.
  2. Dunne, J., Perlo-Freeman, S. and Smith, R. (2008). The Demand for Military Expenditure in Developing Countries: Hostility versus Capability. Defense and Peace Economics, 19 (4): 293-302.
  3. Goldsmith, B. (2003). Bearing the Defense Burden, 1886-1989. Journal of Conflict Resolution, 47 (5): 551-573.
  4. Grillot, S. (2016). The Weapons Trade. Στο: Alan Collins (ed). Contemporary Security Studies. 4η έκδοση. Εκδόσεις Oxford University Press: 343-369.
  5. Stohl, R. and Grillot, S. (2009). The International Arms Trade. Εκδόσεις Polity Press.
  6. Tian, N., Fleurant, A., Wezeman, P. and Wezeman, S. (2017). Trends in World Military Expenditure, 2016. Sipr.org. https://www.sipri.org/sites/default/files/Trends-world-military-expenditure-2016.pdf
  7. Yakovlev, P. (2007). Arms Trade, Military Spending, and Economic Growth. Defense and Peace Economics, 18 (4): 317 -339.
  8. Unicef. (2018). Born Into War, 1000 Days of Lost Childhood. https://www.unicef.org/infobycountry/files/UNICEF_Report_Born_Into_War_Final_en.pdf
Έχει περάσει αρκετός χρόνος (5 έτη) από τη δημοσίευση αυτού του άρθρου. Παρακαλούμε συνεχίστε στην ανάγνωσή του έχοντας υπόψη την ημερομηνία δημοσίευσης.

Tagged under:

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.

Περισσότερα από την Power Politics:

Log in or Sign Up

Pin It on Pinterest