Το ελληνοτουρκικό bras de fer, αποτυπωμένο σε όρους Διλήμματος Ασφαλείας

Σε προηγούμενο άρθρο έγινε παρουσίαση και ανάλυση του Διλήμματος Ασφαλείας, ως κομμάτι της θεωρίας των διεθνών σχέσεων. Στο παρόν άρθρο θα επιχειρηθούν, αφενός, η απομάκρυνση από τη θεωρητική προσέγγιση επί του συγκεκριμένου ζητήματος και, αφετέρου, ο έλεγχος της πρακτικής του εφαρμογής, όπως και των παραγόντων που το επηρεάζουν. Για την καλύτερη κατανόηση της θεωρίας, στο κέντρο του ενδιαφέροντος θα βρεθεί ο μακροχρόνιος ελληνοτουρκικός ανταγωνισμός – ο οποίος, μάλιστα, κατά καιρούς έχει ξεπεράσει τα πολιτικά όρια και λειτουργεί ως περιπτωσιολογική μελέτη. Αποτελεί, λοιπόν, μία ιδιόμορφη -και συνάμα ενδιαφέρουσα- περίπτωση για λόγους, οι οποίοι θα αναλυθούν παρακάτω.

Όπως έχει προαναφερθεί, το Δίλημμα Ασφαλείας (Security Dilemma) στηρίζεται στη σφαίρα του αμυντικού νεορεαλισμού και δεσπόζει στο άναρχο διεθνές σύστημα. Εντοπίζεται μεταξύ δύο δυνάμεων που μετέχουν ενεργά σε κάποια μορφή εξοπλιστικής κούρσας, με στόχο τη διασφάλιση της εθνικής τους κυριαρχίας. Στην περιπτωσιολογική μελέτη με την οποία θα ασχοληθεί το εν λόγω άρθρο, από τη μία μεριά, υπάρχει η Ελλάδα -ως αμυντική χώρα και τοποτηρητής του status quo- και από την άλλη, η Τουρκία  ̶  ως μία κατεξοχήν αναθεωρητική δύναμη. Εξαιτίας αυτής ακριβώς της ασυμβατότητας στο χαρακτήρα της κάθε χώρας -όπως αυτή αποτυπώνεται στην εξωτερική τους πολιτική-, το ελληνοτουρκικό ζήτημα ασφάλειας κατατάσσεται στο τρίτο από τα τέσσερα πιθανά σενάρια (not intense / not dangerous).

Ας ελέγξουμε, λοιπόν, κατά πόσο, όντως, ισχύει το Security Dilemma σε αμφότερες χώρες, εν καιρώ οικονομικής κρίσης. Η Τουρκία το 2014-2015 ξόδεψε το 2.2% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (Α.Ε.Π.) της, ενώ το 2016 οι στρατιωτικές της δαπάνες μειώθηκαν στο 2% του Α.Ε.Π. Η Ελλάδα, από τη μεριά της, το 2014 ξόδεψε το 2.3% του Α.Ε.Π. της, το 2015 το 2.5% Α.Ε.Π., ενώ, κατά το προηγούμενο έτος, το ποσοστό των στρατιωτικών της δαπανών έφτασε το 2.6% του Α.Ε.Π. Επίσης, πρέπει να σημειωθεί ότι οι δύο χώρες είναι μέλη του NATO, και το απαιτούμενο ποσοστό εξοπλιστικών δαπανών ανέρχεται μόλις στο 2% επί του Α.Ε.Π. -ποσοστό που ξεπερνούν οικειοθελώς, παρά τις οικονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν στο εσωτερικό τους.

 Για ποιο λόγο, λοιπόν, παραμένουν και οι δύο χώρες προσηλωμένες στο παιχνίδι των εξοπλιστικών δαπανών;

  1. Αρχικά, ιδιαίτερη έμφαση οφείλει να δοθεί στη φύση του διεθνούς συστήματος. Το άναρχο διεθνές σύστημα δεν επιτρέπει εφησυχασμούς και αδράνεια. Η καχυποψία αποτελεί φυσικό επακόλουθο -όπως και ο μιμητισμός στην εξωτερική πολιτική της κάθε χωράς- ως αντανακλαστική αντίδραση σε κάθε δράση του αντίπαλου που είναι δυσδιάκριτη, και δεν επιτρέπει μια ξεκάθαρη ερμηνεία. Τα κράτη -πολύ απλά- “πέφτουν στην παγίδα” και στο φαύλο κύκλο της κούρσας εξοπλισμών, καθώς το ενδεχόμενο να βρεθούν σε δυσχερέστερη θέση από το αντίπαλο κράτος μπορεί να αποβεί μοιραίο. Ας μη λησμονούμε ότι στις ρεαλιστικές θεωρήσεις των διεθνών σχέσεων η ισχύς αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο για τα κράτη και, αδιαμφισβήτητα, οι στρατιωτικοί εξοπλισμοί ισοδυναμούν με επιπρόσθετη ισχύ.
  2.  Παράλληλα, οι εξοπλισμοί εντός της βορειοατλαντικής συμμαχίας κατέχουν και πολιτική σημασία, καθώς οι χώρες οι οποίες δύνανται να καλύψουν τις εξοπλιστικές δαπάνες (προβλεπόμενες από τη ρήτρα 2% επί του Α.Ε.Π.), χαίρουν αξιοπιστίας εντός της συμμαχίας. Καθότι, όμως, και οι δύο χώρες ανήκουν στο ΝΑΤΟ, παραμένει κοινός στόχος η επίτευξη καλής συνεργασίας μεταξύ Η.Π.Α.(ΝΑΤΟ) και των ιδίων. Συνεπώς, τόσο η Ελλάδα όσο και η Τουρκία οφείλουν να διατηρήσουν τα εξοπλιστικά τους έξοδα σε τέτοιο επίπεδο, ώστε να θεωρούνται ανταγωνιστικές δυνάμεις και αξιόπιστοι σύμμαχοι. Επιπροσθέτως, και οι δύο χώρες βρίσκονται στην ίδια γειτονιά -ιδιαίτερα, σε μία περιοχή που βρίθει ποικίλων προβλημάτων- και χαρακτηρίζεται από χρόνια και γενικευμένη αστάθεια. Αναντίρρητα, η Νοτιοανατολική Μεσόγειος αποτελεί το μαλακό υπογάστριο της Ευρώπης και οφείλει να λειτουργήσει ως “προπύργιο ασφαλείας” για την ορθή αντιμετώπιση των σύγχρονων προκλήσεων -όπως το οργανωμένο έγκλημα στα Βαλκάνια, την προσφυγική κρίση,το συριακό εμφύλιο κ.ά. . Φυσικό επακόλουθο αυτών είναι η αύξηση του ανταγωνισμού μεταξύ των δυο χωρών για το ποια από τις δύο θα χαίρει προτίμησης και εμπιστοσύνης εντός της συμμαχίας. Υπό αυτές τις συνθήκες, μέσα στο -κατά κόρων- έκρυθμο κλίμα που σημειώνεται στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου, αφενός, με το άλυτο ζήτημα του Κυπριακού και τις νέες προκλήσεις που φέρνει στο προσκήνιο η διαδικασία εξόρυξης φυσικού αερίου και, αφετέρου,με την -πάντα σε διαδικασία αναταραχής- Μέση Ανατολή, παρατηρείται ότι οι περιφερειακές απειλές επηρεάζουν περισσότερο και πιο ουσιαστικά τα επίπεδα στρατιωτικών δαπανών  ̶  συγκριτικά με τη γενική απαίτηση του ΝΑΤΟ προς τις υπόλοιπες χώρες. Συνεπώς, οι δαπάνες για την άμυνα στην Ελλάδα και την Τουρκία παραμένουν υψηλές -σε σχέση με άλλα μέλη του ΝΑΤΟ-, αλλά κάτω από το μέσο όρο  ̶  συγκριτικά με τα δεδομένα της περιοχής. Ωστόσο, αν συγκρίνουμε τη χρήση των εξοπλιστικών δαπανών μεταξύ των δύο κρατών, παρατηρούμε ότι στην Ελλάδα δαπανώνται μεγάλα μερίδια του κεφαλαίου στο προσωπικό (στρατιωτικό και πολιτικό), ενώ στην Τουρκία υπάρχει μεγαλύτερη προσήλωση στον εκσυγχρονισμό των οπλικών συστημάτων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το γεγονός ότι πραγματοποιούνται επενδύσεις, στις οποίες περισσότερο από το 25% του προϋπολογισμού της τουρκικής χώρας αφορά σε αγορές όπλων, έρευνα και ανάπτυξη εξοπλισμού.
  3. Βεβαίως, δεν θα μπορούσαμε να παραλείψουμε τον οικονομικό παράγοντα που βρίσκεται πίσω από τις αυξημένες εξοπλιστικές δαπάνες. Από μία πιο εμπορικό-οικονομική σκοπιά, η βασική διαφορά μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας έγκειται στο γεγονός ότι η πρώτη είναι χώρα εισαγωγής εξοπλισμού, ενώ η δεύτερη -παράλληλα με την εισαγωγή εξοπλισμού- παράγει και εξάγει “μιλιταριστικό εμπόρευμα”. Έτσι, η Ελλάδα, εξαιτίας των διαφόρων συμφωνιών/οικονομικών συνεργασιών που έχει συνάψει με χώρες -όπως είναι τη Γερμανία, τη Γαλλία και τις ΗΠΑ-, είναι δεσμευμένη να συνεχίσει τις εξοπλιστικές διαδικασίες της. Η Τουρκία, από την άλλη μεριά, διαθέτει μεγαλόπνοες φιλοδοξίες, όσον αφορά την αναδιοργάνωση της εθνικής της άμυνας, με απώτερο στόχο την ελαχιστοποίηση της εξάρτησής της από ξένες πήγες του δυτικού κόσμου, από τις οποίες λαμβάνει πλέον αρνητική κριτική.
  4. Σημαντικότερος παράγοντας του διλήμματος ασφαλείας παραμένει το ψυχολογικό μέρος που το χαρακτηρίζει. Ας μην ξεχνάμε ότι οι δρώντες σε όλες τις ασυμβατότητες πολιτικής, αλλά και οικονομικής φύσης -οι οποίες συχνά οδηγούν στη ρήξη και τη σύγκρουση, τόσο στο εσωτερικό των κρατών όσο και σε διακρατικό επίπεδο-, για να χαίρουν αποδοχής από τις εκατέρωθεν μεριές, οφείλουν να οριοθετήσουν το δόγμα, σύμφωνα με το οποίο πορεύονται.Συνεπώς, ένας ακόμη ιδιαίτερα σημαντικός παράγοντας που πρέπει να ληφθεί υπόψιν είναι το τέχνασμα του αντιπερισπασμού. Σε περιόδους γενικευμένης εσωτερικής αστάθειας -όπως το 2014, οπότε υποτιμήθηκε η τουρκική λύρα και πραγματοποιήθηκαν προεδρικές εκλογές, καθώς και το τελευταίο έτος, το οποίο βρίσκει μία μετά-πραξικοπηματική Τουρκία σε καθεστώς έκτακτης ανάγκης- παρατηρείται ουσιαστική επιδείνωση των σχέσεων μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας. Το γεγονός αυτό καθίσταται -και εμπράκτως- εμφανές από την κατακόρυφη αύξηση των παραβιάσεων του Εθνικού Εναέριου Χώρου (Ε.Χ.Χ.) και των Εθνικών Χωρικών Υδάτων (Ε.Χ.Υ.).
    Ενδεικτικά, το 2014 -χρονιά με τον μεγαλύτερο συγκεντρωτικά αριθμό ετήσιων παραβιάσεων- πραγματοποιήθηκαν 2,244 παραβιάσεις του Ε.Ε.Χ. και 14 υπερπτήσεις εθνικού εδάφους, με 1,303 από αυτές στους μήνες Ιανουαρίου με Ιουνίου. Στους αντίστοιχους μήνες του 2017, έχουν ήδη πραγματοποιηθεί 1,660 παραβιάσεις του Ε.Ε.Χ. και 28 υπερπτήσεις εθνικού εδάφους  ̶  ήτοι, 27,3% αύξηση παραβιάσεων Ε.Χ.Χ. και 336,6% υπερπτήσεων εθνικού εδάφους. Παράλληλα, το 2014 πραγματοποιήθηκαν 371 παραβιάσεις των Ε.Χ.Υ., ενώ, μετά την έξαρση του προσφυγικού ζητήματος, ο αριθμός αυξήθηκε σε 414 το 2016, με αποκορύφωμα τις 1,019 παραβιάσεις εθνικών χωρικών υδάτων εντός των πρώτων 7 μηνών του 2017.
  5. Τέλος, αυτή η αλματώδης ανάπτυξη στην αμυντική βιομηχανία -καθώς η Τουρκία βρίσκεται στην 16η   θέση, όσον αφορά τις εξαγωγές, σύμφωνα με τα στοιχεία της S.I.P.R.I.- καταδεικνύει τους προσωπικούς στόχους της Τουρκίας του Erdogan. Το κίνητρο, άλλωστε, καθίσταται εμφανές. Πρόκειται για μία κυβέρνηση που εγκατέλειψε τα πρότερα Κεμαλικά της αφηγήματα, καθότι γοητεύτηκε από το μεγαλείο της οθωμανικής εποχής και, έκτοτε, επιζητεί να αναβαθμίσει τον τουρκικό στρατό τόσο, ώστε να καταστεί μία από τις ισχυρότερες στρατιωτικές δυνάμεις με παγκόσμια επιρροή. Παράλληλα, αρκετοί άλλοι παράγοντες ενθαρρύνουν την εστίαση του Erdogan σε αυτόν τον τομέα  ̶  όπως το γεγονός ότι γνωρίζει την πρόοδο του Ιράν στην ανάπτυξη των αμυντικών του συστημάτων και δεν θέλει να υστερήσει, αλλά και ότι οφείλει να πάψει να στηρίζεται αποκλειστικά στο ΝΑΤΟ, αν θέλει να αναδειχθεί η Τουρκία σε περιφερειακή ηγετική δύναμη.Τα παραπάνω στοιχεία, συνεπώς, αποδεικνύουν το συσχετισμό του διλήμματος ασφαλείας με την πολιτική και οικονομική πραγματικότητα της κάθε χώρας και διαψεύδουν την πεποίθηση ότι το δίλημμα ασφαλείας υφίσταται μόνο σε αυστηρά πλαίσια εξοπλιστικών δαπανών.

Ποιο είναι το μέλλον των ελληνοτουρκικών σχέσεων;

Για τους παρατηρητές των εξελίξεων στο ελληνοτουρκικό ζήτημα, ιδιαίτερη σημασία κατέχει η στροφή στην πολιτική της Ελλάδας, κατά την τελευταία δεκαετία του 20ου αιώνα. Σταδιακά, η Ελλάδα έπαψε να ασκεί το δικαίωμα αρνησικυρίας (veto) στο μείζον ζήτημα της τουρκικής υποψηφιότητας για την ένταξη της χώρας στην Ε.Ε. (Helsinky Summit) και υιοθέτησε όσο το δυνατόν πιο προοδευτικές και μετριοπαθείς διπλωματικές στάσεις. Αποτέλεσμα ήταν η εγκαινίαση μίας περιόδου σχετικής συνεργασίας μεταξύ των δύο κρατών. Οι εμφανώς βελτιωμένες ελληνοτουρκικές σχέσεις, ωστόσο, άρχισαν να επιδεινώνονται εκ νέου, με τη σταδιακή εγκατάλειψη της κοσμικής διακυβέρνησης στην Τουρκία και τη στροφή της προς την περιφερειακή ηγεμονία.

Όπως προαναφέρθηκε, λοιπόν, η Ελλάδα και η Τουρκία ανέκαθεν αντιμάχονταν η μία την άλλη για την εύνοια και την υποστήριξη των δυτικών συμμάχων. Στο παρελθόν, η πολιτική αστάθεια στην Ελλάδα και η κακή κατάσταση του στρατιωτικού εξοπλισμού και του προσωπικού της λειτούργησαν ως μειονέκτημα, με αποτέλεσμα να αντιμετωπισθεί η Τουρκία ως ο σημαντικότερος τοπικός σύμμαχος. Ωστόσο, η κατάσταση αυτή σταδιακά ανατρέπεται. Όσο περισσότερο στρέφεται η Τουρκία προς την Ανατολή, τόσο λιγότερη υποστήριξη απολαμβάνει από τους -πρώην- δυτικούς της συμμάχους  ̶  υποστήριξη που, εν συνεχεία, λαμβάνει η Ελλάδα. Παρότι η νέα αυτή πραγματικότητα φαινομενικά λειτουργεί ευεργετικά για τα ελληνικά συμφέροντα, κρίνεται αναγκαίο να ληφθεί υπόψιν ότι ο παράγοντας της Δύσης ανέκαθεν δρούσε -και δρα- ως εξισορροπητικό στοιχείο  ̶  χωρίς το οποίο, η Τουρκία δύναται να επιδείξει συμπεριφορά απερίσκεπτη και συνάμα εκδικητική.

Άλλωστε, αποτελεί πολλάκις δοκιμασμένη και εξαιρετικά αποτελεσματική πρακτική η συσπείρωση του εσωτερικού μίας χώρας γύρω από μία ιδέα, στο επίκεντρο της οποίας δεσπόζει ο κοινός εξωτερικός εχθρός, είτε ο εχθρός αυτός ονομάζεται -εν προκειμένου Κύπρος, με το ζήτημα των φυσικών πόρων και του status της χώρας-, είτε Ελλάδα -με την υφαλοκρηπίδα, το F.I.R. και τα χωρικά ύδατα. Μάλιστα, μόλις επιλυθεί το κουρδικό ζήτημα, καθίσταται πιθανό η Τουρκία να ζητήσει αποζημίωση με τη μορφή εδαφικών αξιώσεων προς τα δυτικά των συνόρων της, αυξάνοντας, με αυτό τον τρόπο, τις ελληνοτουρκικές αντιπαραθέσεις.

Επιπροσθέτως, άξιο μνείας είναι το γεγονός ότι, στο παρελθόν, στηριζόμασταν περισσότερο στη στρατιωτική μας εμπλοκή και αναχαίτιση του εχθρού  ̶  πρακτική που θεωρείται πεπερασμένη και ζημιογόνα, καθότι πλέον η χρήση της διπλωματίας και των εναλλακτικών οικονομικών και εμπορικών μέσων επιφέρει καλύτερα αποτελέσματα, δίχως να επιβαρύνει τον ήδη βεβαρυμένο στρατιωτικό προϋπολογισμό. Άλλωστε, δεν υπάρχει ανάγκη να πολεμά κανείς πιο σκληρά, όταν δύναται να πολεμά πιο έξυπνα.

Καταληκτικά, υπάρχει μία θεμελιώδης και αδιαμφισβήτητη αλήθεια ότι, δηλαδή, η Ελλάδα και η Τουρκία αποτελούνται από πληθυσμούς που υπερασπίζονται έντονα τα εθνικά ιδανικά των πατρίδων τους, δημιουργώντας συχνά μία εικόνα-καθρέφτη.

Επίσης, και οι δύο χώρες διέπονται από πατριωτικές ρητορείες, ενώ, παράλληλα, στα δύο κράτη υπάρχουν πληθυσμιακές ομάδες που θεωρούν τον έμφυτο ανταγωνισμό μεταξύ των λαών τους ως αναπόσπαστο τμήμα της εθνικής τους ταυτότητας και ύψιστο ηθικό καθήκον. Επομένως, θα ήταν παράλογο να υποστηρίξουμε ότι στα επόμενα χρόνια αυτή η βασική πεποίθηση θα αλλάξει.

Εάν ο αυξανόμενος αριθμός παραβιάσεων και στρατηγικών αντιπαραθέσεων δρα ως ένδειξη του τί μέλλει γενέσθαι, τότε, πράγματι, εισερχόμαστε πλέον σε μία ταραχώδη εποχή, όπου το τέλος του πολέμου στη Συρία, η χρόνια σύγκρουση στην Κύπρο -που αντιμετωπίζεται από πολλούς ως proxy-conflict ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία-, ο αναζωπυρωμένος ανταγωνισμός μεταξύ Η.Π.Α. και Ρωσίας -που χρωματίζεται από έντονους τόνους διπολισμού- και η αστάθεια που προκαλεί η νέα αμερικανική προεδρία επιδεινώνουν περαιτέρω τις διμερείς σχέσεις και προσθέτουν πίεση στο υποσύστημα της Νοτιοανατολικής Μεσογείου.

Πηγές:

  1. Chislett, W. (2015). Turkey’s 10 years of EU accession negotiations: no end in sight. [online] Realinstitutoelcano.org. Available at: http://www.realinstitutoelcano.org/wps/wcm/connect/6df797804a18db799e3b9e207baccc4c/WP14-2015-Chislett-Turkeys-10-years-of-EU-accession-negotiations-no-end-in-sight.pdf?MOD=AJPERES&CACHEID=6df797804a18db799e3b9e207baccc4c [Accessed 29 Jul. 2017].
  2. Tsakōnas, P. (2010). The incomplete breakthrough in Greek-Turkish relations. Basingstoke [England]: Palgrave Macmillan.
  3. Waszkiewicz, G. (2016). Drivers of Greek and Turkish Defense Spending. International Journal of Management and Economics, 51(1).
  4. cvce.eu. (1989). Commission Opinion on Turkey’s Request for Accession to the Community. [online] Available at: https://www.cvce.eu/content/publication/2005/2/4/4cc1acf8-06b2-40c5-bb1e-bb3d4860e7c1/publishable_en.pdf [Accessed 29 Jul. 2017].
  5. Heidelberg Institute for International Conflict Research. (2016). Conflict Barometer 2016. [online] Available at: https://www.hiik.de/en/konfliktbarometer/pdf/ConflictBarometer_2016.pdf [Accessed 29 Jul. 2017].
  6. Geetha.mil.gr. (2017). Παραβιάσεις – ΓΕΝΙΚΟ ΕΠΙΤΕΛΕΙΟ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΜΥΝΑΣ. [online] Available at: http://www.geetha.mil.gr/el/violations-gr.html [Accessed 29 Jul. 2017].
  7. Sipri.org, (2017). SIPRI – Military expenditure by country as percentage of GDP. [online] Available at: https://www.sipri.org/sites/default/files/Milex-share-of-GDP.pdf [Accessed 29 Jul. 2017].
Έχει περάσει αρκετός χρόνος (6 έτη) από τη δημοσίευση αυτού του άρθρου. Παρακαλούμε συνεχίστε στην ανάγνωσή του έχοντας υπόψη την ημερομηνία δημοσίευσης.

Tagged under:

Η Ιωάννα Νεστορίδη γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη ενώ έζησε για ορισμένα χρόνια στη Γαλλία. Έχει ένα minor στη δημιουργική γραφή με ειδικότητα στην ποίηση και τη συγγραφή λόγων. Σπουδάζει Νομική και Πολιτικές Επιστήμες με κύρια ειδικότητα το Διεθνές Δίκαιο, το Δίκαιο Ενόπλων Συγκρούσεων και Διεθνών Διενέξεων, την Ασφάλεια και την Τρομοκρατία. Έχει εργαστεί για την Καναδική εταιρία λογοτεχνίας Wattpad (θα βρείτε το λογοτεχνικό έργο της με την υπογραφή: Alice Graivenille) και δραστηριοποιείται στο χώρο του εθελοντισμού. Εκτελεί χρέη γενικού συντονιστή στην GRAPESS και είναι μέλος του Rotaract Club of Thessaloniki-East. Στον ελεύθερο χρόνο της συμμετέχει σε ακαδημαϊκά συνέδρια, ερευνητικά προγράμματα, ταξιδεύει και φυσικά γράφει. [email protected]

Website: https://powerpolitics.eu

   Ροή άρθρων Συντάκτη

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.

Περισσότερα από την Power Politics:

Log in or Sign Up

Pin It on Pinterest