Το νομικό υπόβαθρο της διεκδίκησης των Γλυπτών του Παρθενώνα (Μέρος Δεύτερο).
- Written by Βασίλης Πιέρρος
- Published in Ελλάδα, Ευρώπη, Κοινωνία & Πολιτισμός
- Leave a reply
- Permalink
Το νομικό υπόβαθρο: Τα ζητήματα νομικής φύσεως που εγείρονται αναφορικά με την πιθανότητα διεκδίκησης των Γλυπτών του Παρθενώνα από την Ελληνική Δημοκρατία είναι τα ακόλουθα:
Εφαρμοστέο δίκαιο και Διεθνείς Συνθήκες: Προτού προχωρήσουμε στην ουσία μίας πιθανής νομικής διεκδίκησης των Μαρμάρων του Παρθενώνα από την Ελληνική Δημοκρατία, χρήζει διερεύνησης η εξακρίβωση του λεγόμενου εφαρμοστέου δικαίου, δηλαδή του δικαίου βάσει του οποίου θα πραγματοποιηθεί μια ενδεχόμενη διεκδίκηση των Γλυπτών, δοθέντος μάλιστα του διεθνούς υποβάθρου της υποθέσεως. Στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι δυνατή η επίκληση και η εφαρμογή των τεσσάρων ακόλουθων δικαίων:
1. Του εθνικού δικαίου του Ηνωμένου Βασιλείου, ως δικαίου του πραγματοποιήσαντος την αφαίρεση Λόρδου Elgin και ως δικαίου εκθέσεως των μαρμάρων.
2. Του εθνικού δικαίου της Ελληνικής Δημοκρατίας, ως δικαίου της χώρας προελεύσεως των Μαρμάρων.
3. Του εθνικού δικαίου της Τουρκικής Δημοκρατίας, ως δικαίου του κράτους κατοχής των Μαρμάρων κατά το χρόνο της αφαίρεσης τους.
4. Του Δημόσιου Διεθνούς Δικαίου.
Ωστόσο, τα δικαία του Ηνωμένου Βασιλείου, της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Τουρκικής Δημοκρατίας δεν περιλαμβάνουν ειδικότερες διατάξεις που να αναφέρονται σε ενδεχόμενες διενέξεις σχετικές με την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς. Επομένως, δοθέντος του λεγόμενου legal vaccum, δηλαδή του νομικού κενού που παρουσιάζεται στα προαναφερθέντα τρία εθνικά δίκαια, θα μπορούσαμε να εφαρμόσουμε μόνο αναλογικά ορισμένες άλλες διατάξεις που προσιδιάζουν στην προκείμενη περίπτωση. Σε κάθε περίπτωση, παρ’ όλα αυτά, η συγκεκριμένη κίνηση δεν κρίνεται σκόπιμη λόγω της ιδιομορφίας που παρουσιάζει η συγκεκριμένη υπόθεση.
Για αυτούς τους λόγους θα ήταν συνεπέστερο να εφαρμόσουμε αρχές και αξίες εκπορευόμενες από τα δίκαια των πολιτισμένων χωρών, αρχών και αξιών που έχουν αποδεχτεί και εφαρμόζουν και τα κράτη που εμπλέκονται στην υπόθεση, και κυρίως δηλαδή το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ελληνική Δημοκρατία, αντί να καταφύγουμε στην εφαρμογή ενός μόνο εθνικού δικαίου. Ταυτόχρονα με τη χρησιμοποίηση των συγκεκριμένων αρχών θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε και τις γενικές αρχές του διεθνούς δικαίου, οι οποίες αναγνωρίζονται ως γενικές πηγές του σε συνδυασμό με συμβατικά κείμενα. Οι δυνατότητες αυτές προκύπτουν από το άρθρο 38 του Καταστατικού του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης. Λαμβάνοντας υπόψη μάλιστα ότι τόσο το Ηνωμένο Βασίλειο όσο και η Ελληνική Δημοκρατία είναι μέλη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, και ότι διαφορές όπως η συγκεκριμένη όπου αναμιγνύονται κράτη είναι καλύτερο να επιλύονται υπό ένα διεθνές υπόβαθρο και από ένα διεθνές δικαστικό όργανο, κρίνεται δυνατή και η προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, δυνατότητα που προβλέπεται στο άρθρο 36 του Καταστατικού του εν λόγω δικαστηρίου.
Στο σημείο αυτό χρήζει ιδιαίτερης επισήμανσης το γεγονός ότι παρόλο που οι συνθήκες που θα ληφθούν υπόψη, καθώς και το υπόλοιπο νομικό υλικό, δεν ίσχυαν κατά το χρονικό διάστημα αρπαγής των Μαρμάρων, οι γενικές αρχές που αυτές περιλαμβάνουν και κωδικοποιούν χρονολογούνται ήδη στην αρχή του 19ου αιώνα. Ακολούθως, ακόμα και αν αυτές οι διεθνείς συνθήκες δεν έχουν επικυρωθεί από τα εμπλεκόμενα κράτη, θεωρούνται ότι αποτελούν συνθήκες που παράγουν δίκαιο με δεσμευτικό για όλους χαρακτήρα, καθώς έχουν γενικό αποτέλεσμα και ενσωματώνουν παγιωμένες αρχές. Επιπλέον, δεν διαθέτουμε πρόσβαση στο ισχύον κατά την εποχή δίκαιο, κάτι το οποίο μας οδηγεί εκ των πραγμάτων να στραφούμε στο ισχύον σύγχρονο δίκαιο.
Εν κατακλείδι, ορισμένα διεθνή συμβατικά κείμενα που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν αποτελούν η σύμβαση του 1970 της UNESCO, η οποία και παραμένει το σημαντικότερο νομικό μέσο σε παγκόσμιο επίπεδο για την καταπολέμηση της παράνομης διακίνησης πολιτιστικών αγαθών, καθώς και η Σύμβαση UNIDROIT του 1995 για τα κλαπέντα, ή παρανόμως εξαχθέντα, πολιτιστικά αγαθά.
Εγκυρότητα του φιρμανιού: Η εγκυρότητα του αμφισβητούμενου φιρμανιού το οποίο χρησιμοποίησε ο Elgin προκειμένου να αποσπάσει -με την υποτιθέμενη συγκατάθεση του Σουλτάνου- μεγάλο μέρος του γλυπτού διακόσμου του ναού του Παρθενώνα, και από το οποίο, όπως προείπαμε στο πρώτο μέρος του άρθρου, διασώζεται μόνο μία ιταλική μετάφραση χορήγησής του και όχι αυτό καθεαυτό, έχει αποτελέσει αντικείμενο διεθνούς έρευνας από επιστήμονες συναφών κλάδων.
Η Dr. Jeanette Greenfield, απόφοιτος των Πανεπιστημίων της Μελβούρνης και του Cambridge -από το οποίο και αποκόμισε και τον τίτλο της Διδάκτορος του Διεθνούς Δικαίου- στο βιβλίο της με τίτλο «Η επιστροφή των Πολιτιστικών Θησαυρών» (αυθεντικός τίτλος «The Return of Cultural Treasures»), αναφέρει ότι παρά το γεγονός ότι κεντρικό θέμα συζήτησης αναφορικά με το φιρμάνι αποτελεί το αν και το κατά πόσο χορηγούσε στον Εlgin την εξουσία να προβεί στον καλλιτεχνικό ακρωτηριασμό του ναού, ένα άλλο ζήτημα κατ’ αυτήν ενέχει μεγαλύτερης ακόμα διερεύνησης. Αυτό αποτελεί το αν ο Elgin παρουσίασε πράγματι το αυθεντικό φιρμάνι ενώπιον της Εξεταστικής Επιτροπής που σχηματίστηκε από το Βρετανικό Κοινοβούλιο το 1816 προκειμένου να εξετάσει τα στοιχεία της υπόθεσης. Σύμφωνα με την Greenfield, το έγγραφο που παρουσίασε ο Elgin στην Εξεταστική Επιτροπή του Βρετανικού Κοινοβουλίου δεν αποτελεί απόδειξη χορήγησης άδειας του Σουλτάνου προς αυτόν και την ομάδα του να αποσπάσουν γλυπτά από το τότε οχυρό της Ακρόπολης, και ότι ακόμα και αν προβούμε σε μία διασταλτική ερμηνεία του περιεχομένου του εν λόγω εγγράφου που εγχείρισε ο Elgin, και πάλι δεν μπορούμε να δικαιολογήσουμε την καταστροφή του ναού του Παρθενώνα.
Μάλιστα, σύμφωνα με τα κοινοβουλευτικά πρακτικά της Εξεταστικής Επιτροπής ο Elgin δεν παρουσίασε ποτέ ο ίδιος το επίσημο έγγραφο που του επέτρεπε να αποσπάσει τα γλυπτά του ναού. Αλλά ούτε και ο αιδεσιμότατος Hunt, συνεργάτης του Elgin και τελευταίος μάρτυρας που εκλήθη ενώπιον της εν λόγω Επιτροπής, παρουσίασε ποτέ την αμφιλεγόμενη ιταλική μετάφραση του εγγράφου του Σουλτάνου που είχε στην κατοχή του, αναφέροντας ότι δεν είχε φέρει μαζί του το έγγραφο αλλά το είχε αφήσει στην κατοικία του στο Bredford, καθώς δεν γνώριζε ότι θα κατέθετε ως μάρτυρας. Ουσιαστικά το έγγραφο το οποίο χρησιμοποίησε η Επιτροπή ήταν μια αγγλική μετάφραση της ιταλικής μετάφρασης του εγγράφου του Σουλτάνου, το οποίο δεν είχε καμία επίσημη σφραγίδα πάνω του αλλά απλώς μία αναφορά του εκδώσαντος οργάνου, του αξιωματούχου-καϊμακάμη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, Seged Abdullah.
Το 1998 ο Δημήτρης Βασιλειάδης, διακεκριμένος Έλληνας Ιστορικός με ειδίκευση στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, δημοσίευσε άρθρο του αναφορικά με την πραγματική φύση του φιρμανιού, μετά από ενδελεχή έρευνα που πραγματοποίησε αναφορικά με την Οθωμανική Διοίκηση και βασιζόμενος στη διερεύνηση ενός μεγάλου αριθμού αρχείων οθωμανικής προέλευσης, τόσο στην Αθήνα όσο και στην Κωνσταντινούπολη. Σύμφωνα με το Δημητριάδη, στην Οθωμανική αυτοκρατορία δεν υπήρχε νομοθετικό σώμα για να συζητήσει ή να θεσπίσει τη νομοθεσία του κράτους. Ως βάση του κράτους θεωρούταν «Ο Ιερός Νόμος του Ισλάμ», ενώ ο Σουλτάνος απολάμβανε τη διακριτική ευχέρεια τροποποίησης του συγκεκριμένου νόμου όποτε αυτός το θεωρούσε απαραίτητο. Η δυνατότητα αυτή του Σουλτάνου συνδέεται με την έκδοση φιρμανιών εκ μέρους του. Ο Elgin ισχυρίστηκε ότι το νομικό έγγραφο που του χορηγήθηκε ήταν φιρμάνι.
Ωστόσο, ο καθηγητής Δημητριάδης αμφισβητεί αυτόν τον ισχυρισμό υποστηρίζοντας ότι οποιοσδήποτε ειδικός στην οθωμανική διπλωματική γλώσσα μπορεί εύκολα να διαπιστώσει ότι το πρωτότυπο του εγγράφου που έχει επιβιώσει δεν ήταν φιρμάνι. «Φιρμάνι» στα τούρκικα σημαίνει οποιαδήποτε εντολή ή διάταγμα του Σουλτάνου. Όλα τα φιρμάνια έχουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά που τα διακρίνουν από τα έγγραφα άλλων τύπων. Ο καθηγητής Δημητριάδης παραθέτει όλα αυτά τα χαρακτηριστικά με μεγάλη λεπτομέρεια στο άρθρο του και καταλήγει επισημαίνοντας ότι, δεδομένου πως κανένα από αυτά τα χαρακτηριστικά δεν ανευρίσκεται στη μετάφραση του εγγράφου που διαθέτουμε, το εν λόγω έγγραφο δεν αποτελεί φιρμάνι, ενώ μάλιστα υποστηρίζει ότι στην πραγματικότητα δεν υπήρξε ποτέ το εν λόγω έγγραφο. Ορισμένοι από τους υποστηρικτές των επιχειρημάτων του Βρετανικού Μουσείου διατείνονται ότι οι Βρετανοί της εποχής προσέδιδαν την ονομασία φιρμάνι σε οποιοδήποτε έγγραφο που είχε εκδοθεί από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ακόμα και αν όμως δεχθούμε αυτή την εκδοχή, οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι ένα κανονικό φιρμάνι με το νομικό κύρος που του προσέδιδε η έκδοση του από τον Σουλτάνο, που επέτρεπε στην ομάδα του Elgin να εισέλθει στην Ακρόπολη, δεν υπήρξε ποτέ. Αντ’ αυτού φαίνεται ότι απλώς ένας αξιωματούχος που αντικαθιστούσε το Βεζίρη την εποχή εκείνη απέστειλε στον Elgin ένα ανεπίσημο γράμμα, υπό τη μορφή χάρης, που περιείχε τις γενικές κατευθυντήριες γραμμές και οδηγίες υπό τις οποίες η ομάδα του Elgin θα μπορούσε να δράσει στον ευρύτερο χώρο της Ακρόπολης, οδηγίες που τελικώς παραβιάστηκαν κατάφωρα.
Ωστόσο, κι αν ακόμα δεχθούμε ότι χορηγήθηκε φιρμάνι, η νομική του φύση είναι σε κάθε περίπτωση αβέβαιη. Σύμφωνα με τους ειδικούς στην Οθωμανική Ιστορία, το φιρμάνι αποτελεί ουσιαστικά ένα έγγραφο-απλή διοικητική πράξη με το οποίο η οθωμανική κυβέρνηση ζητούσε από έναν αξιωματούχο της να αποδώσει χάρη σε ένα πρόσωπο. Ουσιαστικά, τα φιρμάνια στην Οθωμανική αυτοκρατορία αποτελούσαν έγγραφες άδειες οι οποίες όμως δεν μπορούσαν να ακυρώνουν ή να τροποποιούν τον Ιερό Νόμο του Ισλάμ, ο οποίος και υπερίσχυε σε περίπτωση σύγκρουσης με το περιεχόμενο κάποιου ιεραρχικά υφιστάμενου του εγγράφου – όπως και ήταν το φιρμάνι.
Σε κάθε περίπτωση δεν μπορούμε να θεωρήσουμε ότι το φιρμάνι αποτελούσε κάποιο είδος σύμβασης αγοραπωλησίας με την οποία ο Elgin απέκτησε κυριότητα επί των γλυπτών. Σύμφωνα με ιστορικούς και με το πόρισμα της Εξεταστικής Επιτροπής του 1816, ο Elgin χρησιμοποίησε την ιδιότητά του ως πρέσβης του Ηνωμένου Βασιλείου στην Υψηλή Πύλη, και την τακτική της δωροδοκίας, προκειμένου να επιτύχει ό,τι διαφορετικά θα ήταν αδύνατο. Επιπροσθέτως, σύμφωνα με τις παγιωμένες αξίες που κατοχυρώνονται από τα δίκαια όλων των πολιτισμένων κρατών, πράξεις που αντίκεινται στα χρηστά ήθη και στο δημόσιο συμφέρον θεωρούνται άκυρες. Επίσης, κατά το άρθρο 178 του Ελληνικού Αστικού Κώδικα, δικαιοπραξία που αντιβαίνει στα χρηστά ήθη είναι άκυρη.
Ο Elgin πολύ πιθανώς υπερέβη τα όρια εξουσίας που του χορηγούσε το έγγραφο που είχε στην κατοχή του. Εξάλλου, ακόμα και οι οθωμανικές αρχές των Αθηνών θεωρούσαν το ναό του Παρθενώνα ως ένα χώρο με σημαντικό πνευματικό υπόβαθρο, και για αυτό το λόγο τον είχαν μετατρέψει σε χώρο προσευχής για τους Μουσουλμάνους. Επομένως, εξαιρετικά δύσκολα θα δεχόντουσαν τη βεβήλωση ενός ναού θρησκευτικά σημαντικού ακόμα και για αυτούς εφόσον γνώριζαν εκ των προτέρων τις πραγματικές προθέσεις του, που δεν ήταν ο απλός σχεδιασμός εκμαγείων των γλυπτών. Αυτό μας οδηγεί και στο συμπέρασμα ότι δεν γίνεται να υπήρξε και κάποιου είδους σιωπηρή συναίνεση των τοπικών αρχών εξαιτίας της αδράνειάς τους να ελέγξουν αποτελεσματικά τις δραστηριότητες του Elgin στο ναό, κάτι το οποίο θα μπορούσε να αποτελέσει επιχείρημα περί μετέπειτα επικύρωσης της νομιμότητας των ενεργειών του. Ούτως ή άλλως οι τοπικές οθωμανικές αρχές δεν ήταν αρμόδιες αναφορικά με τη διάθεση εθνικής περιουσίας, αλλά ακόμα κι αν ήταν, η πιθανή αδιαφορία, ή η πλημμελής εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους, δεν μπορεί να στραφεί εναντίον του κράτους το οποίο τους χορήγησε αυτές τις αρμοδιότητες υπό καλή πίστη. Εξάλλου, σιωπηρή επικύρωση παράνομης πράξης δεν αναγνωρίζεται στο χώρο του διεθνούς δικαίου.
Σύμφωνα με τα παραπάνω, ο Elgin δεν έγινε ποτέ κύριος των μαρμάρων ούτε με διοικητική πράξη αλλά ούτε και με πράξη ιδιωτικού δικαίου, όπως θα ήταν η σύμβαση αγοραπωλησίας. Ακολούθως, και χρησιμοποιώντας συνδυαστικά τα άρθρα 1034 («Κτήση Κινητού με Σύμβαση») και 1036 του Ελληνικού Αστικού Κώδικα («Κτήση Κινητού από μη Κύριο»), το Βρετανικό Κράτος δεν απέκτησε ποτέ τίτλο κυριότητας επί των μαρμάρων εφόσον είχε πλήρη επίγνωση των περιστατικών απόσπασής τους, κάτι που σημαίνει ότι δεν είχε καλή πίστη και εφόσον ο Elgin δεν προσκόμισε κανένα έγκυρο τίτλο επί των μαρμάρων. Επομένως, ούτε και το Βρετανικό Μουσείο που ενεργεί ως διαχειριστής τους.
Στο επόμενο και τελευταίο μέρος του αφιερώματος για τη νομική διεκδίκηση των Γλυπτών του Παρθενώνα θα επικεντρωθούμε στα ζητήματα του κατά πόσο η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε την κυριότητα επί των μαρμάρων, στα ζητήματα παραγραφής που εγείρονται από από το Βρετανικό Μουσείο και θα ολοκληρώσουμε με ορισμένα συμπεράσματα επί του θέματος.
Πηγές:
1. http://www.parthenonfrieze.gr/#/home
2. http://www.parthenonuk.com/history-of-the-marbles?showall=1&limitstart=
3. http://www.britishmuseum.org/about_us/news_and_press/statements/parthenon_sculptures.aspx?fromShortUrl
4. http://www.greece.org/parthenon/marbles/legal.htm
5. http://www.unesco.org/new/en/culture/themes/illicit-trafficking-of-cultural-property/1970-convention/
6. http://www.unidroit.org/instruments/cultural-property/1995-convention