Το νομικό υπόβαθρο της διεκδίκησης των Γλυπτών του Παρθενώνα (Μέρος Τρίτο).
- Written by Βασίλης Πιέρρος
- Published in Ελλάδα, Κοινωνία & Πολιτισμός
- Leave a reply
- Permalink
Εξουσία διάθεσης των Μαρμάρων από την Οθωμανική Αυτοκρατορία:
Συχνά προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι, δεδομένου ότι η Ελλάδα -κατά τη χρονική περίοδο αφαίρεσης των γλυπτών του Παρθενώνα- ήταν υπό την κυριαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι Οθωμανοί διέθεταν ουσιαστικά τη νόμιμη εξουσία επί του ναού του Παρθενώνα, καθώς αυτός θεωρείται ότι αποτελεί δημοσία εξουσία την οποία αποκτά το διάδοχο κράτος σε περίπτωση αλλαγής της κυριαρχίας. Σύμφωνα με το άρθρο 5 της Σύμβασης της Χάγης για την προστασία των πολιτιστικών αγαθών σε περίπτωση ένοπλης σύρραξης, κράτη τα οποία δρουν ως δυνάμεις κατοχής τμήματος ή ολόκληρου άλλου κράτους είναι υποχρεωμένα να επικουρούν τις εθνικές αρχές του κράτους υπό κατοχή, να διασφαλίσουν και να διατηρήσουν την πολιτιστική κληρονομία του τελευταίου. Οι Οθωμανοί ενήργησαν παραβιάζοντας την ανωτέρω υποχρέωση τους ως δύναμη κατοχής. Παρόλο το γεγονός ότι η εν λόγω Σύμβαση υπεγράφη το 1954, οι γενικές αρχές που εμπεριέχονται σε αυτή, και οι οποίες κωδικοποιήθηκαν με τη συγκεκριμένη Σύμβαση, δημιουργούν νομικές υποχρεώσεις λόγω της μακροχρόνιας παράδοσης και συμπεριφοράς των κρατών, και επομένως η Σύμβαση είναι εφαρμοστέα και σε περιπτώσεις που αφορούν την προστασία των πολιτιστικών αγαθών και για ένοπλες συρράξεις που έλαβαν χώρα πριν την υπογραφή της.
Επιπλέον, οι πράξεις με τις οποίες προσβάλλεται η πολιτιστική κληρονομιά του κράτους υπό κατοχή θεωρούνται ως παράνομες πράξεις της δύναμης κατοχής και, ως εκ τούτου, καταδικάζονται από το διεθνές δίκαιο. Το άρθρο 4 της Σύμβασης της Χάγης προβλέπει στο τρίτο τμήμα του ότι οι χώρες πρέπει να αναλάβουν την υποχρέωση να απαγορεύουν, να προλαμβάνουν και, εφόσον είναι απαραίτητο, να θέτουν τέλος σε οποιεσδήποτε πράξεις βανδαλισμού εναντίον της πολιτιστικής κληρονομίας ενός κράτους υπό κατοχή, καθώς και να απέχουν από την επίταξη κινητών πολιτιστικών αγαθών που βρίσκονται στο έδαφος του κράτους αυτού. Το άρθρο 11 της ίδιας Σύμβασης αναφέρει επίσης ότι: «Η εξαγωγή και η μεταβίβαση της κυριότητας των πολιτιστικών αγαθών υπό εξαναγκασμό που προκύπτουν άμεσα ή έμμεσα από την κατοχή μιας χώρας από ξένη δύναμη θα πρέπει να θεωρηθεί ως παράνομη». Εφόσον αυτές είναι οι υποχρεώσεις που απορρέουν για τα κράτη σε περίπτωση ένοπλής σύρραξης, είναι λογικό ότι σε καιρό ειρήνης κάθε κράτος είναι υποχρεωμένο να επιδεικνύει ακόμα μεγαλύτερο σεβασμό στην πολιτιστική κληρονομιά των άλλων κρατών, ανεξάρτητα από το υπόβαθρο της -πχ ιστορικό, θρησκευτικό κλπ.
Οι τελευταίες υποχρεώσεις κατοχυρώνονται επίσης και από άλλα συμβατικά κείμενα διεθνούς χαρακτήρα, όπως η Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του 1948, καθώς και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του 1950. Εφόσον η πολιτιστική κληρονομιά συμβάλλει κατά τρόπο καθοριστικό στην αυτοδιάθεση των λαών και στην πνευματική τους ακεραιότητα, η διάθεση της πολιτιστικής κληρονομιάς ενός λαού ή, ακόμα χειρότερα, η εξάλειψη της ιστορίας και του πολιτισμού του συνιστά κατάφωρη παραβίαση του ατομικού δικαιώματος της προσωπικότητας, της θρησκείας, καθώς και της εθνικής και της πολιτιστικής ταυτότητας.
Πέρα, ωστόσο, από το υπόβαθρο που σχετίζεται με την προστασία της πολιτιστικής κληρονομίας ως έκφραση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, οι Οθωμανοί δεν είχαν εξουσία διάθεσης των μαρμάρων για έναν ακόμη λόγο. Ο Παρθενώνας και το οχυρό της Ακρόπολης εν γένει εμπίπτουν στην κατηγορία των πραγμάτων που κατά το ρωμαϊκό δίκαιο θεωρούνταν πράγματα εκτός συναλλαγής (“res extra commercium”), υπό την έννοια ότι αποτελούν σύμβολα, όχι μόνο της πόλης των Αθηνών, αλλά και του Ελληνισμού. Στον Ελληνικό Αστικό Κώδικα τα πράγματα αυτά ορίζονται και προστατεύονται από το άρθρο 966, σύμφωνα με το οποίο: «Πράγματα εκτός συναλλαγής είναι τα κοινά σε όλους, τα κοινόχρηστα και τα προορισμένα για την εξυπηρέτηση δημόσιων, δημοτικών, κοινοτικών ή θρησκευτικών σκοπών». Επομένως, το αυξημένο δημόσιο συμφέρον τα κατατάσσει στην κατηγορία των πραγμάτων που δεν υπόκεινται σε κανενός είδους εμπορικής συναλλαγής. Το Ηνωμένο Βασίλειο περιλαμβάνει ορισμένες ενδεικτικές κατηγορίες πραγμάτων που τίθενται εκτός συναλλαγής, όπως ορισμένες δημόσιες υπηρεσίες -για λόγους όμως που σχετίζονται με αντίθεση περί του γενικού προτύπου ηθικής, και όχι με σκοπό να αποκλείσει επί τούτου ορισμένα πράγματα από εμπορικές συναλλαγές. Σε κάθε περίπτωση, το Ηνωμένο Βασίλειο διάκειται θετικά προς την προστασία της ιδιοκτησίας, κάτι το οποίο επεκτείνεται και στην προστασία της ιδιοκτησίας επί πολιτιστικών αγαθών.
Ύστερα, αξίζει να σημειωθεί πως και η Σύμβαση της UNESCO του 1970, αναφορικά με τα Μέσα Απαγόρευσης και Παρεμπόδισης της Παράνομης Εισαγωγής, Εξαγωγής και Μεταβίβασης Ιδιοκτησίας Πολιτιστικής Περιουσίας, και -πιο συγκεκριμένα- το άρθρο 7 της εν λόγω συμβάσεως, προβλέπει ότι τα συμβαλλόμενα κράτη θα πρέπει να απαγορεύουν την εισαγωγή πολιτιστικών αγαθών που έχουν κλαπεί από ένα μουσείο, ή από δημόσιο μνημείο θρησκευτικού ή κοσμικού χαρακτήρα, ή από παρόμοιο ίδρυμα.
Ακολούθως, τα λεγόμενα κριτήρια Waverley, τα οποία τέθηκαν από την Επιτροπή για την Εξαγωγή των Έργων Τέχνης με την Έκθεση Waverley του 1952, θέτουν ορισμένα κριτήρια για μη εξαγωγή ή εισαγωγή ορισμένων έργων τέχνης από και προς το βρετανικό έδαφος.
Τα κριτήρια αυτά είναι τα ακόλουθα τρία:
- Έντονος συσχετισμός με τη Βρετανική ιστορία και εθνική ζωή (“Close association with Britain’s history and national life”).
- Εξαιρετικής αισθητικής σημασίας (“Of outstanding aesthetic importance”).
- Εξαιρετικής σημασίας για τη μελέτη της τέχνης, της μάθησης ή της ιστορίας (“Of outstanding significance for the study of some particular branch of art, learning or history”).
Σύμφωνα λοιπόν με αυτά τα κριτήρια, τα Γλυπτά του Παρθενώνα θα θεωρούνταν ως πράγματα εκτός εμπορικής συναλλαγής, τουλάχιστον για τη διεθνή αγορά. Μάλιστα, η Επιτροπή Waverley του 1952 έκρινε τα Γλυπτά του Παρθενώνα ως παράδειγμα πολιτιστικών αντικειμένων εξαιρετικής αισθητικής σημασίας, για τα οποία δεν θα είχε χορηγηθεί καμία άδεια εξαγωγής.
Ζητήματα Παραγραφής: Ένα πιθανό επιχείρημα που δύναται να προβάλλει το Βρετανικό Μουσείο, σε περίπτωση διεκδίκησης των Γλυπτών του Παρθενώνα από την Ελληνική Δημοκρατία, είναι αυτό της παρόδου μεγάλου χρονικού διαστήματος από την αφαίρεση των Μαρμάρων από τον Ναό του Παρθενώνα, και ακολούθως των αποτελεσμάτων που αυτή η μακρά περίοδος επέφερε, αναφορικά με τη δυνατότητα νομικής διεκδίκησης περί την επιστροφή πολιτιστικής κληρονομιάς. Από το 1815, όταν και πραγματοποιήθηκε η τελευταία πράξη αφαίρεσης από το Ναό του Παρθενώνα, μέχρι το 1983, οπότε και έλαβε χώρα το πρώτο επίσημο αίτημα επιστροφής των Μαρμάρων από την Ελληνική Κυβέρνηση, έχουν περάσει 168 χρόνια. Κατά τον ΑΚ 937 «Η απαίτηση από αδικοπραξία παραγράφεται μετά πενταετία, αφότου ο παθών έμαθε τη ζημία και τον υπόχρεο σε αποζημίωση σε κάθε όμως περίπτωση η απαίτηση παραγράφεται μετά την πάροδο είκοσι ετών από την πράξη. Αν η αδικοπραξία αποτελεί συνάμα κολάσιμη πράξη που κατά τον ποινικό νόμο υπόκειται σε μακρότερη παραγραφή, αυτή ισχύει και για την απαίτηση αποζημίωσης».
Παράλληλα, σύμφωνα με το Δεύτερο Τμήμα του Limitation Act του 1980, το οποίο και αποτελεί Βρετανική Κοινοβουλευτική Πράξη που προβλέπει τα χρονικά όρια παραγραφής παραβάσεων του νόμου, προβλέπει σε περίπτωση αδικοπραξίας παραγραφή μετά την πάροδο έξι ετών, αφότου ο παθών έλαβε γνώση της ζημίας (“An action founded on tort shall not be brought after the expiration of six years from the date on which the cause of action accrued”). Ενώ το Τέταρτο Τμήμα προβλέπει ότι σε περίπτωση κλοπής κινητής περιουσίας από πρόσωπο, η εξαετής παραγραφή του Δεύτερου Τμήματος δεν βρίσκει εφαρμογή (“The right of any person from whom a chattel is stolen to bring an action in respect of the theft shall not be subject to the time limits under sections 2 and 3(1) of this Act”). Επιπροσθέτως, εφόσον η Βρετανική Κυβέρνηση ενεργεί ως καταπιστευματοδόχος των Μαρμάρων, το Εικοστό Πρώτο Τμήμα του Limitation Act του 1980 αναφέρει ότι κανένα χρονικό όριο παραγραφής που αναφέρεται στο Limitation Act δεν βρίσκει εφαρμογή σε περίπτωση απάτης ή δόλιας παραβίασης του καταπιστεύματος, την οποία ο καταπιστευματοδόχος γνώριζε ή ήταν μέρος της (“No period of limitation prescribed by this Act shall apply to an action by a beneficiary under a trust, being an action in respect of any fraud or fraudulent breach of trust to which the trustee was a party or privy;”).
Επιπλέον, καλό θα ήταν να λάβουμε υπόψη μας την άποψη σύμφωνα με την οποία τα Μάρμαρα του Παρθενώνα αποτελούν ακίνητη περιουσία, υπό την έννοια ότι αποτελούν αναπόσπαστο συστατικό στοιχείο του Ναού του Παρθενώνα – αν και αυτή η άποψη δεν φαίνεται να βρίσκει έρεισμα στο χώρο του αγγλοσαξωνικού δικαίου. Η πιο συγγενής έννοια που συναντάται στο χώρο του αγγλοσαξωνικού δικαίου είναι αυτή του «αναπόσπαστου εξαρτήματος» (“fixture”), υπό την έννοια του αντικειμένου που είναι συνδεδεμένο κατά μόνιμο τρόπο στο ακίνητο, δηλαδή που δεν μπορεί να διαχωριστεί από αυτό και κατ’ επέκταση υπόκειται σε όλους τους κανόνες που βρίσκουν εφαρμογή και για το ακίνητο. Στον Ελληνικό Αστικό Κώδικα συναντάμε την εν λόγω έννοια στο άρθρο 953, το οποίο προβλέπει: «Συστατικό μέρος πράγματος, που δεν μπορεί να αποχωριστεί από το κύριο πράγμα χωρίς βλάβη αυτού του ίδιου ή του κύριου πράγματος ή χωρίς αλλοίωση της ουσίας ή του προορισμού τους δεν μπορεί να είναι χωριστά αντικείμενο κυριότητας ή άλλου εμπράγματου δικαιώματος.». Αξίζει να αναφερθεί στο σημείο αυτό ότι η αγγλική νομολογία, σε αρκετές τουλάχιστον περιπτώσεις (Phillips v Lamdin, Norton v Dashwood), έχει δεχθεί ότι εάν οποιαδήποτε ακίνητη περιουσία έχει τοποθετηθεί κατά μόνιμο τρόπο σε ένα ακίνητο, ως μέρος της συνολικής και μόνιμης αρχιτεκτονικής σχεδίασης, τότε το εν λόγω ακίνητο μαζί με τα αναπόσπαστα εξαρτήματα (“fixtures”) που έχουν ενσωματωθεί σε αυτό αποτελεί ένα ενιαίο όλον και, επομένως, η αφαίρεσή τους συνιστά προσβολή του ακινήτου. Για την επαναφορά του στην πρότερη κατάσταση συνίσταται η επιστροφή και η επανενσωμάτωση τους στο ακίνητο από το οποίο αφαιρέθηκαν.
Το επιχείρημα όμως της παραγραφής δεν βρίσκει έρεισμα ούτε στο Διεθνές Δίκαιο, καθώς στο χώρο αυτό δεν αναγνωρίζονται προθεσμίες παραγραφής. Επομένως, το δικαίωμα για επιστροφή της πολιτιστικής κληρονομιάς μπορεί να διεκδικηθεί, καθώς το εθνικό δίκαιο που καθιερώνει προθεσμίες παραγραφής εν προκειμένω κατισχύει του διεθνούς δικαίου, και δεν επηρεάζει δικαιώματα που εξασφαλίζονται από το τελευταίο. Επιπροσθέτως, η Σύμβαση της Χάγης, καθώς και η Σύμβαση της UNESCO του 1970 για την παρεμπόδιση και πρόληψη της παράνομης εισαγωγής, εξαγωγής και μεταβίβασης της κυριότητας πολιτιστικών αγαθών, δεν περιλαμβάνουν καμία διάταξη αναφορικά με προθεσμίες παραγραφής. Παράλληλα, το Διεθνές Συμβούλιο Μουσείων ξεκαθάρισε ότι, σε καμία περίπτωση το κράτος που έχει στην κατοχή του πολιτιστική κληρονομιά υπό αμφισβήτηση δεν έχει το δικαίωμα να επικαλεστεί την παραγραφή ως επιχείρημα για την άρνηση της επιστροφής της εν λόγω πολιτιστικής κληρονομίας απέναντι στο κράτος από το οποίο αυτή προέρχεται.
Συμπεράσματα: Η συνοπτική πλην περιεκτική ανάλυση που προηγήθηκε κατέδειξε με τον πιο εμφανή τρόπο την πολυπλοκότητα του ζητήματος νομικής διεκδίκησης των Γλυπτών του Παρθενώνα από την Ελληνική Δημοκρατία. Τα νομικά ζητήματα τα οποία παρουσιάζονται είναι πολλά και χρήζουν ιδιαίτερης σημασίας και προσοχής. Αναμφίβολα, αν λαμβάναμε υπόψη μόνο το ηθικό κομμάτι της επιθυμίας για επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα, τα τελευταία θα έβρισκαν τη θέση τους σε σύντομο χρονικό διάστημα στο Μουσείο της Ακρόπολης, δίπλα στο τόπο γέννησής τους. Σε κάθε περίπτωση, καθοριστική σημασία για την επανένωση των Γλυπτών μπορεί να διαδραματίσει για μια ακόμα μια φορά η εκπαίδευση και η ενημέρωση. Η Ελληνική Πολιτεία θα μπορούσε να ξεκινήσει εκ νέου ένα συνεχή αγώνα προβολής του αιτήματος για επαναπατρισμό της πολιτιστικής κληρονομίας της Ελληνικής Δημοκρατίας, με ενημερωτικές εκστρατείες αναφορικά με την ιστορία της αρπαγής, καθώς και με παρουσίαση της νομικής πλευράς του ζητήματος σε διεθνή fora και διεθνείς οργανισμούς, όπως -κατά κύριο λόγο- ο ΟΗΕ. Παράλληλα, αναγκαία κρίνεται και η ευαισθητοποίηση των Ελλήνων πολιτών, η οποία και πάλι μπορεί να επιτευχθεί με ανάλογους τρόπους με αυτούς που προαναφέρθηκαν. Είναι αναμφίβολα μία προσπάθεια που καλό θα ήταν να λάβει συλλογικό χαρακτήρα στήριξης, για να διορθωθεί το ιστορικό λάθος της αρπαγής, και να επιτευχθεί το όνειρο της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα στην Αθήνα.
Πηγές:
- http://www.parthenonfrieze.gr/#/home
- http://www.parthenonuk.com/history-of-the-marbles?showall=1&limitstart=
- http://www.britishmuseum.org/about_us/news_and_press/statements/parthenon_sculptures.aspx?fromShortUrl
- http://www.greece.org/parthenon/marbles/legal.htm
- http://www.unesco.org/new/en/culture/themes/illicit-trafficking-of-cultural-property/1970-convention/
- http://www.unidroit.org/instruments/cultural-property/1995-convention