Το νομικό υπόβαθρο της διεκδίκησης των Γλυπτών του Παρθενώνα (Μέρος Πρώτο).
- Written by Βασίλης Πιέρρος
- Published in Κοινωνία & Πολιτισμός
- Leave a reply
- Permalink
Το υπόβαθρο
Την 9η Δεκεμβρίου 2015 η Γενική Συνέλευση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών υιοθέτησε ψήφισμα, με τίτλο «Επιστροφή ή Απόδοση Πολιτιστικών Αγαθών στις χώρες προέλευσης». Στο εν λόγω ψήφισμα – το οποίο αποτέλεσε αποτέλεσμα ελληνικών πρωτοβουλιών, και το οποίο έτυχε ευρείας αποδοχής και από τις υπόλοιπες διεθνείς αντιπροσωπείες – περιλαμβάνεται ρητή αναφορά στην επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα, σε μια προσπάθεια επιστροφής των πολιτιστικών αγαθών στις χώρες προέλευσης και ενίσχυσης της προστασίας της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς. Με αφορμή, λοιπόν, αυτή τη σημαντική εξέλιξη, κρίνεται σκόπιμη η περαιτέρω διερεύνηση της ιστορίας πίσω από την αρπαγή των Γλυπτών του Παρθενώνα, των επιχειρημάτων των δύο πλευρών (ήτοι του Βρετανικού Μουσείου και της Ελληνικής Δημοκρατίας), καθώς και της δυνατότητας διεκδίκησης τους μέσω της νομικής οδού.
Η ιστορία της αρπαγής των Γλυπτών του Παρθενώνα
Το έτος 1799 ο Thomas Bruce, 7ος Λόρδος του Έλγιν (7th Earl of Elgin), ευρύτερα γνωστός με την ονομασία Λόρδος Έλγιν, διορίστηκε πρεσβευτής του Ηνωμένου Βασιλείου στην Υψηλή Πύλη της Κωνσταντινούπολης στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, η οποία την εποχή εκείνη βρισκόταν υπό την ηγεσία του Σουλτάνου Selim ΙΙΙ. Ο Έλγιν, πριν από το διορισμό του, είχε καταπιαστεί με την ανέγερση μιας νέας εξοχικής κατοικίας στη Σκωτία, την οποία και θα ονόμαζε Broomhall. Ο αρχιτέκτονας του εν λόγω σχεδίου του Έλγιν ονομαζόταν Thomas Harrison, μεγάλος θαυμαστής της ελληνικής αρχιτεκτονικής των κλασικών χρόνων, ο οποίος μάλιστα παρακίνησε τον Έλγιν να διακοσμήσει την εξοχική του κατοικία με αρχαιοελληνικού τύπου κομψοτεχνήματα, κατά κύριο λόγο εμπνεόμενος από αυτά που βρίσκονταν στην Αθήνα. Του πρότεινε, επίσης, να τον προμηθεύσει με γύψινα εκμαγεία των πραγματικών έργων τέχνης της κλασσικής αρχαιότητας, προκειμένου να εξελίξει την καλλιτεχνική διάσταση της εν λόγω κατοικίας. Ωστόσο, η συγκεκριμένη ιδέα δεν αποτελούσε σε καμία περίπτωση πρόταση αφαίρεσης των αληθινών έργων τέχνης από ελληνικούς αρχαιολογικούς χώρους των Αθηνών.
Η Αθήνα στα τέλη του 19ου αιώνα, και ύστερα από τρεισήμισι αιώνες Οθωμανικής κατοχής, ουσιαστικά αποτελούσε μια εξαιρετικά μικρή πόλη, ο πληθυσμός της οποίας κατοικούσε κατά κύριο λόγο στο χώρο περιμετρικά της Ακρόπολης. Η άφιξη του Λόρδου Έλγιν στην πόλη το 1800, ως μία στάση στην πορεία του για την Κων/πολη, αποτέλεσε ένα γεγονός το οποίο ενθουσίασε τους κατοίκους, οι οποίοι ήλπιζαν ότι με την άφιξη του Έλγιν στην πόλη θα τονωνόταν η τοπική οικονομία μέσω της δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας. Συνεργάτες του Έλγιν ήταν ο Αιδεσιμότατος Philip Hunt, ο οποίος επίσης παρουσίαζε ένα ζωηρό ενδιαφέρον για τις ελληνικές αρχαιότητες, και ο Ιταλός Giovani Batista Lusieri, ένας επαγγελματίας ζωγράφος τοπίων, υπό την καλλιτεχνική διεύθυνση του οποίου ο Έλγιν άρχισε να υλοποιεί την συμβουλή του αρχιτέκτονα της εξοχικής του κατοικίας για κατασκευή αντιγράφων – από καλούπια – των αρχαιολογικών ευρημάτων στην Αθήνα, και πιο συγκεκριμένα των μαρμάρων της ζωφόρου του ναού του Παρθενώνα.
Αρχικά οι στόχοι του Έλγιν ήταν μετριοπαθείς. Ως πρεσβευτής του Ηνωμένου Βασιλείου στην Υψηλή Πύλη της Κωνσταντινούπολης, χρησιμοποίησε το αξίωμα του προκείμενου να επηρεάσει – και τελικώς να πείσει – τον Σουλτάνο να του επιτρέψει αρχικώς να έχει πρόσβαση στα μάρμαρα του Παρθενώνα, και εν συνεχεία, με τη βοήθεια του Lusieri, να πραγματοποιήσει εκμαγεία των γλυπτών με την πρόθεση, όπως προείπαμε, να τα μεταφέρει στην υπό ανέγερση εξοχική του κατοικία στη Σκωτία. Παρ’ όλα αυτά, σε σύντομο χρονικό διάστημα, και όσο πιο πολύ καταπιανόταν με το προαναφερθέν πλάνο του, ο Έλγιν συνειδητοποίησε ότι, σε συνδυασμό με την ευκόλως χειραγωγίσιμη και δωροδοκήσιμη Οθωμανική Διοίκηση της πόλης των Αθηνών, θα μπορούσε όχι απλώς να σχεδιάζει εκμαγεία των γλυπτών, αλλά να αποκτήσει και αυτά καθεαυτά τα γλυπτά.
Τις εν λόγω παθογένειες ο Έλγιν τις εντόπισε στα πρόσωπα δύο Οθωμανών αξιωματούχων: του Voivode, διοικητή της Αθήνας και του Disdar, στρατιωτικού διοικητή της Ακρόπολης, η οποία την εποχή εκείνη αποτελούσε στρατιωτικό συγκρότημα το οποίο βρισκόταν υπό την εποπτεία του ίδιου του Σουλτάνου. Παρόλο το γεγονός ότι ο Disdar ήταν πρόθυμος να χορηγήσει την άδεια στον Έλγιν και τους συνεργάτες του να επισκεφθούν τον χώρο της Ακρόπολης και να ξεκινήσουν τα πλάνα τους για δημιουργία σχεδίων των γλυπτών του Παρθενώνα, αλλά και πιθανώς στρατιωτικών οχυρώσεων της Ακρόπολης, η ιεραρχική εξάρτηση του από τον Σουλτάνο, και το γεγονός ότι η παραβίαση εντολής του τελευταίου ισοδυναμούσε με καταδίκη σε θάνατο, οδήγησαν τον Disdar να απαιτήσει από τον Έλγιν υπογεγραμμένο φιρμάνι από τον Σουλτάνο, το οποίο θα του χορηγούσε είσοδο στον χώρο.
Μετά από συνεχείς προσπάθειες, και έξι μήνες μετά την άφιξη του στην Αθήνα, ο Έλγιν και η ομάδα του κατάφεραν τελικά να εισέλθουν στον χώρο της Ακρόπολης. Ωστόσο ο Disdar ανέβαλε εκ νέου τις εργασίες του, μέχρις ότου παραλάμβανε ο ίδιος το υπογεγραμμένο φιρμάνι από τον Σουλτάνο. Παρά τους ισχυρισμούς του Έλγιν και της ομάδας του για την ύπαρξη του εν λόγω φιρμανιού, το οποίο θα τους έδινε τη δυνατότητα να προχωρήσουν στην υλοποίηση των σχεδίων τους, που είχαν ως τελικό αποτέλεσμα την απογύμνωση του ιστορικού χώρου από ανεκτίμητης αξίας έργα τέχνης και τον καλλιτεχνικό τραυματισμό του ναού (ισχυρισμό που αποτελεί βάση και των ισχυρισμών του Βρετανικού Μουσείου για διατήρηση των γλυπτών στη συλλογή του), μοναδική γραπτή απόδειξη περί της υπάρξεως του φιρμανιού αποτελεί η ιταλική μετάφραση μίας επίσημης αποστολής, η οποία βρίσκεται στην κατοχή του William St. Clair, βρετανού ιστορικού. Αλλά ακόμα και αυτή η επιστολή δεν επαρκεί για την απόδειξη περί της υπάρξεως του φιρμανιού, καθώς δεν αποτελεί καθεαυτό το φιρμάνι, αλλά ουσιαστικά τον λογαριασμό χορήγησης αυτού.
Το πρώτο φιρμάνι εξεδόθη τον Μάιο του 1801, και έδινε τη δυνατότητα στον Έλγιν και στην ομάδα του να έχουν πρόσβαση στο χώρο της Ακρόπολης όπου θα μπορούσαν να σχεδιάσουν σκίτσα, να ανεγείρουν σκαλωσιές, αλλά και να δημιουργήσουν εκμαγεία. Κρίνοντάς το ανεπαρκές για την επίτευξη των σκοπών του, ο Hunt ζήτησε την έκδοση νέου φιρμανιού, το οποίο θα επέτρεπε στην ομάδα του Έλγιν να σκάψει και να πάρει οποιαδήποτε γλυπτά ή επιγραφές οι οποίες δεν παρεμβαίνουν με τα έργα ή τους τοίχους του οχυρού της Ακρόπολης. Το συγκεκριμένο φιρμάνι, που εξεδόθει στις 6 Ιουλίου του 1801 από τον Κaimmecam Πασά ο οποίος αντικαθιστούσε την περίοδο εκείνη τον Μέγα Βεζίρη στην Κων/πολη, αποτελεί και την επίσημη επιστολή, η ιταλική μετάφραση της οποίας ανακαλύφθηκε από τον William St. Clair στη συλλογή εγγράφων του Hunt που διατηρούσε. Ακόμα όμως και το φιρμάνι αυτό δεν χορηγούσε στην ομάδα του Έλγιν την δυνατότητα να προβεί σε αποκοπή γλυπτών από τον ναό. Μάλιστα, ένα μήνα αργότερα, ο Hunt ζήτησε από τον Voivode να του επιτρέψει να καθαιρέσει από τον ναό τις μετόπες του, μία κίνηση που ακόμα και o Έλληνας υποπρόξενος της Βρετανίας στην Αθήνα, Νικόλαος Λογοθέτης, ήταν απρόθυμος να συναινέσει στην πραγματοποίησή της.
Την Άνοιξη του 1802 ο Έλγιν επισκέφθηκε την ομάδα του στην Αθήνα, όπου την συνεχάρη για τις εργασίες της. Ωστόσο η μεταφορά των γλυπτών στο Ηνωμένο Βασίλειο συνάντησε αρκετές δυσκολίες, όπως τη βύθιση του πλοίου «Mentor» έξω από τα Κύθηρα με το οποίο ο Έλγιν μετέφερε μέρος των γλυπτών, η ανέλκυση του οποίου πραγματοποιήθηκε στις 24 Δεκεμβρίου του 1802. Παρά το γεγονός ότι η επόμενη περίοδος υπήρξε ταραχώδης για τον Έλγιν, με την κράτησή του από τις γαλλικές αρχές, τελικώς κατάφερε με τη βοήθεια των συνεργατών του να ολοκληρώσει το έργο του το 1812 – με το προσωπικό κόστος για τον Έλγιν να ανέρχεται σε 74.240 λίρες. Ο Λόρδος Βύρων χαρακτήρισε μάλιστα το τελευταίο φορτίο που έφθασε στην Αγγλία με γλυπτά από τον Παρθενώνα ως την «τελευταία λεηλασία ενός ματωμένου τόπου».
Τα προσεχή χρόνια ο Έλγιν συνάντησε ορισμένες οικονομικές δυσκολίες οι οποίες τον ανάγκασαν, το 1816, να αρχίσει να διαπραγματεύεται με το Βρετανικό Στέμμα την πώληση των αρχαιοελληνικών έργων τέχνης που είχε στην κατοχή του. Η απόφαση για την απόκτηση των εν λόγω έργων τέχνης ελήφθη από το Βρετανικό Κοινοβούλιο το 1816, έχοντας πλήρη επίγνωση των περιστατικών που έλαβαν χώρα αναφορικά με τον τρόπο με τον οποίο αφαιρέθηκαν από τον αρχαιολογικό χώρο του Παρθενώνα. Αξίζει να σημειωθεί ότι το Βρετανικό Κοινοβούλιο συνέστησε ένα είδος Εξεταστικής Επιτροπής η οποία θα μελετούσε τα στοιχεία της υπόθεσης. Παρ’ όλα αυτά δεν ήταν λίγες οι αντιδράσεις, τόσο εντός όσο και εκτός Κοινοβουλίου, αναφορικά με τη νομιμότητα κατοχής των γλυπτών από τον Έλγιν, αλλά και σχετικά με την επιλογή της βρετανικής κυβέρνησης να εμπλακεί σε μία σκιώδη υπόθεση αγοραπωλησίας πολιτιστικών αγαθών. Ο Λόρδος Βύρων, επιδεικνύοντας εκ νέου την φιλελληνική στάση που τον διέκρινε, αποκάλεσε τον Έλγιν «βάνδαλο». Η Βρετανική Κυβέρνηση κατέβαλε τελικώς στον Έλγιν το ποσό των 35.000 λιρών για την απόκτηση της συλλογής του, η οποία και μεταφέρθηκε την ίδια χρονιά στο Βρετανικό μουσείο, όπου μέχρι και σήμερα εκτίθενται τα γλυπτά του Παρθενώνα.
Στη συλλογή αυτή περιλαμβάνονται 15 από τις 92 μετόπες του ναού του Παρθενώνα, οι οποίες απεικονίζουν τη μάχη ανάμεσα στους Λάπηθες και τους Κένταυρους, 21 φιγούρες από τα ανατολικά και τα δυτικά αετώματα του ναού, καθώς και 75 μέτρα – από τα συνολικά 160 – της ζωφόρου που κοσμούσε τον ναό. Επιπροσθέτως, το Βρετανικό Μουσείο διαθέτει μια Καρυάτιδα, μια στήλη και άλλα αρχιτεκτονικά μέρη του ναού του Ερεχθείου, αρχιτεκτονικά μέλη των Προπυλαίων, καθώς και μέρη της ζωφόρου του ναού της Αθηνάς Νίκης. Θα πρέπει να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι, η εν λόγω συλλογή του Βρετανικού Μουσείου περιλαμβάνει και κομμάτια τα οποία δεν έχουν σχέση με τη δραστηριότητα του Έλγιν στην Αθήνα, αλλά με άλλες συλλογές, όπως αυτές της λεγόμενης «Κοινωνίας των Ενθουσιωδών» («Society of Dilletanti») – η οποία αποτελεί ιστορικό σύλλογο εδραζόμενο στο Ηνωμένο Βασίλειο, με σκοπό τον εορτασμό και την μελέτη της ελληνικής και της ρωμαϊκής αρχαιότητας- και αυτές των Steinhäuser, Cockerell, Inwood, Smith-Barry, Colne Park και Chatsworth.
Για μια καλύτερη και πιο παραστατική εικόνα του ναού του Παρθενώνα μπορείτε να επισκεφθείτε την ιστοσελίδα http://www.parthenonfrieze.gr/#/home, στην οποία παρουσιάζεται σε ψηφιακή μορφή η ιστορία του ναού.
Πηγες: