Υπόθεση Chowdury 21884/15: η καταδίκη της Ελλάδας από το ΕΔΔΑ για τη Μανωλάδα
- Written by Αναστασία Τηλεμάχου
- Published in Διεθνές Δίκαιο, Ελλάδα
- Leave a reply
- Permalink
Η παγκόσμια προσφυγική κρίση των τελευταίων ετών, το πολιτικό αδιέξοδο, αλλά και η οικονομική δυσπραγία πολλών περιοχών της Μέσης Ανατολής και της Ασίας έχουν αναγάγει την Ελλάδα σε χώρα αθρόας προσέλευσης προσφύγων και μεταναστών, κυρίως λόγω της καίριας γεωγραφικής της θέσης. Παρά τις εκτεταμένες προσπάθειες της ελληνικής κυβέρνησης και του ελληνικού λαού για μια κατά το δυνατόν ανθρωποκεντρική προσέγγιση της κατάστασης με γνώμονα την αλληλεγγύη, φαινόμενα όπως η ξενοφοβία, η ρατσιστική συμπεριφορά, καθώς και η εκμετάλλευση των ευαίσθητων κοινωνικών ομάδων των προσφύγων και των μεταναστών συνθέτουν συχνά την ελληνική πραγματικότητα. Στην εν λόγω κατάσταση συνηγορεί η πρόσφατη καταδίκη της Ελλάδας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (εφεξής ΕΔΔΑ), επί τη βάσει της παραβίασης του άρθρου 4 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (εφεξής ΕΣΔΑ), αναφορικά με την αναγκαστική εργασία και την εμπορία ανθρώπων, στην υπόθεση Chowdury και άλλοι κατά Ελλάδας.
Ιστορικό της υπόθεσης
Μεταξύ της περιόδου από τον Οκτώβριο του 2012 ως τον Φεβρουάριο του 2013, μεγάλος αριθμός μεταναστών από το Bangladesh που ζούσαν στην Ελλάδα χωρίς άδεια εργασίας προσελήφθησαν για να δουλέψουν ως εποχιακοί εργάτες στη μεγαλύτερη έκταση καλλιέργειας φράουλας στην περιοχή της Μανωλάδας, στη Δυτική Πελοπόννησο. Οι εργοδότες Τ.Α. και Ν.V. τούς είχαν υποσχεθεί μισθό 22 ευρώ για 7 ώρες εργασίας, 3 ευρώ για κάθε υπερωρία, και μείον 3 ευρώ την ημέρα για το φαγητό τους. Οι μετανάστες δούλευαν στα θερμοκήπια από τις 7 το πρωί ως τις 7 το απόγευμα κάθε μέρα, υπό την επίβλεψη οπλισμένων επιστατών, ενώ ζούσαν σε καλύβες κατασκευασμένες από χαρτοκιβώτια, νάιλον και μπαμπού, χωρίς χώρους υγιεινής και πρόσβαση σε νερό. Οι, δε, εργοδότες δεν πλήρωναν τους υποσχόμενους μισθούς, ενώ τους προειδοποιούσαν ότι θα λάμβαναν τους μισθούς τους μόνο εάν συνέχιζαν να εργάζονται.
Έτσι, το Φεβρουάριο, Μάρτιο και Απρίλιο του 2013, οι εργαζόμενοι προέβησαν -χωρίς αποτέλεσμα- σε απεργία, ζητώντας τα δεδουλευμένα τους. Στις 17 Απριλίου 2013 πήγαν στο χώρο εργασίας τους, και ζήτησαν από τους δύο εργοδότες να τους καταβάλλουν τους μισθούς τους. Ένας από τους οπλισμένους επιστάτες άνοιξε πυρ εναντίον τους, τραυματίζοντας σοβαρά 30 από αυτούς. Οι τραυματισμένοι μεταφέρθηκαν στο νοσοκομείο, και ανακρίθηκαν από την αστυνομία, ενώ οι δυο εργοδότες, ο επιστάτης που τραυμάτισε τους εργαζόμενους και ένας ακόμη οπλισμένος επιστάτης συνελήφθησαν, κατηγορούμενοι για απόπειρα ανθρωποκτονίας -η οποία στη συνέχεια μεταβλήθηκε σε κατηγορία για βαριά σωματική βλάβη- και, μετά από αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, σε εκείνη της εμπορίας ανθρώπων, βάσει του άρθρου 323Α του Ελληνικού Ποινικού Κώδικα.
Η υπόθεση εισήχθη ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Πατρών όπου, με την απόφαση της 30ής Ιουλίου 2014, απάλλαξε τους κατηγορουμένους από την κατηγορία για εμπορία ανθρώπων, με την αιτιολογία ότι δεν πληρούνταν η αντικειμενική υπόσταση του εν λόγω εγκλήματος, ενώ ο Τ.Α. και ένας εκ των δυο επιστατών καταδικάστηκαν για επικίνδυνη σωματική βλάβη και παράνομη οπλοφορία και οπλοχρησία. Το δικαστήριο μετέτρεψε την ποινή της φυλάκισης σε χρηματική ποινή, υποχρεώνοντάς τους να πληρώσουν το ποσό των 1.500 ευρώ στους 35 εργάτες που αναγνωρίστηκαν ως θύματα – ποσό που αναλογεί σε 43 ευρώ το άτομο. Οι κατηγορούμενοι άσκησαν έφεση κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου για την κατηγορία της επικίνδυνης σωματικής βλάβης και παράνομης οπλοφορίας, η οποία είχε ανασταλτικό αποτέλεσμα – ανέστειλε, δηλαδή, την εκτέλεση της πρωτόδικης απόφασης.
Στις 21 Οκτωβρίου 2014, οι εργαζόμενοι, ως πολιτικώς ενάγοντες στη δίκη, ζήτησαν από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου να ασκήσει αναίρεση κατά της απόφασης περί απαλλαγής από την κατηγορία της εμπορίας ανθρώπων. Η ήδη ασκούμενη έφεση των κατηγορουμένων -σχετικά με την απόρριψη της πρωτόδικης απόφασης που αφορά την επικίνδυνη σωματική βλάβη και παράνομη οπλοφορία- δεν επηρεάζει την άσκηση της αναίρεσης που αφορά απαλλαγή από την κατηγορία της εμπορίας ανθρώπων, καθώς πρόκειται για διαφορετικά κεφάλαια της απόφασης, διαφορετικές νομικές βάσεις. Σημειώνεται ότι μόνο η εισαγγελία του Αρείου Πάγου έχει τη δυνατότητα να αναιρέσει την επίμαχη απόφαση, αφού πρόκειται για ομόφωνη κρίση των δικαστών, για την οποία η Εισαγγελία Εφετών δεν μπορεί να ασκήσει έφεση. Το αίτημα, ωστόσο, των εργαζομένων απορρίφθηκε από τον εισαγγελέα, και το μέρος της απόφασης σχετικά με την εμπορία ανθρώπων κατέστη αμετάκλητο.

Οι καλύβες στις οποίες στεγάζονταν και ζούσαν οι εργαζόμενοι μετανάστες στη Μανωλάδα (πηγή: wikipedia)
Ισχυρισμοί των μερών
Επί του παραδεκτού
Αξίζει να σημειωθεί ότι, για την παραδεκτή άσκηση μιας ατομικής προσφυγής ενώπιον του ΕΔΔΑ πρέπει να συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 35 της ΕΣΔΑ, και συγκεκριμένα: να έχουν εξαντληθεί τα εσωτερικά ένδικα μέσα, να είναι εμπρόθεσμη η άσκηση της προσφυγής (εντός εξαμήνου από την έκδοση της απόφασης), να μην πρόκειται για ανώνυμη προσφυγή ή όμοια με άλλη που έχει ήδη εξετασθεί από το ΕΔΔΑ, και να μην συντρέχει κάποια από τις περιπτώσεις ασυμβιβάστου με τις διατάξεις της σύμβασης. Το δικαστήριο εξέτασε τους ισχυρισμούς που προέβαλε η ελληνική κυβέρνηση αναφορικά με το ζήτημα της μη εξάντλησης των εσωτερικών ενδίκων μέσων. Συγκεκριμένα, η ελληνική κυβέρνηση ισχυρίστηκε ότι οι αιτιάσεις των προσφευγόντων στηρίχτηκαν σε μεγάλο βαθμό στο εσωτερικό δίκαιο, και η μη αναφορά τους στο άρθρο 4 της ΕΣΔΑ σε κανένα στάδιο της δίκης δεν ήταν επαρκής για να δώσει στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο και στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου τη δυνατότητα να εξετάσουν την υπόθεση στο πλαίσιο της σύμβασης. Το ΕΔΔΑ -αφού τόνισε ότι ο κανόνας της εξάντλησης των εσωτερικών ενδίκων μέσων στα πλαίσια της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων πρέπει να εφαρμόζεται με ευελιξία και χωρίς υπέρμετρη τυπολατρία- έκρινε παραδεκτή την προσφυγή των μεταναστών, εφόσον πληρούνται οι υπόλοιπες προϋποθέσεις του άρθρου 35 της Σύμβασης.
Επί της ουσίας
Οι προσφεύγοντες (εκπροσωπούμενοι στη δίκη από το Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες και την Open Society Justice Initiative) υποστηρίζουν ότι τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης καταδεικνύουν σαφώς την ύπαρξη αναγκαστικής εργασίας, και ότι το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο στήριξε την απόφασή του σε μια πολύ στενή ερμηνεία του όρου “εμπορία ανθρώπων”, ασυμβίβαστη με αυτήν της αναγκαστικής εργασίας, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 της ΕΣΔΑ (“Ουδείς δύναται να υποχρεωθεί σε αναγκαστική ή υποχρεωτική εργασία”) και σε άλλα διεθνή κείμενα. Οι προσφεύγοντες υποστήριξαν, επίσης, ότι ο καθ’ ου η προσφυγή -δηλαδή η ελληνική κυβέρνηση- δεν συμμορφώθηκε με τη θετική υποχρέωση για πρόληψη περιπτώσεων αναγκαστικής εργασίας ως μορφή εκμετάλλευσης, σύμφωνα με το άρθρο 323Α του ΠΚ, και τους ορισμούς που δίνονται στα άρθρα 3Α του Πρωτοκόλλου του Παλέρμο και 4Α της Σύμβασης για την καταπολέμηση της Εμπορίας Ανθρώπων, του Συμβουλίου της Ευρώπης. Κατηγορούν, επίσης, τις ελληνικές αρχές ότι εν γνώσει τους ανέχονταν μια κατάσταση που προανήγγειλε ότι οι εργαζόμενοι θα υποβάλλονταν σε αναγκαστική εργασία – δεδομένου ότι ο Συνήγορος του Πολίτη είχε υποβάλλει εκθέσεις σχετικά με τις συνθήκες εργασίας και την εκμετάλλευση των εργαζομένων στη Μανωλάδα, ενώ το ζήτημα είχε περαιτέρω λάβει διαστάσεις στον εθνικό τύπο.
Από τη μεριά της, η Ελληνική κυβέρνηση υποστήριξε ότι οι προσφεύγοντες σε καμία περίπτωση δεν ήταν θύματα εμπορίας ανθρώπων, καθώς δεν ήταν υποχρεωμένοι να εργάζονται, είχαν τη δυνατότητα να διαπραγματευτούν τους όρους εργασίας τους, και ήταν ελεύθεροι να εγκαταλείψουν την εργασία τους και να αναζητήσουν άλλη. Παράλληλα, υποστήριξε πως ανταποκρίθηκε στις θετικές υποχρεώσεις της, αναφορικά με την πρόληψη περιπτώσεων αναγκαστικής εργασίας που συνιστούν εμπορία ανθρώπων, καθώς δεν προκύπτει ότι οι αρχές γνώριζαν, και σκοπίμως ανέχονταν την τότε επικρατούσα κατάσταση, αφού οι προσφεύγοντες δεν είχαν προηγουμένως εκφράσει κανένα παράπονο για τις συνθήκες εργασίας.
Απόφαση ΕΔΔΑ
Στην απόφαση της 30ής Μαρτίου 2017, το ΕΔΔΑ -αφού εξέτασε τους ισχυρισμούς των μερών, αλλά και των παρεμβαινόντων στη δίκη- αρχικά επεσήμανε ότι η εμπορία ανθρώπων εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 4 της ΕΣΔΑ, καθώς και ότι, σύμφωνα με το άρθρο 4Α της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων, η εκμετάλλευση μέσω της εργασίας συνιστά μια μορφή εμπορίας. Παράλληλα, έκρινε την ελληνική κυβέρνηση ένοχη για την κατηγορία της εμπορίας ανθρώπων και της αναγκαστικής εργασίας, σύμφωνα με το άρθρο 4§2 της ΕΣΔΑ. Συγκεκριμένα, καταδίκασε την Ελλάδα για παραβίαση των θετικών της υποχρεώσεων -που προκύπτουν από το άρθρο 4 της εν λόγω σύμβασης- σχετικά με τη λήψη προληπτικών διοικητικών και νομοθετικών μέτρων, τη διεξαγωγή αποτελεσματικής έρευνας, καθώς και την παράλειψη των ελληνικών αρχών να αποτρέψουν την κατάσταση που επικρατούσε, να προστατέψουν τα θύματα, και να τιμωρήσουν τους δράστες.
Είναι αξιοσημείωτο, μάλιστα, το γεγονός ότι το ΕΔΔΑ μνημόνευσε τη σύμβαση κατά της εμπορίας ανθρώπων του Συμβουλίου της Ευρώπης ως πηγή διαμόρφωσης των θετικών υποχρεώσεων της Ελλάδας, παρά το γεγονός ότι κατά το χρόνο στον οποίο ανάγονται τα πραγματικά περιστατικά, η συγκεκριμένη σύμβαση δεν είχε ακόμα τεθεί σε ισχύ στην Ελλάδα. Το δικαστήριο, λοιπόν, υπό το φως του άρθρου 41 της ΕΣΔΑ, καταδίκασε τη χώρα σε χρηματική αποζημίωση 16.000 ευρώ, για υλική και ηθική βλάβη κάθε πολιτικώς ενάγοντα ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου, και σε κάθε άλλον προσφεύγοντα που δεν συμμετείχε στη διαδικασία ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου (γιατί δεν αναγνωρίστηκε από το δικαστήριο ως θύμα) 12.000 ευρώ για όλες τις ζημίες που υπέστη, καθώς και 4.363 ευρώ για δικαστικά έξοδα.
Παρατηρήσεις – Συμπεράσματα
Αξίζει να σημειωθεί ότι το άρθρο 4 της ΕΣΔΑ εφαρμοζόταν επί σειρά ετών όλως εξαιρετικώς από το ΕΔΔΑ, καθώς τα φαινόμενα δουλείας και καταναγκαστικής εργασίας -με την παραδοσιακή τους έννοια- είχαν σχεδόν εκλείψει. Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, παρατηρείται μια τάση ανάδυσης νέων μορφών εργασιακής εκμετάλλευσης, που καθιστά αναγκαία την ερμηνευτική επαναπροσέγγιση του κανονιστικού περιεχομένου του άρθρου 4 ΕΣΔΑ, έτσι ώστε να λειτουργήσει ως ασφαλιστική δικλείδα για την προσωπική ελευθερία των προσφευγόντων (Μ. Καραβίας, 2013). Η απόφαση Chowdury και άλλοι κατά Ελλάδας, λοιπόν, συνιστά μια σημαντική προσθήκη στη σταδιακά αυξανόμενη νομολογία του δικαστηρίου, αναφορικά με το άρθρο 4. Παράλληλα, εκτός από τη σειρά περιπτώσεων στις οποίες οι παραβιάσεις του άρθρου 4 -αναφορικά με την αναγκαστική εργασία- προέρχονται από κρατικούς φορείς (όπως στην περίπτωση της υπόθεσης Chitos κατά Ελλάδας), ελάχιστες είναι οι υποθέσεις που ήρθαν ενώπιον του ΕΔΔΑ για παραβιάσεις που προκλήθηκαν από μη κρατικούς παράγοντες, και οι οποίες χαρακτηρίζονται ως αναγκαστική εργασία ή εμπορία ανθρώπων υπό το φως του άρθρου 4 ΕΣΔΑ, με την εν λόγω υπόθεση να είναι η 8η στον αριθμό.
Πρόκειται για μια απόφαση-ορόσημο, καθώς για πρώτη φορά το Δικαστήριο κρίνει ότι η εκμετάλλευση της μεταναστευτικής εργασίας αποτελεί μορφή αναγκαστικής εργασίας και εμπορίας ανθρώπων, όπως επίσης ότι τα θύματα είχαν υποβληθεί σε αναγκαστική εργασία, και όχι σε δουλεία. Σε προηγούμενες παρεμφερείς αποφάσεις (Siliadin κατά Γαλλίας, Rantsev κατά Κύπρου και Ρωσίας), το δικαστήριο έκρινε ότι τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούσαν περίπτωση αναγκαστικής εργασίας και εμπορίας ανθρώπων αφορούσαν είτε παιδιά είτε γυναίκες που παρείχαν οικιακές υπηρεσίες. Συνεπώς, η εν λόγω απόφαση συνιστά μία από τις σημαντικότερες αποφάσεις διεθνούς δικαστηρίου για εργαζόμενους μετανάστες, ενώ παρέχει εχέγγυα μελλοντικής προστασίας, αφού είναι εξαιρετικά πιθανόν να αναγκάσει πολλαπλές κυβερνήσεις να παρέχουν αποτελεσματική προστασία κατά της εκμετάλλευσης των μεταναστών. Μένει να δούμε εάν -εν όψει της τρέχουσας προσφυγικής και μεταναστευτικής κρίσης- η απόφαση αυτή θα αποτελέσει την κινητήριο δύναμη για ισότιμη ένταξη των ευπαθών αυτών ομάδων στο εργατικό δυναμικό της εκάστοτε χώρας, με σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων τους.
Πηγές:
- Hudoc.echr.coe.int. (2017). AFFAIRE CHOWDURY ET AUTRES c. GRÈCE. [online] Available at: http://hudoc.echr.coe.int/eng#{%22itemid%22:[%22001-172365%22]} [Accessed 21 May 2017].
- Strasbourg Observers. (2017). Chowdury and Others v. Greece: Further Integration of the Positive Obligations under Article 4 of the ECHR and the CoE Convention on Action against Human Trafficking. [online] Available at: https://strasbourgobservers.com/2017/04/28/chowdury-and-others-v-greece-further-integration-of-the-positive-obligations-under-article-4-of-the-echr-and-the-coe-convention-on-action-against-human-trafficking/ [Accessed 21 May 2017].
- Smith, H. (2017). Bangladeshi fruit pickers shot at by Greek farmers win human rights case. [online] the Guardian. Available at: https://www.theguardian.com/world/2017/mar/30/bangladeshi-strawberry-pickers-shot-at-by-greek-farmers-win-european-rights-case [Accessed 21 May 2017].
- Council of Europe. (2017). Council of Europe Convention on Action against Trafficking in Human Beings. [online] Available at: https://www.coe.int/en/web/conventions/full-list/-/conventions/treaty/197 [Accessed 21 May 2017].
- The Greek Ombudsman. (2017). ECtHR Chowdury and Others v. Greece (application no. 21884/15): a conviction which could have been avoided, had the measures requested by the Ombudsman been taken. [online] Available at: https://www.synigoros.gr/?i=stp.en.news.424967 [Accessed 21 May 2017].
- Σισιλιάνος Λ. (2013), Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.
- Humanrightseurope.org. (2017). Greece: Human rights court awards €576,000 to forced labour migrant strawberry-pickers. [online] Available at: http://www.humanrightseurope.org/2017/03/greece-forced-labour-undocumented-migrant-strawberry-pickers-win-human-rights-complaint/ [Accessed 21 May 2017].
- News.gr. (2017). Άρειος Πάγος: Πιθανό να αναιρέσει τις αθωώσεις για τη Μανωλάδα. [online] Available at: http://www.news.gr/ellada/koinonia/article-wide/166050/areios-pagos-pithano-na-anairesei-tis-athooseis-gia.html [Accessed 21 May 2017].