Υπόθεση Perinçek v. Switzerland: Λεπτές ισορροπίες…
- Written by Βασίλης Πιέρρος
- Published in Διπλωματία & Πολιτική, Ευρώπη
- Leave a reply
- Permalink
Δεδομένα της υπόθεσης: Στις 7 Μαΐου, 17 Ιουλίου και 18 Σεπτεβρίου του 2005, ο Doğu Perinçek, διδάκτωρ Νομικής και πρόεδρος του Τουρκικού Κόμματος Εργασίας, έλαβε μέρος σε σείρα δημόσιων εκδηλώσεων στην Ελβετία. Κατά την διάρκεια των εν λόγω εκδηλώσεων, πραγματοποιήσε ομιλίες στις οποίες αρνήθηκε ότι οι πολιτικές και οι πρακτικές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εναντίον των Αρμενίων που ξεκίνησαν το 1915 και συνεχίστηκαν και τα επομένα χρόνια αποτελούσαν γενοκτονία. Παράλληλα, χαρακτήρισε τον όρο «Αρμενική γενοκτονία» ως «διεθνές ψέμα». Τα σχόλια του πραγματοποιήθηκαν υπό διαφορετικά υπόβαθρα: κατά τη διάρκεια συνέντευξης τύπου στη Λωζάνη, κατά τη διάρκεια συνεδρίου στο Όπφικον για τον εορτασμό της σύναψης της συνθήκης της Λωζάνης και κατά της διάρκεια συνάντησης του κόμματος στο οποίο προεδρέυει στo Κένιτζ.
Ανάμεσα στη δεύτερη και στην τρίτη ομιλία του στην Ελβέτία και πιο συγκεκριμένα στις 15 Ιουλίου του 2005, ο σύλλογος Ελβετία-Αρμενία κατέθεσε μήνυση εναντίον του εξαιτίας των ανωτέρω χαρακτηρισμών του. Με απόφαση τους τον Μάρτιο του 2007, το Δικαστήριο της Λωζάνης έκρινε τον εναγόμενο ένοχο για «φυλετική διάκριση» («racial discrimination») με βάση το άρθρο 261 παράγραφος 4 του Ελβετικού Ποινικού Κώδικα, επιβάλλοντας του διάφορες ποινές όπως χρηματικά πρόστιμα, τα οποία μπορόυσαν να αντικατασταθούν με την ποινή της φυλάκισης. To εν λόγω δικαστήριο επισήμανε ότι η γενοκτονία των Αρμενίων είναι ένα αποδεδειγμένο γεγονός, αναγνωρισμένο από την ελβετική κοινή γνώμη, παραπέμποντας σε διάφορα ελβετικά κοινοβουλευτικά όργανα, σε νομικές δημοσιεύσεις αλλά και σε διάφορες δηλώσεις από ομοσπονδιακές αρχές αλλά και από τις αντιστοιχές τοπικές αρχές των ελβετικών καντονιών. Προς επίρρωση των επιχειρημάτων του, το δικαστήριο της Λωζάνης προέβαλε την αναγνώριση της γενοκτονίας των Αρμενίων από αρκετούς διεθνείς οργανισμούς όπως από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της Ευρώπης. Επιπροσθέτως, θεώρησε ότι οι δηλώσεις του Perinçek είχαν ρατσιστική φύση και δεν συνέβαλαν στον ιστορικό διάλογο επί του θέματος.
Στις 13 Ιουνίου του 2007, η έφεση που πραγματοποιήσε ο Perinçek εναντίον της καταδικαστκής απόφασης απορρίφθηκε από το Δικαστήριο του Καντονίου του Βω, το οποίο σημείωσε ότι η ελβετική νομοθεσία έχει αποδεχτεί την γενοκτονία των Αρμενίων ως ιστορικό γεγονός σε άναλογο πνεύμα με την αναγνώριση της γενοκτόνίας των Εβραιών κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Ακόλουθη έφεση του εναγομένου στο Ομοσπονδικό δικαστήριο της Ελβετίας με αίτημα την ακύρωση της απόφασης και την απαλλαγή του από κάθε ευθύνη και ποινικές διώξεις, απορρίφθηκε στις 12 Δεκεμβρίου του 2007.
Εξαντλώντας τα εσωτερικά ελβετικά ένδικα μέσα, ο Perinçek στράφηκε ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιώματων του Ανθρώπου προβάλλόντας ότι η καταδική του από τις ελβετικές αρχές για τη δημόσια δήλωση με την οποία αρνούταν την ύπαρξη γενοκτονίας των Αρμενίων προσέβαλλε το δικαίωμα ελευθερίας λόγου του όπως αυτό κατοχυρώνεται και προστατεύεται από το άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Ειδικότερα, ισχυρίστηκε ότι οι συνέπειες της παραβίασης του άρθρου 261 παραγράφος 4 του Ελβετικού Ποινικού Κώδικα βάσει του οποίου καταδικάστηκε δεν ηταν επαρκώς προβλεπόμενες και ότι η καταδίκη του δεν δικαιολογήθηκε από κάποιον θεμιτό σκοπό. Επίσης, προέβαλε το επιχείρημα ότι η παραβίαση του δικαιώματος ελευθερίας λόγου του δεν ηταν αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία. Η προσφυγή του Perinçek ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου πραγματοποιήθηκε στις 10 Ιουνίου του 2008.
Ιστορική αναδρομή: O λαός της Αρμενίας ήταν εγκατεστήμενος στην περιοχή του Καυκάσου στην Ευρασία για περίπου 3.000 χρόνια. Με εξαίρεση την περιοδο του 4ου αιώνα μ.Χ όποτε αποτέλεσε ανεξάρτητη οντοτητα, όντας μάλιστα το πρώτο έθνος που ανακήρυξε τον Χριστιανισμό επίσημη θρησκεία του κράτους, η Αρμενία αποτελούσε μέλος πολλών αυτοκρατοριών όπως η Αραβική και η Βυζαντινή μέχρι την κατάληψη της από την Οθωμανική αυτοκρατορία τoν 15ο αιώνα. Οι ηγέτες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας επέτρεπαν σε θρησκευτικές μειονότητες ένα είδος σχετικής αυτονομίας, επέβαλλαν όμως στους χριστιανούς υπήκοους της αυτοκρατοριάς σειρά διακρίσεων όπως η υψηλότερη φορολογία σε σχέση με τους μουσουλμάνους υπήκοους αλλα και περιορισμό των πολιτικών και νομικών τους δικαιωμάτων. Με την πάροδο του χρόνου και με την σταδιακή παρακμή και αποδυνάμωση της οθωμανικής αυτοκρατορίας, η καταπίεση αυτή αυξήθηκε και την περιόδο 1894 και 1896 πραγματοποιήθηκε η πρώτη κρατικά οργανωμένη επίθεση κατά των Αρμενίων με γενικευμένες ομαδικές διώξεις και σφαγές Αρμένιων πολιτών από Οθωμανικά στρατευματά και πολίτες.
Παρόλο το γεγονός ότι η άνοδος του κινήματος των Νεότουρκων, οι οποίοι ανέτρεψαν τον σουλτάνο Abdul Hamid ΙΙ εγκαθιδρύοντας μια πιο μοντέρνα συνταγματική κυβέρνηση, θεωρήθηκε θετική εξέλιξη από τους Αρμένιους, σύντομα συνειδητοποίησαν τον απώτερο σκοπό εκτουρκισμόυ της αυτοκρατορίας από τον εν λόγω κίνημα. Σύμφωνα με την ιδεολογία των Νεότουρκων, όλοι οι μη Τούρκοι και κυρίως οι Χριστιανόι μη Τούρκοι αποτελόυσαν σοβαρή απειλή στο νέο κράτος, η οποία έπρεπε να αντιμετωπιστεί άμεσα. Όταν το 1914 η Τουρκία ενεπλάκη στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό της Γερμανίας και της Αυστροουγγρικής αυτοκρατόριας, η καχυποψία απέναντι στους χριστιανικούς πληθυσμούς της περιοχής και πιο συγκεκριμένα απέναντι στους Αρμένιους αυξήθηκε. Καθώς η κατάσταση χειροτέρευε και ο πόλεμος εντατικοποιούταν, Αρμένιοι οργάνωσαν επιθέσεις εναντίον των Τούρκων στην περιοχή του Καυκάσου, υποβοηθώντας το έργο του ρωσικού στρατού που επιχειρούσε στην περιοχή αυτή.
Όλα αυτά τα γεγονότα οδήγησαν στις 24 Απριλίου του 1915, ημέρα-μνήμης για τους Αρμενίους, η οποία θεωρείται και ως απαρχή της Αρμένικης γενοκτονίας. Εκείνη την ήμερα, οι τουρκικές αρχές συνέλαβαν και εκτέλεσαν μεγάλο μέρος της αρμένικης κοινότητας διανοούμενων της Κων/Πολης. Ακολούθησαν μαζικές απελάσεις, διωγμοί και σφαγές του Αρμένικου πληθυσμού, με το προσχήμα της προστασίας της τουρκικής κοινωνίας από εχθρικά στοιχεία που μάχονταν ενάντια της στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Μαρτυρίες της εποχής από πρέσβεις και δυτικούς παρατηρητές αναφορικά με της θηριωδίες που διαπράχθησαν ενάντιον των Αρμενίων καταδεικνύουν την συστηματικότητα των τουρκικών αρχών στην εξόντωση του αρμένικου πληθυσμού.
Ο ίδιος ο Κεμάλ Ατατούρκ, ιδρυτής του σύγχρονου τουρκικού κράτους και αναμοφωτής της τουρκικής κοινωνίας, σε συνέντευξη του στην εφημερίδα Los Angeles Examiner, την 1η Αυγούστου 1926 παραδέχθηκε ότι μέλη του κινήματος των Νεότουρκων πραγματοποίησαν σφαγές και διωγμούς ενάντιον των χριστιανικών πληθυσμών της περιοχής και ότι θα έπρεπε να οδηγηθούν ενώπιον της τουρκικής δικαιοσύνης. Κίνηση που πραγματοποιήθηκε με τη διεξαγωγή δίκης που καταδικάσε τον ενορχηστρωτή των σφαγών, τον Μεγάλο Βεζίρη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, Ταλαατ Πασσα και πλήθος άλλων Τούρκων αξιωματούχων και συμμετεχόντων στο σχέδιο εξόντωσης των Αρμενίων.
Η γενοκτόνια των Αρμενίων έχει αναγνωριστεί από πλήθος κρατών παγκοσμίως, αλλά και από διεθνείς οργανισμούς, τοπικές κυβερνήσεις και δικαστήρια αλλά και από ακαδημαϊκές προσωπικότητες. Η Ελλάδα υπήρξε από τις πρώτες χώρες που αναγνώρισε την Αρμενία μετά την ανεξαρτησία της (21-09-1991). Η Τουρκία, μολονότι απόδεχεται τις σφαγές και τις απέλασεις, αρνείται συστηματικά να τις αποκαλέσει γενοκτονία, θεωρώντας ότι αποτελούσαν κινήσεις προστασίας του Τουρκικού λαού κατά τη διάρκεια μιας τεταμένης περιόδου όπως ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος. Υποστηρίζει μάλιστα ότι ο αριθμός των νεκρών Αρμενίων ανέρχεται σε εξακόσιες με εφτιακόσιες χιλιάσες ενώ δυτικές και αρμενικές πηγές ανεβάζουν τον συγκεκριμένο αριθμό σε ένα εκατομμύριο πεντακόσιες χιλιάδες.
Βασικό επιχείρημα της Τουρκίας αποτελεί, επιπλέον το γεγονός ότι, σε αντίθεση με την γενοκτόνια των Εβραίων κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και την χρησιμοποιήση του όρου έστω υπό περιγραφικό και όχι υπό νομικό υπόβαθρο από το Διεθνές Δικαστήριο που συγκλήθηκε στη Νυρεμβέργη της Γερμανίας από τις 20 Νοεμβρίου του 1945 μέχρι την 1η Οκτωβρίου 1946 για να προσδιορίσει τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας από στελέχη των Ναζί, δεν έχει υπάρξει παρεμφερές διεθνές δικαστήριο που να έχει χρησιμοποίησει τον ορό «γενοκτονία των Αρμενίων» ως αντικείμενο κατηγορητήριου.
Ο όρος γενοκτονία: Σύμφωνα με το άρθρο 2 της Σύμβασης για την Πρόληψη και Καταστολή του Εκλήματος της Γενοκτονίας, η οποία εγκρίθηκε στις 9 Δεκεμβρίου του 1948 από τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών και τέθηκε σε ισχύ στις 12 Ιανουαρίου το 1951, η γενοκτονία ορίζεται ως εξής:
Γενοκτονία αποτελεί οποιαδήποτε από τις ακόλουθες πράξεις η οποία διαπράττεται με σκοπό την καταστροφή, εξ ολοκλήρου ή εν μέρει, μιας εθνικής, εθνοτικής, φυλετικής ή θρησκευτικής ομάδας:
1. Η δολοφονία μελών της ομάδας.
2. Η πρόκληση σοβαρής σωματικής ή διανοητικής βλάβης σε μέλη της ομάδας.
3. Η εθελούσια επιβολή στην ομάδα συνθηκών διαβίωσης που αποσκοπούν στην ολοσχερή ή μερίκη φυσική εξόντωση της.
4. Η επιβολή μέτρων που αποσκοπούν στην παρεπόδιση των γεννήσεων στο εσωτερικό της ομάδας.
5. Η διά της βίας μεταφορά των παιδιών της ομάδας σε μία άλλη ομάδα.
Η χρησιμοποίηση του όρου γενοκτονία πραγματοποιήθηκε για πρώτη φόρα μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Πιο συγκεκριμένα, το 1944 ο Πολωνός Δικηγόρος Raphael Lemkin προσπάθησε να αποδώσει εννοιολογικά τις ιδιομορφίες του συγκεκριμένου εγκλήματος κατά της ανθρωπότητας ερειδόμενος στην συστηματική ναζιστική πολιτική κατά τη Διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου που είχε ως σκοπό τον αφανισμό και την βιολογική εξόντωση της εβραϊκής φυλής. Ο Lemkin σχημάτισε τη λέξη “genocide” από την ελληνική λέξη «γένος» και την λατινική λέξη «caedere» που σημαίνει «σκοτώνω». Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Lemkin σε συνέντευξη του το το 1949 στο αμερικανικό δίκτυο CBS επισήμανε τα ακόλουθα: «Άρχισα να ενδιαφέρομαι για την γενοκτόνια γιατί συνέβη στους Αρμένιους. Ύστερα οι Αρμένιοι έλαβαν μια πολύ σκληρή συμφωνία στη Διάσκεψη των Βερσαλλιών, διότι οι εγκλήματίες τους ήταν ένοχοι για γενοκτόνια και δεν τιμωρήθηκαν».
Σκεπτικό της αρχικής απόφασης του ΕΔΔΑ: Στις 17 Δεκεμβρίου του 2013 το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αποφάσισε με 5 ψήφους υπέρ και 2 ψήφους κατά, ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του ανθρώπου. Πιο συγκεκριμένα, το δικαστήριο θεώρησε ότι η δικαιολογία που προέβαλαν οι ελβετικές αρχές προκειμένου να καταδικάσουν τον Perinçek ήταν ανεπαρκείς. Παραλλήλα οι ελβετικές αρχές δεν απέδειξαν ότι η καταδίκη του εναγομένου ήταν επιβεβλημένη σε μία δημοκρατική κοινωνία προκειμένου να προστατευθεί η μνήμη των συγγενών των θυμάτων των γεγονότων που διαδραματίστηκαν από το 1915 και ύστερα ούτε εξυπηρετούσε κάποια «πιεστική κοινωνική ανάγκη» («pressing social need”), δοθέντος μάλιστα του γενονότος ότι δεν υπάρχει μια «γενική συναίνεση» («general consensus») υπό την έννοια οτι μόνο περίπου 20 κράτη από τα 196 αναγνωρισμένα ή υπό αναγνώριση έχουν αναγνωρίσει τα συγκεκριμένα γεγονότα ως «Αρμενική γενοκτονία».
Το δικαστήριο, επομένως, αποφάσισε ότι η Ελβετία ξεπέρασε την διακριτική ευχέρεια περιορίσμου του δικαιώματος ελευθερίας έκφρασης του Perinçek που της απένειμε το άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαωμάτων του Ανθρώπου καθώς, στη προκειμένη περίπτωση, η ομιλία του Perinçek πραγματοποίηθηκε υπό ιστορικό, πολιτικό και νομικό υπόβαθρο και αφορούσε ένα θέμα δημοσίου ενδιαφέροντος. Εξάλλου, έκρινε ότι ομιλία του και η άρνηση του νομικού και μόνο χαρακτηρίσμου της γενοκτόνιας δεν ήταν αρκετή προκειμένου να προκαλέσει αρνητικά συναισθήματα μίσου ή εμπάθειας εναντίον του Αρμενικού Λάου ούτε προβλήματα «δημόσιας τάξης» στην Ελβετία. Το δικαστήριο δέχθηκε επίσης ότι προσβλητίκες, σοκαριστικές και ενοχλητικές ιδέες προστατεύονται επίσης από το εν λόγω αρθρό. Επιπροσθέτως, επισήμανε ότι σκοπός του δικαστηρίου δεν είναι να εξετάσει την ιστορική αλήθεια των σφαγών και των απελάσεων του Αρμενικού πληθυσμού από το 1915 και μετά ούτε την καταλληλότητα χαρακτηρισμόυ των γεγονότων αυτών από τον Ελβετικό Ποινικό Κώδικα ως «γενοκτονία». Αντιθέτως, κύριο μέλημα του δικαστηρίου αποτέλεσε η εξακρίβωση του αν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η καταδική του Perinçek από τις ελβετικές αρχές παραβίασε το δικαίωμα ελευθερίας του λόγου του.
Τέλος, το δικαστήριο προέβη σε μία σημαντική διάκριση ανάμεσα στη παρούσα υπόθεση και προηγούμενες υποθέσεις ενώπιον του που αφορούν την άρνηση των εγκλημάτων του Ολοκαυτώματος. Σε αυτές τις υποθέσεις οι προσφεύγοντες είχαν αρνηθεί τεκμηριωμένα ιστορικά γεγονότα όπως την ύπαρξη θαλάμων αερίων αλλά επίσης και τα εγκλήματα που διαπράχθησαν από το ναζιστικό καθεστώς της Γερμανίας για τα οποία υπήρξε μια ξεκάθαρη νομική βάση. Εξάλλου, τα εγκλήματα υπό αμφισβήτηση είχαν κρίθει από το Διεθνές Δικαστήριο της Νυρεμβέργης ως αδιαμφισβήτητα διαπραχθέντα.
Στις 17 Μαρτίου του 2014 η κυβέρνηση της Ελβετίας αιτήθηκε την μεταφόρα της υπόθεσης στο Grand Chamber του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου κάτι το οποίο έγινε δεκτό στις 2 Ιουνίου του 2014. Στις 28 Ιανουαρίου του 2014 το Grand Chamber πραγματοποιήσε εκ νέου ακροάση των αντιμαχόμενων πλευρών. Αναμένουμε με ενδιαφέρον την τελική απόφαση του.
Πηγές:
1. http://hudoc.echr.coe.int/eng#{%22fulltext%22:[%22perincek%20v%20switzerland%22],%22documentcollectionid2%22:[%22GRANDCHAMBER%22,%22CHAMBER%22],%22itemid%22:[%22001-139724%22]}
2. http://hudoc.echr.coe.int/eng#{%22itemid%22:[%22002-9265%22]}
3. http://www.hrweb.org/legal/genocide.html
4. https://globalfreedomofexpression.columbia.edu/cases/ecthr-perincek-v-switzerland-no-2751008-2013/
5. http://www.mfa.gr/blog/dimereis-sheseis-tis-ellados/armenia/
6. http://www.history.com/topics/armenian-genocide