Η εκστρατεία της Καλλίπολης
- Written by Φωτεινή Κυριαζοπούλου
- Published in Ιστορία & Στρατηγική
- Leave a reply
- Permalink
Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος ξεκίνησε τον Ιούλιο του 1914, και τερματίστηκε τον Νοέμβριο του 1918. Τα δύο μέτωπα αποτελούνταν από τις Δυνάμεις της Αντάντ (Βρετανία, Γαλλία, Ρωσία, Ιταλία, Ελλάδα) και τις Κεντρικές Δυνάμεις (Γερμανία, Αυστροουγγαρία, Οθωμανική Αυτοκρατορία, Βουλγαρία). Το έναυσμα για τη σύρραξη δόθηκε, όταν η Αυστροουγγαρία, έχοντας τη στήριξη της Γερμανίας, κήρυξε τον πόλεμο στη Σερβία. Οι συγκρούσεις ακολούθησαν η μία την άλλη, και ο πόλεμος γενικεύτηκε. Η εκστρατεία στην Καλλίπολη έγινε, λόγω της ύψιστης στρατηγικής σημασίας της χερσονήσου και των Στενών των Δαρδανελίων. Ήδη από το 1904, το βρετανικό κράτος εξέταζε την προοπτική κατάληψης των Στενών. Μοιραία, όταν οι Ρώσοι σύμμαχοι χρειάστηκαν θαλάσσια δίοδο, λόγω της πίεσης που δέχονταν από το στρατό των Κεντρικών Δυνάμεων, η προοπτική κατάληψης επανεξετάστηκε.
Τι προηγήθηκε της απόφασης για επίθεση
Η βρετανική κυβέρνηση Asquith δεχόταν πιέσεις από το εσωτερικό του κράτους, σχετικά με τη συμμετοχή της χώρας στον πόλεμο. Οι πολίτες θεωρούσαν πως η χώρα δεν απειλούνταν άμεσα, και, ως εκ τούτου, δεν υπήρχε λόγος συμμετοχής της στον πόλεμο. Γι’ αυτόν το λόγο, οι ιθύνοντες επεδίωκαν μια στρατιωτική νίκη, που θα οδηγούσε το λαό σε συσπείρωση. Παράλληλα, στους κόλπους της Αντάντ υπήρχε η ελπίδα πως μία ενδεχόμενη επιχείρηση στα Δαρδανέλια με θετική έκβαση θα ανέκοπτε, αφενός, την γερμανική αρωγή στους Οθωμανούς, αφετέρου θα έδινε στη Ρωσία το ζωτικό χρόνο που χρειαζόταν για ανασυγκρότηση, λόγω της πίεσης που της ασκούσε ο εχθρός στο μέτωπο του Καυκάσου (Zürcher, 1993). Ένας ακόμη λόγος για τον οποίον επικράτησε η άποψη για την επίθεση στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ήταν ότι αποτελούσε την –κατ’ εκτίμηση– πιο αδύναμη χώρα της Κεντρικής Συμμαχίας (Ferro, 1997).
O Winston Churchill, ως Υπουργός Ναυτιλίας εισηγήθηκε το σχέδιό του για την κατάληψη της χερσονήσου της Καλλίπολης. Θεωρούσε πως η κατάληψη της χερσονήσου και το άνοιγμα των στενών ήταν η μόνη λύση στο αδιέξοδο, καθώς έτσι θα άνοιγαν το δρόμο που θα τους επέτρεπε να μεταφέρουν πολεμικό υλικό και ενισχύσεις. Επίσης, βλέποντας τη δυναμική που αναπτυσσόταν στα Βαλκάνια, ο Churchill ήθελε με την αδρανοποίηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας να επιδιώξει την ανάσχεση της δυναμικής αυτής, υπέρ της Κεντρικής Συμμαχίας. Η ενδεχόμενη ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας πιθανώς θα προκαλούσε την είσοδο της Ιταλίας και της Βουλγαρίας στον πόλεμο, με το πλευρό της Αντάντ (Ferro, 1997).
Ήδη πριν την προσχώρηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στο συνασπισμό των Κεντρικών Δυνάμεων, ο Churchill γνώριζε πως ήταν ανέφικτο οι Οθωμανοί να συνεργαστούν με τους Βρετανούς στον επικείμενο πόλεμο – θεωρούσε τη συνεργασία τους με τις Κεντρικές Δυνάμεις αναμενόμενη. Επομένως, στις 28 Ιουλίου του 1914, έδωσε εντολή να κατασχεθούν δύο υπό κατασκευή πολεμικά πλοία σε βρετανικά ναυπηγεία, για λογαριασμό του Σουλτάνου, παρόλο που είχαν εξοφληθεί πλήρως (Finkel, 2005).
Μεταξύ της Γερμανίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είχαν προηγηθεί επαφές σε στρατιωτικό επίπεδο, με στόχο την απόκτηση γνώσης ευρωπαϊκής τεχνολογίας και τεχνοτροπίας, από τους απαίδευτους στις νέες μεθόδους Οθωμανούς στρατιωτικούς. Επιπροσθέτως, είχαν πραγματοποιηθεί σημαντικές γερμανικές επενδύσεις στο Οθωμανικό Κράτος, και ειδικά στον τομέα της βιομηχανίας, με πιο σημαντική την κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής Βερολίνου-Βαγδάτης (Finkel, 2005). Η Οθωμανική Αυτοκρατορία σύναψε συμμαχία με την Γερμανία. Παράλληλα, ανακοίνωσε τον τερματισμό της εξυπηρέτησης των ξένων δανείων και, επιπλέον, στις 9 Σεπτεμβρίου του 1914, κατήργησε μονομερώς τις διομολογήσεις.
Η επιχείρηση και τα λάθη που ακολούθησαν
Στις αρχές του 1915, ο διοικητής των ρωσικών στρατευμάτων, ο Μεγάλος Δούκας Νικόλαος, ζήτησε από τους συμμάχους του, να επιτεθούν εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ώστε να αποσυμφορηθεί η πίεση που του ασκούσαν. Έτσι, υιοθετήθηκε το σχέδιο του Churchill.
Αρχικά, είχε αποφασιστεί ότι στην επιχείρηση θα συμμετείχε μόνο το ναυτικό, με στόχο να παραβιάσει το στενό των Δαρδανελίων, και να απειλήσει την Κωνσταντινούπολη. Η πρώτη προσπάθεια προσπέλασης των στενών των Δαρδανελίων έγινε άμεσα. Στην επιχείρηση συμμετείχαν γαλλικά και βρετανικά πλοία. Ο βομβαρδισμός ξεκίνησε στις 19 Φεβρουαρίου του 1915, όμως γρήγορα σταμάτησε, λόγω άσχημων καιρικών συνθηκών. Ακολούθησαν κι άλλες επιθέσεις, οι οποίες αντικρούστηκαν με σφοδρότητα από τον τουρκικό στρατό – κάτι που το Συμμαχικό σώμα δεν περίμενε. Οι Σύμμαχοι δεν γνώριζαν ότι στην περιοχή είχαν τοποθετηθεί, ήδη από το 1913, γερμανικά πυροβόλα μεγάλου βεληνεκούς, τα οποία μάλιστα χειρίζονταν Γερμανοί στρατιώτες. Κάτι ακόμη που δεν γνώριζαν ήταν πως η θαλάσσια περιοχή είχε ναρκοθετηθεί, με τους Αγγλογάλλους να χάνουν τουλάχιστον 3 θωρηκτά. Είχαν αγνοήσει ένα πολύ σημαντικό γεγονός που είχε προηγηθεί, και είχε δώσει το έναυσμα για την οθωμανική πολεμική προπαρασκευή στην περιοχή: Μερικούς μήνες πριν, μία μοίρα του βρετανικού στόλου που βρισκόταν στην περιοχή, αιφνίδια βομβάρδισε τα στενά. Αμέσως μετά, ο Γερμανός διοικητής της Κωνσταντινούπολης πήρε αμυντικά μέτρα (Ferro, 1997).
Τελικά, πάρθηκε η απόφαση για την εξαπόλυση μίας αμφίβιας επιχείρησης από το ναυτικό και το πεζικό. Σύμφωνα με το αρχικό σχέδιο, οι χερσαίες δυνάμεις θα υποστηρίζονταν από το Βρετανικό Ναυτικό, το οποίο επρόκειτο να βομβαρδίσει την γέφυρα που ένωνε την ευρωπαϊκή με την ασιατική πλευρά της Τουρκίας, εγκλωβίζοντας, με αυτόν τον τρόπο, τον οθωμανικό στρατό στην ευρωπαϊκή πλευρά, και καταφέρνοντας την παράδοσή του. Στην πραγματικότητα, οι χερσαίες δυνάμεις είχαν ως αποστολή τη διευκόλυνση της διέλευσης του ναυτικού.
Την 25η του Απρίλη, αποβιβάστηκαν οι πρώτοι στρατιώτες της χερσαίας δύναμης στην Καλλίπολη. Αμέσως μετά την άφιξη τους στην περιοχή, οι αξιωματικοί αντιλήφθηκαν πως δεν υπήρχε σχέδιο επίθεσης – οι χάρτες που είχαν στη διάθεσή τους ήταν προγενέστεροι, του έτους 1885. Τα σφάλματα συνεχίστηκαν, καθώς έλειπε ακόμη και ο υλικοτεχνικός εξοπλισμός που θα χρησιμοποιούνταν για την ενδοεπικοινωνία τους.
Κατά την έναρξη της μάχης, η πλάστιγγα φάνηκε γρήγορα να γέρνει προς την πλευρά των Συμμάχων, όμως αυτό άλλαξε, όταν ο Αντισυνταγματάρχης Μουσταφά Κεμάλ αγνόησε τις άνωθεν εντολές για υποχώρηση λόγω έλλειψης πυρομαχικών. Η απόφασή του ήταν σωστή, καθώς η αποχώρηση έγινε τελικά από τους Συμμάχους, εξαιτίας της σθεναρής αντίστασης των Οθωμανών και Γερμανών στρατιωτών (Ευσταθιάδης, 2014).
Όταν έγινε η απόβαση των συμμαχικών δυνάμεων, ο Μουσταφά Κεμάλ ήταν αντισυνταγματάρχης, και βρισκόταν 5 μίλια μακριά από την Καλλίπολη. Κατευθύνθηκε γρήγορα εκεί, και πρόσταξε τους συμπολεμιστές του να μην υποχωρήσουν, ακόμη κι αν τους τελείωναν τα πολεμοφόδια. Για την ηρωική στάση του παρασημοφορήθηκε, και άρχισε να αναλαμβάνει καίριες διοικητικές θέσεις κατά τη διάρκεια της Εκστρατείας (Cook, S. 2015).
Ήδη από την τρίτη μέρα, η επίθεση ανακόπηκε, και δόθηκε η διαταγή να σκαφτούν χαρακώματα. Η προνομιακή θέση των Τούρκων έδινε τη δυνατότητα να τους πυροβολούν αμέσως μόλις επιχειρούσαν να βγουν από εκεί. Ακόμη ένας επιβαρυντικός παράγοντας για το Συμμαχικό Σώμα ήταν οι ασυνήθιστες για την εποχή καιρικές συνθήκες, όπου η πρωτοφανής ζέστη καθιστούσε τις προμήθειες ακατάλληλες. Οι στρατιώτες είχαν κολλήσει στην ακτή, δεν μπορούσαν να προχωρήσουν, ήταν περιτριγυρισμένοι από πτώματα συμπολεμιστών των που αποσυντίθονταν ή τρώγονταν από σμήνη πουλιών, και παρέμεναν εκεί καθηλωμένοι, υπομένοντας τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες, χωρίς τροφή ή προμήθειες. Οι κακουχίες προκάλεσαν ασθένειες και περαιτέρω θανάτους. Στις κακοτοπιές που έπληξαν το Συμμαχικό Σώμα προστέθηκε άλλη μία: Το Νοέμβριο του 1915, ήρθε πρώιμος παγετός στην περιοχή, και το πλοίο που μετέφερε τις χειμερινές στολές πήγε κατά λάθος στην Αίγυπτο, με συνέπεια 200 στρατιώτες να πεθάνουν από το κρύο, ενώ άλλοι να υποστούν κρυοπαγήματα.
Στο εσωτερικό της Βρετανίας επικρατούσε αναβρασμός, μίας και πλήθαιναν οι νεκροί στρατιώτες. Η κυβέρνηση Asquith δεχόταν έντονη κριτική. Θέλοντας να αλλάξει τα πράγματα, έκανε ανασχηματισμό, διώχνοντας τον Churchill, και εντάσσοντας στη νέα κυβέρνηση μέλη της αντιπολίτευσης. Η καινούρια κυβέρνηση πήρε απόφαση για την εκ νέου αποστολή στρατεύματος στην Καλλίπολη. Το στράτευμα που στάλθηκε αποβιβάστηκε στη χερσόνησο τον Αύγουστο, δίχως να γίνει αντιληπτό. Η επίθεση που εξαπέλυσε συνάντησε, για ακόμη μία φορά, τη σφοδρή απάντηση των Τούρκων.
Ύστερα από τρεις μέρες, και υπό το βάρος των απωλειών η επίθεση τερματίστηκε. Μετά την καινούρια αποτυχία, η δυσαρέσκεια αυξήθηκε. Λίγο αργότερα, προς το τέλος του Σεπτεμβρίου, η Βουλγαρία αποφάσισε την κήρυξη επιστράτευσης, ώστε να συμπορευτεί με τη συμμαχία των Γερμανών-Αυστριακών, και να επιτεθεί στη Σερβία.
Μπροστά στην εικόνα των Βαλκανίων που άλλαζε, η βρετανική κυβέρνηση αποφάσισε τη μετακίνηση δύο μεραρχιών από την Καλλίπολη στη Θεσσαλονίκη, καθώς είχε καταστεί προφανές ότι δεν υπήρχαν πολλές πιθανότητες θετικής έκβασης. Επιπλέον, πάρθηκε η απόφαση για την αντικατάσταση του αρχηγού του εκστρατευτικού σώματος Sir Ian Hamilton με τον αντιστράτηγο Sir Charles Monro. Ο τελευταίος συνέστησε την αποχώρηση των δυνάμεων από την περιοχή. Τελικά, η πρότασή του για την εγκατάλειψη της εκστρατείας έγινε δεχτή, και στις αρχές του Δεκεμβρίου δόθηκε εντολή για αποχώρηση του στρατεύματος. Αυτή ξεκίνησε την πρωτοχρονιά του 1916, και ολοκληρώθηκε χωρίς κανένα πρόβλημα στις 8 Ιανουαρίου.
Το αποτέλεσμα
Τελικά, το μόνο επίτευγμα της εκστρατείας ήταν η μείωση των Οθωμανικών στρατευμάτων που επιχειρούσαν στο μέτωπο για τον περιορισμό της Ρωσίας. Ο αντίκτυπος στο εσωτερικό της Βρετανίας ήταν σφοδρός, και προκάλεσε πολιτική αναταραχή. Λίγο μετά τη λήξη της εκστρατείας, η κυβέρνηση συνασπισμού του Asquith αντικαταστάθηκε. Ο ιθύνων νους της εκστρατείας, Churchill, παραιτήθηκε, και αποσύρθηκε για σύντομο χρονικό διάστημα από την ενεργό πολιτική δράση. Αρκετά χρόνια αργότερα, ερχόμενος αντιμέτωπος με την επιχείρηση εκκένωσης της Δουνκέρκης, ήταν αποφασισμένος να μην αφήσει τίποτα στην τύχη.
Οι νίκες των Οθωμανών στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν ελάχιστες. Μάλιστα, κάθε νίκη τους μπορούσε να χαρακτηριστεί ως πύρρεια. Η μοναδική σημαντική επιτυχία τους ήταν κατά την υπεράσπιση της Καλλίπολης. Η νίκη εναντίον των δυνάμεων της Αντάντ ήταν σημαντική, όχι μόνο από πλευράς της σωστής λειτουργίας του στρατιωτικού μηχανισμού, αλλά και λόγω της ψυχολογικής ανάτασης που παρείχε στον οθωμανικό λαό. Αξίζει να σημειωθεί ότι, στη μάχη της Καλλίπολης, ξεχώρισε η στρατιωτική ιδιοφυΐα του Μουσταφά Κεμάλ, μετέπειτα ιδρυτή της Σύγχρονης Τουρκίας. Παρ’ όλα αυτά, οι ανθρώπινες απώλειες ήταν δυσβάσταχτες και για τις δύο πλευρές. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, τα θύματα από την πλευρά των Συμμάχων έφτασαν τις 56,707, ενώ μεγάλο ήταν και το κόστος σε υλικοτεχνικό εξοπλισμό. Στο αντίπαλο στρατόπεδο, εκείνο τον Οθωμανών, οι απώλειες ήταν εφάμιλλες, αφού οι νεκροί ανήλθαν στους 56,643. Το σχέδιο στέφθηκε από απόλυτη αποτυχία από πλευράς των Συμμάχων, κυρίως λόγω των λαθών της στρατιωτικής ηγεσίας, χαρακτηριστικότερα των οποίων ήταν η απουσία αιφνιδιασμού του εχθρού, και η ελλιπής πολεμική προπαρασκευή των άπειρων στρατιωτών.
Πηγές:
- Ferro, M. (1997). O Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος 1914-1918. σ. 141-145. Γράμματα
- Finkel, C. (2005). Οθωμανική Αυτοκρατορία 1300-1923. σ. 659, 660, 662. Διόπτρα
- Zürcher, E. (1993). Σύγχρονη ιστορία της Τουρκίας. σ. 175, 436. Αλεξάνδρεια
- Ευσταθιάδης, Σ. (2014). Η μάχη της Καλλίπολης συνεχίζεται.
- Cook, S. (2015). Εκατό χρόνια μετά την Καλλίπολη.
- Hart, P. (2011). From Gallipoli to D-Day.
- Encyclopaedia Britannica. (n.d.) Gallipoli Campaign.