Αστυνομική διείσδυση – “Agent Provocateur”
- Written by Παναγιώτα Πριοβόλου
- Published in Διεθνές Δίκαιο, Ελλάδα
- Leave a reply
- Permalink
Είναι ευρέως αποδεκτό ότι η ανακριτική διείσδυση θεωρείται ως ένα από τα επαχθέστερα ανακριτικά μέτρα για την αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος. Ωστόσο, οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν για τα ατομικά δικαιώματα και ελευθερίες είναι πολλοί, γι’ αυτό και το μέτρο αυτό πρέπει να διατάσσεται και να διενεργείται με φειδώ και περίσσεια σύνεση. Μόνο σε συγκεκριμένες εξατομικευμένες περιπτώσεις, και υπό συγκεριμένες προϋποθέσεις, με γνώμονα τον απόλυτο σεβασμό στην κυρίαρχη αξονική αρχή της αναγκαιότητας, ως ειδικότερη έκφανση της αρχής της αναλογικότητας (αρ. 25 παρ. 1 Συντ.), θέτοντας με τον τρόπο αυτό τα εχέγγυα για μια δίκαιη δίκη.
Με το εν λόγω ειδικό ανακριτικό μέτρο επιτυγχάνεται η συγκεκαλυμμένη δράση ανακριτικών και αστυνομικών οργάνων, οι οποίοι προκαλούν στον δράστη την απόφαση για τέλεση εγκλήματος. Το περί ου ο λόγος ανακριτικό ή αστυνομικό όργανο, στην περίπτωση αυτή, φαίνεται να δρα ως ηθικός αυτουργός (agent provocateur), και η πράξη του προβλέπεται ως αξιόποινη από το αρ. 46 παρ. 2 ΠΚ. Ωστόσο, η πράξη του δεν είναι άδικη σύμφωνα με τις κατωτέρω εκτεθείσες διατάξεις.
Στο σημείο αυτό μια θεμελιώδους σημασίας διευκρίνιση κρίνεται ως αδήριτη. Πρόκειται για τη χρησιμοποίηση είτε των ίδιων ανακριτικών υπαλλήλων, είτε άλλων έμπιστων προσώπων -και ιδιωτών- που συνεργάζονται με τις ανακριτικές αρχές τόσο για την ανίχνευση της οργανωμένης εγκληματικότητας, όσο και για την εξασφάλιση αποδεικτικού υλικού, καθώς και την κατάληψη του δράστη τη στιγμή που διαπράττει κάποια αξιόποινη πράξη. Αυτό συνεπάγεται ότι οι πράξεις των συγκεκριμένων προσώπων πρέπει να μην υπερβαίνουν τα όρια της επιτρεπόμενης συγκεκαλυμμένης δράσης τους, αλλιώς υφίσταται ακραιφνώς παραβίαση της αρχής της δίκαιης δίκης (κατά το γράμμα του αρ. 6 παρ. 1 εδ. Α’ ΕΣΔΑ). Αξίζει να επισημανθεί ότι ένα κομβικής σημασίας πλεονέκτημα είναι ότι με τη διενέργεια μιας τέτοιας μεθόδου, αναμφίβολα διασπάται η στεγανότητα των κλειστών μαφιόζικων και τρομοκρατικών οργανώσεων, με την υιοθέτηση ανάλογων προς τους δικούς τους συνωμοτικών κανόνων δράσης.
Νομικό πλαίσιο
Προκειμένου να ληφθούν μέτρα για την πάταξη του οργανωμένου εγκλήματος -το οποίο άρχισε να εμφανίζεται και εξελίσσεται πλεόν με φρενήρεις ρυθμούς στην Ευρώπη, αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο, με αποτέλεσμα να αξιώνεται η κοινή λυσιτελής υπερεθνική αντιμετώπιση των σχετικών αναφυόμενων προβλημάτων- υπογράφηκε, στο Παλέρμο της Ιταλίας, η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών από πλειάδα κρατών-μελών, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα (Δεκέμβριος 2000), θέτοντας έτσι τα θεμέλια για μια απρόσκοπτη και απροσωπόληπτη κινητοποίηση κρατικού μηχανισμού δίωξης οργανωμένων εγκλημάτων. Η Ελλάδα ανέλαβε, στο πλαίσιο του αρ. 20 παρ. 1 της ως άνω Σύμβασης, την υποχρέωση να ενσωματώσει στο εθνικό δίκαιο ορισμένες ανακριτικές έρευνες για την εξάρθρωση των εγκληματικών οργανώσεων. Το παραπάνω επετεύχθη με τη θέσπιση του Ν. 2928/2001.
Σύμφωνα με το αρ. 6 του Ν. 2928/2001 προστέθηκε το αρ. 253 Α ΚΠΔ, κατά το οποίο, ειδικά για τις αξιόποινες πράξεις των παρ. 1 και 2 του 187 ΠΚ και για τις αξιόποινες πράξεις του αρ. 187 Α ΠΚ, στην έρευνα αυτή συγκαταλέγεται και η διενέργεια ειδικών ανακριτκών πράξεων, με κομβικής σημασίας την ανακριτική διείσδυση. Πρόκειται για διάταξη που, από δικαιοπολιτική άποψη, συνιστά συμμόρφωση της ελληνικής νομοθεσίας προς τις διεθνείς συμβατικές δεσμεύσεις της χώρας και εναρμόνιση με τις δικαιϊκές επιταγές της ΕΣΔΑ. Η τελευταία εισήχθε στο δίκαιό μας με το αρ. 25 Β παρ. 1 του προϊσχύσαντος ν. 1729/1987, το αρ. 5 παρ. 1 του ν. 2713/1999, το αρ. 51 του ν. 2935/2001 και το αρ. 28 του ν. 4139/2013.
Προτού καταδειχθεί η αντιπαραβολή της ανακριτικής διείσδυσης προς την αστυνομική παγίδευση, χρήζει μνείας ένα χειροπιαστό παράδειγμα, ώστε να γίνει περισσότερο αντιληπτός ο λόγος της θεσμικής καθιέρωσης μιας τέτοιας μεθόδου, όπως και η συχνότερη εφαρμογή της στην πράξη. Δε θεωρείται, λοιπόν, άδικη η πράξη αστυνομικού, τελωνειακού ή λιμενικού υπαλλήλου, που ως εντολοδόχος του αρμόδιου για τη δίωξη ναρκωτικών προϊσταμένου του, και με απώτερο σκοπό την ανακάλυψη ή σύλληψη προσώπου που διαπράττει έγκλημα από τα εκτεθέντα στα αρ. 5 και 8 του ν. 1729/1987, εμφανίζεται ως υποψήφιος αγοραστής ή μεταφορέας ή εν γένει ενδιαφερόμενος για τη διακίνηση, φύλαξη ή διάθεση ναρκωτικών (αρ. 25 Β του ν. 1729/1987). Εν προκειμένω, ο επικεφαλής της υπηρεσίας αυτής οφείλει να ειδοποιήσει παραχρήμα, έστω και τηλεφωνικώς, τον αρμόδιο Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, ώστε ν’ αναλάβει την κατάλληλη δράση.
Ανακριτική διείσδυση και αστυνομική παγίδευση
Τα όρια μεταξύ μιας δράσης αναγκαίας για την εξάρθρωση μιας εγκληματικής οργάνωσης και μιας προβοκατόρικης παγίδευσης είναι -στην πλειονότητα των περιπτώσεων- ρευστά. Όσον αφορά στην περίπτωση της παγίδευσης, παρατηρείται συλλήβδην μια παραβίαση κυρίαρχων εγγυητικών αρχών που πραγματώνουν την ηθική αξία της δικαιοσύνης ως λειτουργία, και ειδικότερα το τεκμήριο αθωότητας και την απορρέουσα από αυτό αρχή της εσωτερικής δημοσιότητας και του έγγραφου χαρακτήρα της ανάκρισης (αρ. 97 και 241 ΚΠΔ αντίστοιχα), την αξονική αρχή της αξίας του ανθρώπου (όπως αυτή ορίζεται στο αρ. 2 παρ.1 Συντ.), την αρχή του μη εξαναγκασμού σε αυτοενοχοποίηση, σε συνδυασμό με το δικαίωμα σιωπής του κατηγορουμένου και το δικαίωμα της ισότητας των όπλων, όπως όλα αυτά εγγράφονται και αξιολογούνται συστηματικά στο πλαίσιο του θεμελιώδους δικαίωματος της δίκαιης δίκης (άρθρο 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ).
Υπό γνωσιοθεωρητικό πρίσμα, στη νομολογία του ΕΔΔΑ, ο όρος αστυνομική παγίδευση διακρίνεται από τον όρο αστυνομική διείσδυση. Με τον πρώτο όρο, που είναι στενότερος του δεύτερου, περιγράφεται μόνο η παραβιάζουσα το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη μυστική αστυνομική δράση. Η τελευταία περιλαμβάνει λ.χ. την πρόκληση σε τέλεση αξιόποινης πράξης για την οποία ο ύποπτος δεν είχε προδιάθεση, με σκοπό τη σύλληψή του (Καρράς, 2011). Με το δεύτερο (ευρύτερο) όρο, αποδίδονται και μορφές νόμιμης αστυνομικής δράσης, π.χ. για την κατάληψη του δράστη κατά τη στιγμή τέλεσης της αξιόποινης πράξης, για τη συλλογή αποδεικτικού υλικού ως προς μια μεμονωμένη πράξη κλπ. (ΑΠ 2496/2005, ΑΠ 2185/2005 και Ποιν.Δικ. 2006 σελ. 683).
Ανακριτική διείσδυση και ΕΔΔΑ
Στην πρώτη «ελληνική» υπόθεση που απασχόλησε το ΕΔΔΑ, Πυργιωτάκης κατά Ελλάδας (αρ. προσφ.15100/2006), το τελευταίο δέχθηκε παραβίαση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη εξαιτίας αστυνομικής παγίδευσης. Πιο αναλυτικά, είχε προηγηθεί καταδίκη του προσφεύγοντος για διαμεσολάβηση σε πώληση ναρκωτικών ουσιών, παρά το γεγονός ότι προβλήθηκε ο ισχυρισμός περί αστυνομικής παγίδευσης. Ο προσφεύγων έφερε σε επαφή τους δύο αστυνομικούς που δήθεν ενδιαφέρονταν για αγορά ναρκωτικών με τον πωλητή. Το Εφετείο, ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, επέβαλε στον προσφεύγοντα κάθειρξη 7 ετών, ενώ ο Άρειος Πάγος, ως ανώτατο ακυρωτικό Δικαστήριο της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης στην Ελλάδα, απέρριψε την αίτηση αναίρεσης με την ΑΠ 2496/2005, αφού αποφάνθηκε ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν υφίστατο υπέρβαση της επιτρεπόμενης συγκεκαλυμμένης δράσης του αστυνομικού.
Η εν λόγω απόφαση παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον για την Ελλάδα, αφ΄ ης στιγμής ο αναιρεσίων δεν κατείχε ούτε μια στιγμή ναρκωτικά, δεν προκύπτει ότι αποκόμισε κέρδος από τη διαμεσολάβηση καθώς η προσοχή της αστυνομίας ήταν εξ ολοκλήρου εστιασμένη στον άλλο κατηγορούμενο και, συμπληρωματικά, δεν είχε καμία απολύτως εύλογη υπόνοια να υποπτεύεται τον αναιρεσίοντα. Μολονότι το ΕΔΔΑ, αφού επεσήμανε προηγουμένως ότι ο προσφεύγων εμφανίστηκε στην υπόθεση μόνο τη μοιραία μέρα και ότι ο ρόλος του περιορίστηκε στο να υποδείξει στους αστυνομικούς τον τόπο όπου βρισκόταν ο πωλητής ναρκωτικών ουσιών, ο ΑΠ αγνόησε την οριοθέτηση της έννοιας της αστυνομικής παγίδευσης που δόθηκε, καθιστώντας σαφές πως δεν ακολουθεί τις κατευθύνσεις του ΕΔΔΑ σε ό,τι αφορά τον έλεγχο της διαδικαστικής τύχης των προβληθέντων ισχυρισμών, αλλά και τον ενδελεχή έλεγχο των κριτηρίων που χρησιμοποιούνται από τα δικαστήρια της ουσίας in concreto ως προς την τυχόν ύπαρξη αστυνομικής παγίδευσης.
Στον αντίποδα, σε μια δεύτερη υπόθεση, Βλάχος κατά Ελλάδας (αρ. Προσφ. 20643/2006), το ΕΔΔΑ δεν δέχθηκε παραβίαση του δικαιώματος για δίκαιη δίκη. Επεξηγηματικά, καταφάσκεται ότι ο αστυνομικός προσποιήθηκε ότι ενδιαφέρεται για αγορά παραχαραγμένων αμερικανικών δολαρίων, ότι ο κατηγορούμενος -και συνάμα προσφεύγων- τού αποκάλυψε απευθείας τα πλαστά χαρτονομίσματα, και ότι επ’ ουδενί υπήρξε αστυνομική πρόκληση, εφόσον το έγκλημα είχε διαπραχθεί προτού έρθουν σε επαφή ο κατηγορούμενος με το αστυνομικό όργανο.
Η ανακριτική διείσδυση για την αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος
Προκειμένου ν’ αντιμετωπιστεί η οργανωμένη εγκληματικότητα, το 253Α ΚΠΔ προέβλεψε συγκεκριμένες εγγυητικές αρχές. Αναλυτικότερα, ορίζεται ότι προϋποτίθεται η κατάφαση της αναγκαιότητας των σχετικών ανακριτικών πράξεων -με την έννοια ότι η εξιχνίαση των ως άνω σκιαγραφηθέντων τρομοκρατικών πράξεων είναι ιδιαίτερα δυσχερής ή αδύνατη-, η ύπαρξη σοβαρών ενδείξεων ενοχής -ότι, δηλαδή, αφετηρία της συγκεκαλυμμένης δράσης θα πρέπει ν’ αποτελεί η εύλογη υπόνοια, η οποία εμφαίνεται ως πιθανότητα που αγγίζει τα όρια της βεβαιότητας ότι τελείται ή πρόκειται να διενεργηθεί μια αξιόποινη πράξη-, καθώς και η έκδοση ειδικά εμπεριστατωμένου κατά τους όρους του αρ. 93 παρ. 3 Συντ. και 139 ΚΠΔ βουλεύματος του αρμόδιου Συμβουλίου, κατόπιν πρότασης του Εισαγγελέα. Σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις την έρευνα διατάσσει ο Εισαγγελέας ή ο Ανακριτής, και έπειτα λαμβάνει χώρα η εισαγωγή του επίμαχου ζητήματος στο Συμβούλιο μέσα σε αποσβεστική τριήμερη προθεσμία, άλλως παύει να ισχύει ipso jure η σχετική διάταξη με το πέρας της εν λόγω προθεσμίας.
Επιπροσθέτως, το προαναφερθέν βούλευμα θα πρέπει να εμπεριέχει την αξιόποινη πράξη για την εξακρίβωση της οποίας διατάσσεται η ανακριτική πράξη, το αναγκαίο χρονικό διάστημα που θα διαρκέσει η τελευταία, την ύπαρξη όχι μόνο επαρκών αλλά και σοβαρών ενδείξεων ενοχής και, τέλος, τον κύκλο των παθητικά νομιμοποιούμενων προσώπων. Οι εν λόγω αυτές θεσμικές εγγυήσεις εφαρμόζονται και κατά τη διενέργεια των αντίστοιχων ερευνών που μνημονεύονται σε ειδικούς ποινικούς νόμους, οι ρυθμίσεις των οποίων εξακολουθούν να ισχύουν κατά το μέτρο που δεν αντίκεινται στις κρίσιμες νομοθετικές διατάξεις του Νόμου αυτού.
Συμπέρασμα
Λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των ανωτέρω, και σε συνδυασμό με το γεγονός ότι στο πλαίσιο της νομολογίας του ΕΔΔΑ η χρήση ειδικών ανακριτικών μεθόδων αυτοτελώς δεν παραβιάζει το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, αλλά θα πρέπει να βρίσκεται εντός σαφών ορίων, είναι πασίδηλο ότι το σύγχρονο κοινωνικό γίγνεσθαι, εμφανώς επηρεασμένο από τις ραγδαίες εξελίξεις που πραγματοποιούνται στη διεθνή σκακιέρα, οδηγεί επιτακτικά στην αναδιαμόρφωση της έννοιας της ανακριτικής διείσδυσης, ο νομοθετικός προσδιορισμός της οποίας λαμβάνει χώρα υπό την αιγίδα ενός αξιακού κώδικα που αναλύεται στις θεμελιώδεις αρχές της αναλογικότητας, της ανθρώπινης αξίας, του δικαιώματος στον πληροφοριακό αυτοπροσδιορισμό και του δικαιώματος μη αυτοενοχοποίησης. Οι τελευταίες αδιαμφισβήτητα διέπουν τη λειτουργία του σύγχρονου ελληνικού ποινικοδικονομικού συστήματος, αποτυπώνοντας βασικές δικαιοπολιτικές επιλογές που ερείδονται στην ιστορική εμπειρία, και αντανακλούν τις διεθνώς κρατούσες αντιλήψεις για τη διαμόρφωση μιας σύννομης διαδικασίας απονομής της δικαιοσύνης.
Πηγές:
- Jay, S. (2015). Police Provocateurs, real and imaginary. https://libcom.org/library/police-provocateurs-real-imaginary
- Dodd, V. (2011). Fine line between undercover observer and agent provocateur. https://www.theguardian.com/uk/2011/jan/10/fine-line-undercover-officer
- Doward, J. and Townsend, M. (2009). G20 police ‘used undercover men to incite crowds’. https://www.theguardian.com/politics/2009/may/10/g20-policing-agent-provacateurs
- Burrows, Τ. (2010). The Toronto G20 Riot Fraud: Undercover police engaged in purposeful provocation. https://www.globalresearch.ca/the-toronto-g20-riot-fraud-undercover-police-engaged-in-purposeful-provocation/19928
- Police Deviance. (2011). The Undercover Provocateur. https://policedeviance.wordpress.com/2011/12/01/the-undercover-provocateur/
- Gitlin, T. (2013). The Wonderful American World of Informers and Agent Provocateurs https://www.thenation.com/article/wonderful-american-world-informers-and-agents-provocateurs/
- World Socialist Web Site. Police Agent-Provocateurs exposed at Montreal anti-austerity demonstration. https://www.wsws.org/en/articles/2016/01/05/cana-j05.html
- Φράγκου, Ε. (2018). Ειδικές ανακριτικές πράξεις: Τα όρια μεταξύ ανακριτικής / αστυνομικής διείσδυσης και της αστυνομικής παγίδευσης https://curia.gr/eidikes-anakritikes-prakseis-ta-oria-metaksi-anakritikis-astinomikis-dieisdisis-kai-tis-astinomikis-pagidefsis/
- Μπλάνης, Ν. (2016). Μυστικοί αστυνομικοί – Όλο το πλαίσιο μέσα στο οποίο δρουν. http://policenet.gr/article/μυστικοί-αστυνομικοί-όλο-το-πλαίσιο-μέσα-στο-οποίο-δρουν
- Καρκαγιάννης, Α. (2003). Ασφάλεια εναντίον της Ελευθερίας ή Ασφάλεια με Ελευθερία; http://www.kathimerini.gr/690897/opinion/epikairothta/arxeio-monimes-sthles/asfaleia-enantion-ths-eley8erias-h-asfaleia-me-eley8eria
- Κωνσταντινίδης, Α. (2015). Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο – Βασικές Έννοιες. Β’ έκδοση. Εκδόσεις Σάκκουλα Α.Ε.
- Παπαδαμάκης, Α. (2012). Ποινική Δικονομία – Η δομή της ποινικής δίκης. ΣΤ’ έκδοση. Εκδόσεις Σάκκουλα Α.Ε.
- Καρράς, Α. (2011). Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο. 4η έκδοση. Εκδόσεις Σάκκουλα Α.Ε.