Οι διμερείς σχέσεις Ελλάδας-πΓΔΜ

Ο όρος «Μακεδονία», ο οποίος είναι ελληνική λέξη, ιστορικά αναφέρεται στο βασίλειο και τον πολιτισμό των αρχαίων Μακεδόνων, που ανήκουν στο ελληνικό έθνος και αποτελούν αδιαμφισβήτητο κομμάτι της ελληνικής ιστορικής και πολιτιστικής κληρονομιάς. Γεωγραφικά ο όρος αναφέρεται σε μια ευρύτερη περιοχή, η οποία εκτείνεται στο σημερινό έδαφος διαφόρων βαλκανικών χωρών, με το μεγαλύτερο τμήμα της να βρίσκεται στην Ελλάδα και άλλα μικρότερα τμήματα στην Βουλγαρία, την Αλβανία και την πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας. Ο κύριος κορμός της ιστορικής Μακεδονίας, επομένως, κείται εντός των σημερινών ελληνικών συνόρων και καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της ελληνικής επικράτειας, ο οποίος διαχρονικά ονομάζεται Μακεδονία.

Διενεργώντας μια ‘πρώτη’ γνωριμία με το κράτος της πΓΔΜ, θα την χαρακτηρίζαμε μια ηπειρωτική χώρα των κεντρικών Βαλκανίων που βρίσκεται στη νοτιοδυτική Ευρώπη, ανάμεσα στη Σερβία, την Βουλγαρία, την Ελλάδα και την Αλβανία. Με βάση την γιουγκοσλαβική στρατιωτική εγκυκλοπαίδεια οι πρόγονοι των σημερινών κατοίκων της πΓΔΜ ήταν Σλάβοι, οι οποίοι έφτασαν στην περιοχή τον 6ο αιώνα μ.Χ. Τον 9ο αιώνα η περιοχή κατακτήθηκε από τους Βούλγαρους, ενώ στη συνέχεια πέρασε στην σφαίρα επιρροής του Βυζαντίου. Ακολούθησε η κατάκτηση από τους Σέρβους, έπειτα πάλι από τους Βούλγαρους μέχρι και το 1389, όπου και οριστικοποιήθηκε η κατάκτηση της περιοχής από τους Οθωμανούς.

Επί Βυζαντίου αποκαλούνταν Μοναστήρι, επί Οθωμανοκρατίας ήταν το Μιλλιέτ του Μοναστίρ ενώ κατά την περίοδο της «Ανατολικής Σλαβονίας» (μετέπειτα Γιουγκοσλαβίας) η περιοχή ήταν γνωστή ως Βαρντάρσκα Μπανοβίνα (Vardar Banovina). Αποκαλέστηκε Μακεδονία το 1948 από τον Στρατάρχη Τίτο, όπου τότε εμφανίστηκε για πρώτη φορά οργανωμένη Σλαβομακεδονική συνείδηση. Με την πτώση του Τίτο, όμως, το όραμα για μια ενωμένη Γιουγκοσλαβία άρχισε σταδιακά να καταρρέει και ένα-ένα τα ομόσπονδα κράτη να εγκαταλείπουν. Το 1991 επήλθε η ανεξαρτητοποίηση της Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας με το συνταγματικό όνομα «Δημοκρατία της Μακεδονίας». Ενώ, λοιπόν, το Μακεδονικό ζήτημα κατά την διάρκεια του 20ού αιώνα αποτελούσε ζήτημα ασφάλειας και εδαφικής ακεραιότητας για την Ελλάδα, στην αυγή του 21ου αιώνα μετατρέπεται σε ζήτημα εθνικής ταυτότητας.

Με βάση τα προαναφερθέντα ιστορικά γεγονότα κατανοούμε τα αίτια που οδήγησαν μετέπειτα στη λήψη συγκεκριμένων πολιτικών αποφάσεων. Με την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της πΓΔΜ στις 17 Σεπτεμβρίου 1991 υπό την προεδρία του Γκλιγκόρωφ, εισερχόμαστε στη νεότερη περίοδο του μακεδονικού προβλήματος, το οποίο αναντίρρητα οδήγησε σε πολιτική και διπλωματική διαμάχη με την Ελλάδα. Στη διαμάχη αυτή συνηγόρησε και η τεράστια κινητοποίηση του ελληνισμού σε όλο τον κόσμο, με αποκορύφωμα το συλλαλητήριο που έλαβε χώρα στην πόλη της Θεσσαλονίκης, στις 14 Φεβρουαρίου 1992. Οι διπλωματικές δυνάμεις της Ελλάδας καθυστέρησαν την αναγνώριση της χώρας επικαλούμενες πως ο όρος «Μακεδονία» είναι ελληνικός και συνεπάγεται εδαφικών διεκδικήσεων της πΓΔΜ επί της βόρειας Ελλάδας.

Η Ελλάδα θεωρεί ότι το ζήτημα της ονομασίας βασίζεται σε υποκλοπή της ιστορικής και πολιτιστικής της κληρονομιάς αλλά και στις υφέρπουσες εδαφικές και αλυτρωτικές βλέψεις της πΓΔΜ. Η επίσημη ελληνική θέση που είχε διαμορφωθεί στο Υπουργικό Συμβούλιο στις 4 Δεκεμβρίου 1991 παρουσίαζε την Αθήνα θετική ως προς την δημιουργία ενός ανεξάρτητου κράτους από την πΓΔΜ, με τον όρο πως θα μετέβαλλε το όνομα «Μακεδονία» που έχει γεωγραφική και όχι εθνοτική έννοια, θα αναγνώριζε ότι δεν εγείρει εδαφικές διεκδικήσεις εναντίον της Ελλάδας και ότι δεν υπάρχει μακεδονική μειονότητα εντός της. Στο ζήτημα της ονομασίας είχε προταθεί το όνομα «Άνω Μακεδονία» ή «Μακεδονία του Βαρδάρη». Η διεθνής κοινότητα τότε έσπευσε να συγχαρεί την ελληνική διπλωματία για τη νίκη της, καθώς αξιολόγησε σωστά το μέτρο της επερχόμενης απειλής για τα ζωτικά της συμφέροντα και έδρασε με διαλλακτικότητα και ευελιξία στα πλαίσια του ευρωπαϊκού θεσμού.

Από την πρώτη στιγμή της κατάρρευσης του υπαρκτού σοσιαλισμού η Ελλάδα έπρεπε να επιλέξει τον ρόλο του, μοναδικού στα Βαλκάνια, εταίρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ, που θα πρωτοστατούσε σε πρωτοβουλίες δημοκρατικής σταθερότητας και οικονομικής ανάπτυξης των μετακομμουνιστικών κοινωνιών. Εν ολίγοις, ο ρόλος που ζητούνταν από την Ελλάδα να διαδραματίσει ήταν αυτός του “ειρηνευτή” του βαλκανικού προβλήματος και όχι ενός εκ των δρώντων του. Αναμφισβήτητα κάτι τέτοιο θα καθιστούσε την χώρα κυρίαρχο παράγοντα στρατηγικής σταθερότητας και οικονομικής ανάπτυξης. Αντί όμως να επιλέξει έναν τέτοιο ηγετικό ρόλο, η Ελλάδα κήρυξε οικονομικό εμπάργκο στην πΓΔΜ κλείνοντας το λιμάνι της Θεσσαλονίκης, όταν το 1994 οι ΗΠΑ αναγνώρισαν την γείτονα χώρα ως FYROM. Η άρση του εμπάργκο ήρθε τον Νοέμβριο του 1995, με την υπογραφή της Ενδιάμεσης Συμφωνίας της Νέας Υόρκης (Ζεμπερίδου, 2017) (Interim Accord), αφότου η πΓΔΜ άλλαξε την σημαία της και τα επίμαχα άρθρα του Συντάγματός της, περί μεταβολής των συνόρων της, εδαφικών διεκδικήσεων και περί προστασίας μειονοτήτων σε γειτονικές χώρες.

Πέραν του ότι δεν βρέθηκε οριστική λύση στο ζήτημα της ονομασίας της πΓΔΜ, η Ελλάδα κατάφερε και να αμαυρώσει την εικόνα της διεθνώς. Εκτός από τις αντιδράσεις που προκάλεσε η επιβολή του εμπάργκο, η στήριξη της Ελλάδας προς το καθεστώς Μιλόσεβιτς την περίοδο της γιουγκοσλαβικής κρίσης, την έφερε αντιμέτωπη με την διεθνή κοινότητα. Σκληραίνοντας την αδιαλλαξία της κατάφερε να στρέψει τα φώτα της διεθνούς κοινής γνώμης προς την πΓΔΜ και να εγείρει θετικά συναισθήματα, λόγω της ανθρωπιστικής κρίσης που διακυβευόταν λόγω της ελληνικής στάσης. Κατάφερε, λοιπόν, η ελληνική πολιτική να συμβάλει στη θυματοποίηση του κύριου αντιδίκου της και να συσπειρώσει την διεθνή κοινότητα υπέρ της πΓΔΜ. Το θέμα της ασφάλειας στην περιοχή και των ταυτότητων που προέβαλε η ελληνική εξωτερική πολιτική κατά τα προηγούμενα χρόνια είχε περάσει πλέον σε δεύτερη μοίρα και το μόνο που ενδιέφερε πλέον ήταν η ομαλοποίηση και η ανάπτυξη των διμερών σχέσεων, καθώς και η περιφερειακή ασφάλεια – δεδομένου πως εκείνη την περίοδο διεξάγονταν πολεμικές συγκρούσεις στην Βοσνία-Ερζεγοβίνη και τα ανοιχτά θέματα των σερβοκροατικών σχέσεων, όπως και του Κοσσυφοπεδίου.

Από το 1995 και έπειτα η Ελλάδα κατέστη ο κύριος οικονομικός εταίρος της πΓΔΜ και χάρη στα ελληνικά κεφάλαια δημιουργήθηκαν χιλιάδες θέσεις εργασίας στην γείτονα χώρα. Οι επενδύσεις αυτές συνδιάστηκαν και με μία αλλαγή στην προσέγγιση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, η οποία από την εσωστρέφεια και τον απομονωτισμό της προηγούμενης περιόδου πέρασε στον εξορθολογισμό και την αναβάθμιση της οικονομικής της θέσης. Πέραν αυτών, όμως, η υπογραφή της Ενδιάμεσης Συμφωνίας εκτός από την εξομάλυσνη που επέφερε στις διμερείς σχέσεις μεταξύ Ελλάδος και πΓΔΜ, είχε αντίκτυπο και στην ανάπτυξη των εποικοδομητικών σχέσεων με τις υπόλοιπες βαλκανικές χώρες, μέσα από την προώθηση οικονομικών πρωτοβουλιών. Τα φοβικά και αμυντικά αντανακλαστικά αντικαταστάθηκαν από μια διάθεση ανάληψης πρωτοβουλιών για τον Ευρωαντλαντικό προσανατολισμό των βαλκανικών χωρών, την διατήρηση της σταθερότητας και της ασφάλειας στην περιοχή, σε συνδυασμό με την ανάπτυξη των σχέσεων καλής γειτονίας.

Μετά την υπογραφή της Συμφωνίας η πΓΔΜ δεν είχε παρά να αφήσει τον χρόνο να κυλήσει υπέρ της καθώς όλο και περισσότερες χώρες την αναγνώριζαν επίσημα με το συνταγματικό της όνομα. Αποκορύφωμα ήταν η επίσημη αναγνώρισή της από τις ΗΠΑ το 2004, η οποία από την μία αποσκοπούσε στην ενίσχυση της σταθερότητας της χώρας και από την άλλη στην επιβράβευση των μέχρι τότε κινήσεων της κυβέρνησης και στην ολοένα στενότερη εξάρτηση της πΓΔΜ από τις ΗΠΑ. Η ελληνική πλευρά αντέδρασε εντόνως σε αυτή την πράξη των ΗΠΑ, ωστόσο οι διαπραγματεύσεις συνεχίστηκαν περνώντας σε μια νέα φάση υπό τις προτάσεις του ειδικού διαπραγματευτή του ΟΗΕ Μάθιου Νίμιτς. Τον Μάρτιο του 2005 ο Νίμιτς παρουσίασε την πρώτη του πρόταση η οποία προέβλεπε την αμετάφραστη ονομασία «Republika Makedonija-Skopje». Η Ελλάδα ήταν θετική στο να διαπραγματευτεί υπό αυτή την βάση, αν και διαφωνούσε σε πολλά σημεία. Ο όρος «Μακεδονία» δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιείται αυτούσιος από καμία απ’ τις δύο χώρες, ενώ δεν κρινόταν απαραίτητο η πΓΔΜ να αλλάξει το συνταγματικό της όνομα και όσες χώρες την είχαν ήδη αναγνωρίσει με αυτό να υιοθετήσουν το νέο. Τον Οκτώβρη του ίδιου έτους ο Νίμιτς έφερε μαζί του μια νέα πρόταση, η οποία αποσαφήνιζε τα κενά της πρώτης. Οι χώρες που είχαν αναγνωρίσει την πΓΔΜ με το συνταγματικό της όνομα θα συνέχιζαν να το χρησιμοποιούν, ενώ η νέα ονομασία θα ίσχυε μόνον έναντι της Ελλάδας. Η χώρα μας επέκρινε έντονα την πρόταση αυτή καθώς η λύση που πρότεινε αφορούσε αποκλειστικά τις διμερείς σχέσεις Ελλάδας-πΓΔΜ και όχι κοινή ονομασία έναντι όλων.

Αποτιμώντας την στάση της ελληνικής πλευράς μέχρι αυτό το σημείο, παρατηρούμε ότι παρ’ όλες τις αδυναμίες και ασάφειες των προτάσεων Νίμιτς, η Ελλάδα ήταν πρόθυμη κάθε φορά να διαπραγματευθεί, εν αντιθέσει με την πΓΔΜ, η οποία διατηρούσε ανυποχώρητη στάση. Το 2006 έκανε την επάνοδό του στην εξουσία το VMRO-DPMNE, το οποίο ακολουθεί εθνικιστική ρητορική και αποτελεί έναν από τους παράγοντες όξυνσης των σχέσεων με την Ελλάδα. Η κατάσταση περιπλέχτηκε ιδιαίτερα όταν, στη διάσκεψη του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι τον Απρίλιο του 2008, η Ελλάδα άσκησε βέτο για την ένταξη της πΓΔΜ στην στρατιωτική συμμαχία. Σε απάντησή της η πΓΔΜ προσέφυγε στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για παραβίαση του άρθρου 11 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, με αποτέλεσμα να βγει καταδικαστική απόφαση σε βάρος της Ελλάδας.

Η πΓΔΜ ως μια χώρα που μαστίζεται από οικονομική δυσπραγία έχει θέσει ως στρατηγικούς της στόχους την ένταξή της στην Συμμαχία και την ΕΕ. Η οικονομική ευρωστία της ΕΕ αποτελεί θέλγητρο για τα υποψήφια μέλη, ωστόσο θα πρέπει να γίνουν αρκετές διαπραγματευτικές διαδικασίες προς την επίτευξη αυτού του στόχου.

Η χώρα μας τα τελευταία χρόνια,όπως είναι γνωστό, διέρχεται μία από τις χειρότερες οικονομικές κρίσεις στη νεότερη ιστορία της, η οποία προφανώς εξασθενεί τον ρόλο και την επιρροή της στην εγγύτερη Βαλκανική. Παρόλα αυτά, η Ελλάδα παραμένει η πιο ανεπτυγμένη, οικονομικά και κοινωνικά, σύγχρονη δημοκρατία της περιοχής. Οι προϋποθέσεις αυτές, παρά τα προβλήματα στις σχέσεις των δύο χωρών, καθιστούν την χώρα μας έναν ελκυστικό εταίρο για την πΓΔΜ για την προώθηση επενδύσεων, την ανάπτυξη εμπορικών και τουριστικών σχέσεων, αλλά και την προώθηση των στρατηγικών στόχων ένταξης της χώρας στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ. Συνεπώς, μια εξομάλυνση και ευρύτερη ανάπτυξη των σχέσεών της με την Ελλάδα, οπωσδήποτε θα βοηθούσε και την συνολική κοινωνική και οικονομική σταθερότητα της πΓΔΜ.

Στις 12 Ιουνίου 2018 ανακοινώθηκε η συμφωνία ανάμεσα σε Ελλάδα και πΓΔΜ σχετικά με την ονομασία της δεύτερης. Η Συμφωνία των Πρεσπών προβλέπει την χρήση του ονόματος Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας, το οποίο θα αποτελεί και την συνταγματική ονομασία της γείτονος χώρας και θα ισχύει erga omnes (έναντι όλων). Επίσης κατέστη σαφές πως οι κάτοικοι της Βόρειας Μακεδονίας δεν έχουν οποιαδήποτε σχέση με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό και ότι η γλώσσα τους αποτελεί μέρος της σλαβικής οικογένειας γλωσσών.

Εν κατακλείδι, για άλλη μια φορά, η Ελλάδα βρισκόμενη στο σταυροδρόμι πολλών και διαφορετικών πολιτισμών βρέθηκε να πρωταγωνιστεί στις εξελίξεις που λαμβάνουν χώρα στο περιφερειακό υποσύστημα της ΝΑ Ευρώπης και ειδικότερα των Βαλκανίων. Το εάν πέτυχε ή όχι είναι κάτι που επαφίεται στην διακριτική ευχέρεια του καθενός. Μοναδικός δίκαιος κριτής πάντων είναι πάραυτα η ιστορία.

Πηγές:

  1. mfa.gr. (n.d.). Το Ζήτημα του Ονόματος της ΠΓΔΜ. Ελληνική Δημοκρατία-Υπουργείο Εξωτερικών, https://web.archive.org/web/20180709203906/https://www.mfa.gr/to-zitima-tou-onomatos-tis-pgdm/
  2. Παλούκα, Κ. (2018). Η εξωτερική πολτική της ΠΓΔΜ έναντι της Ελλάδας μεταξύ 1992 και 2017.
  3. Δασούλας, Α. (2016). Η πιθανή αποσταθεροποίηση της ΠΓΔΜ και οι συνέπειες για την ελληνική ασφάλεια και εξωτερική πολιτική.
  4. Αλεξανδρίδου, Α. (2015). Από το Βουκουρέστι στη Χάγη, Η ελληνική εξωτερική πολιτική και το ζήτημα της ονομασίας της ΠΓΔΜ: Μια ρεαλιστική προσέγγιση.
  5. Πασχαλίδης, Ε. (2014). Εξετάζοντας τις επιπτώσεις της “φαντασιακής μακεδονικής” ταυτότητας πάνω στις διεθνοτικές και διμερείς σχέσεις της ΠΓΔΜ.
  6. Νικολόπουλος, Ν. (2011). Διμερείς σχέσεις Ελλάδας-ΠΓΔΜ.
  7. Μπαχουμά, Ε. (2010). Η πολιτική της Ελλάδας προς την ΠΓΔΜ.
  8. Ζεμπερίδου, Μ. (2017). Ενδιάμεση Συμφωνία Νέας Υόρκης 1995: Η Βάση Των Σχέσεων Μεταξύ Ελλάδος-ΠΓΔΜ. https://powerpolitics.eu/ενδιάμεση-συμφωνία-νέας-υόρκης-1995-η-βάσ
Έχει περάσει αρκετός χρόνος (5 έτη) από τη δημοσίευση αυτού του άρθρου. Παρακαλούμε συνεχίστε στην ανάγνωσή του έχοντας υπόψη την ημερομηνία δημοσίευσης.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.

Περισσότερα από την Power Politics:

Log in or Sign Up

Pin It on Pinterest