Η συμφιλίωση δύο «προαιώνιων εχθρών»: Διδάγματα από την ελληνοτουρκική συνεργασία κατά το Μεσοπόλεμο
- Written by Ιωάννης Χουλιάρας
- Published in Βαλκάνια, Ιστορία & Στρατηγική
- Leave a reply
- Permalink
Το κλίμα έντασης ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία, το οποίο ανά περιόδους αυξάνεται ή μειώνεται, δείχνει να έχει καταστεί ως μια μόνιμη κατάσταση στις σχέσεις των δύο κρατών. Οι συχνές αμφισβητήσεις της ελληνικής κυριαρχίας στο Αιγαίο εκ μέρους της τουρκικής πλευράς, σε συνδυασμό με ιστορικά γεγονότα καταστροφικά για τον ελληνισμό –όπως η Μικρασιατική Καταστροφή και η τουρκική εισβολή στην Κύπρο–, δημιουργούν δικαιολογημένα μια εικόνα της Τουρκίας ως «προαιώνιου εχθρού» των Ελλήνων.
Εντούτοις, υπήρξε και μια περίοδος που χαρακτηρίστηκε από κλίμα ύφεσης και συνεργασίας ανάμεσα στα δύο κράτη – συγκεκριμένα, η περίοδος από τις αρχές της δεκαετίας του 1930 έως τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στο άρθρο αυτό, θα εξεταστούν οι παράγοντες και οι ιδιαίτερες συνθήκες που επέφεραν τη συνεργασία αυτή, όπως και το τέλος της.
Ελλάδα και Τουρκία μετά το Μικρασιατικό Πόλεμο
Το τέλος του ελληνοτουρκικού πολέμου το 1922 έβρισκε την Ελλάδα σε δυσχερή θέση, τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό. Η χώρα αντιμετώπιζε ταυτόχρονα πολιτική, οικονομική και κοινωνική κρίση, με κυβερνητική αστάθεια, συνεχείς παρεμβάσεις του στρατού στην πολιτική ζωή, οικονομική δυσχέρεια και επείγουσα ανάγκη για αποκατάσταση των πολυάριθμων προσφύγων. Η εξωτερική θέση της χώρας δεν παρουσίαζε καλύτερη εικόνα. Η ελληνική στρατιωτική δύναμη είχε υποστεί καίριο πλήγμα από την ήττα στη Μικρά Ασία, και οι σχέσεις με τα γειτονικά βαλκανικά κράτη (Αλβανία, Γιουγκοσλαβία, Βουλγαρία) ήταν από ψυχρές έως εχθρικές. Λόγω της μειονεκτικής θέσης της, η Ελλάδα κατέστη μη αναθεωρητική δύναμη – σκοπός της, δηλαδή, ήταν η διατήρηση του υπάρχοντος εδαφικού καθεστώτος, και η εύρεση συντελεστών εσωτερικής και εξωτερικής εξισορρόπησης, για την αναβάθμιση της ασφάλειάς της (Τσιριγώτης, 2010).
Οι σχέσεις της Ελλάδας με την Τουρκία επίσης δεν ήταν σε καλή κατάσταση. Τα δύο κράτη είχαν μόλις βγει από μια αιματηρή σύγκρουση, της οποίας οι μνήμες ήταν ακόμα νωπές. Υπήρχαν τρία ζητήματα που επιδείνωναν το κλίμα των ελληνοτουρκικών σχέσεων: Πρώτον, το ζήτημα των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης, οι οποίοι παρέμειναν στις πατρογονικές εστίες τους, σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λωζάνης. Η τουρκική κυβέρνηση ερμήνευε τη συνθήκη με τρόπο που μείωνε κατά πολύ τον αριθμό των Ελλήνων που είχαν το δικαίωμα να παραμείνουν στην Τουρκία, επιδιώκοντας, κατά συνέπεια, την απομάκρυνση των περισσοτέρων εξ αυτών. Δεύτερον, το ζήτημα της αποζημίωσης των ανταλλάξιμων προσφύγων (Ελλήνων και Τούρκων/μουσουλμάνων) για τις περιουσίες που εγκατέλειψαν στις πατρίδες τους. Τρίτον, οι παραβιάσεις εκ μέρους της Τουρκίας των διατάξεων της συνθήκης, σχετικά με την προστασία των ελληνικών μειονοτήτων σε Ίμβρο, Τένεδο και Κωνσταντινούπολη, των οποίων τα δικαιώματα υπονομεύονταν συστηματικά από τις τουρκικές αρχές (Θεοδωρόπουλος, 1988). Παρ’ όλα αυτά, η Τουρκία αποτελούσε, όπως και η Ελλάδα, μη αναθεωρητική δύναμη, καθώς ήταν –προς το παρόν– ικανοποιημένη με το εδαφικό status quo (Βερέμης, 1998).
Η περίοδος Βενιζέλου και η αρχή της ελληνοτουρκικής προσέγγισης
Το 1928, ο Ελευθέριος Βενιζέλος επανήλθε για τελευταία φορά στην πρωθυπουργία. Σε αντίθεση με τις προηγούμενες περιόδους διακυβέρνησής του, αυτήν τη φορά στόχος της εξωτερικής του πολιτικής δεν ήταν η εδαφική διεύρυνση της Ελλάδας, αλλά η αποκατάσταση των σχέσεών της με τα γειτονικά κράτη, και η ενίσχυση της περιφερειακής θέσης της. Αυτό θα επέτρεπε στην κυβέρνηση να ασχοληθεί απρόσκοπτα με το έργο της εσωτερικής αναδιοργάνωσης της χώρας. Στο πλαίσιο αυτό, υπεγράφησαν σύμφωνα φιλίας και συνεργασίας με την Ιταλία και τη Γιουγκοσλαβία. Ο Βενιζέλος στράφηκε, έπειτα, προς την αποκατάσταση των σχέσεων με την Τουρκία. Σε αυτό διευκολυνόταν από μια σειρά κοινών στόχων των δύο κρατών: Τόσο η Ελλάδα, όσο και η Τουρκία ήταν κράτη-υποστηρικτές του εδαφικού status quo, που στόχευαν στην επίτευξη σταθερότητας στην περιφέρειά τους. Ένας ελληνοτουρκικός συνασπισμός θα μπορούσε να αποτελέσει μέσο ανάσχεσης των διεκδικήσεων της Γιουγκοσλαβίας στο Αιγαίο, και των αναθεωρητικών φιλοδοξιών της Βουλγαρίας, διατηρώντας την ισορροπία ισχύος στα Βαλκάνια (Τσιριγώτης, 2010). Η επακόλουθη εξωτερική σταθερότητα θα επέτρεπε στα δύο κράτη να στραφούν στο εσωτερικό για την εφαρμογή του αστικού εκσυγχρονισμού, που αποτελούσε στόχο τόσο της βενιζελικής, όσο και της κεμαλικής κυβέρνησης (Μούτσογλου, 2016).

Δημοσίευμα της εφημερίδας ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ στις 30 Οκτωβρίου 1930 για την υπογραφή του Συμφώνου Φιλίας, Ουδετερότητας και Διαιτησίας.
Προκειμένου να συντελεστεί η προσέγγιση με την Τουρκία, η κυβέρνηση Βενιζέλου έκανε μια σημαντικότατη υποχώρηση στο ζήτημα της αποζημίωσης των ανταλλάξιμων. Πιο συγκεκριμένα, τον Ιανουάριο του 1930, συναίνεσε στον συμψηφισμό των περιουσιών των Ελλήνων προσφύγων με τις –πολύ λιγότερο σημαντικές– περιουσίες των μουσουλμάνων της Ελλάδας, θυσιάζοντας, κατά συνέπεια, τις ελληνικές διεκδικήσεις. Η κίνηση αυτή προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων στο εσωτερικό της χώρας. Είχε, όμως, ανοίξει ο δρόμος για την ελληνοτουρκική προσέγγιση. Τον Οκτώβριο του 1930, υπεγράφη το Σύμφωνο Φιλίας, Ουδετερότητας και Διαιτησίας, μαζί με μια εμπορική σύμβαση και μια συμφωνία για τον από κοινού περιορισμό των ναυτικών εξοπλισμών. Επικράτησε κλίμα συνεργασίας, και οι εμπορικές συναλλαγές αυξήθηκαν, με θετικές συνέπειες για την ελληνική οικονομία (Τσιριγώτης, 2010).
Η συνέχεια της ελληνοτουρκικής συνεργασίας μετά τον Βενιζέλο και το τέλος της

Η υπογραφή του Βαλκανικού Συμφώνου στις 9 Φεβρουαρίου 1934, στην Ακαδημία Αθηνών, από τους Υπουργούς Εξωτερικών των τεσσάρων Βαλκανικών χωρών.
Η προσέγγιση συνεχίστηκε και μετά την αποχώρηση του Βενιζέλου από την πρωθυπουργία, το 1932. Το 1933, υπεγράφη το ελληνοτουρκικό σύμφωνο αμοιβαίας εγγυήσεως, με το οποίο οι δύο χώρες εγγυούνταν την αμοιβαία διπλωματική στήριξη για την υπεράσπιση των συνόρων της ελληνικής και τουρκικής Θράκης, ως απάντηση στις βουλγαρικές διεκδικήσεις. Το 1934, με την ένταση στην Ευρώπη να αυξάνεται, υπεγράφη το Βαλκανικό Σύμφωνο ανάμεσα σε Ελλάδα, Τουρκία, Γιουγκοσλαβία και Ρουμανία, το οποίο φιλοδοξούσε να αποτελέσει μια αμυντική συμμαχία για τη διατήρηση του εδαφικού καθεστώτος στα Βαλκάνια. Η δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά (1936-1941) έμεινε και αυτή πιστή στην προσπάθεια για ελληνοτουρκική συνεργασία. Το 1938, υπεγράφη η Συμπληρωματική Συνθήκη μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, με την οποία το κάθε κράτος υποχρεωνόταν: α) να τηρήσει ουδετερότητα σε περίπτωση που το άλλο δεχόταν επίθεση και β) να εμποδίσει τη χρήση του εδάφους του για τη διέλευση εχθρικών προς το άλλο στρατευμάτων (Τσιριγώτης, 2010).
Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος επέφερε το σταδιακό τέλος αυτής της συνεργατικής περιόδου των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Σε αντίθεση με την Ελλάδα, η Τουρκία παρέμεινε ουδέτερη, και δεν παρείχε κανενός είδους υποστήριξη στην απειλούμενη Ελλάδα, παρά τις προαναφερθείσες συμφωνίες. Η Τουρκία εκμεταλλεύθηκε τη μειονεκτική θέση στην οποία είχε περιέλθει η Ελλάδα λόγω της κατοχής, λαμβάνοντας μέτρα καταπίεσης της ελληνικής μειονότητας, όπως υπέρογκους φόρους και καταναγκαστικά έργα (Βερέμης, 1998). Επίσης, η τουρκική κυβέρνηση, στις συνομιλίες που διεξήγε –τόσο με τους Συμμάχους, όσο και με τον Άξονα–, αξίωσε υπέρμετρα εδαφικά ανταλλάγματα για τη συμμετοχή της Τουρκίας στον πόλεμο, στα οποία συμπεριλαμβάνονταν και ελληνικά εδάφη, όπως τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου και τα Δωδεκάνησα. Αυτές οι διεκδικήσεις αποτέλεσαν ουσιαστικά το ξεκίνημα των τουρκικών αξιώσεων σε βάρος της Ελλάδας στο Αιγαίο (Τσιριγώτης, 2010).
Συμπεράσματα
Η επίτευξη της ελληνοτουρκικής συνεργασίας, τη δεκαετία του 1930, και το τέλος αυτής μας οδηγούν σε δύο συμπεράσματα σχετικά με τη φύση των ελληνοτουρκικών σχέσεων: Πρώτον, για να υπάρξει συνεργασία, απαιτείται και τα δύο κράτη να είναι μη αναθεωρητικά – να μην επιδιώκουν, δηλαδή, την αλλαγή του υπάρχοντος εδαφικού καθεστώτος. Δεύτερον, για την επί ίσοις όροις, αμοιβαία επωφελή συνεργασία, είναι αναγκαία η ισορροπία ισχύος. Όπως είδαμε, η Τουρκία έσπευσε να εκμεταλλευθεί την ευκαιρία που της δόθηκε με την αποδυνάμωση της Ελλάδας, για να προβάλλει αναθεωρητικές διεκδικήσεις. Η ελληνοτουρκική προσέγγιση της περιόδου αυτής αποτελεί ατράνταχτο παράδειγμα πως στις διεθνείς σχέσεις δεν υπάρχουν «προαιώνιοι εχθροί», παρά μόνο συγκλίνοντα ή αντικρουόμενα συμφέροντα. Η επίτευξη καλών σχέσεων με την Τουρκία είναι εφικτή, η ελληνική πλευρά όμως θα πρέπει πρώτα να μεριμνήσει για τη μείωση του χάσματος ισχύος ανάμεσα στις δύο χώρες, με την ποσοτική και ποιοτική ισχυροποίηση της αποτρεπτικής ικανότητας της Ελλάδας. Μόνο τότε θα έχει η Ελλάδα τη δυνατότητα να διαπραγματευτεί επί ίσοις όροις με την Τουρκία, και να της καταστήσει σαφές πως κάθε προσπάθεια αναθεωρητισμού δεν είναι ανεκτή. Η εγκαθίδρυση μιας αμοιβαία αποτρεπτικής ισορροπίας ισχύος, η οποία θα αποθαρρύνει αναθεωρητικές βλέψεις, αποτελεί επομένως έναν εκ των σημαντικότερων παραγόντων για τη σταθερότητα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Πηγές:
- Βερέμης, Θ. (1998). Ιστορία των Ελληνοτουρκικών Σχέσεων, 1453-1998. Αθήνα: Ι. Σιδέρης.
- Θεοδωρόπουλος, Β. (1988). Οι Τούρκοι και Εμείς. Αθήνα: Εκδόσεις ΦΥΤΡΑΚΗ.
- Μούτσογλου, Β. (2016). Τουρκία: Η Ανέλιξη της Προσωπικότητας του Κράτους. Αθήνα: ΑΘΗΝΑ.
- Τσιριγώτης, Δ. (2010). Νεότερη και Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία: Διεθνείς Σχέσεις και Διπλωματία. Αθήνα: Εκδόσεις Ποιότητα.