Οι πρώτες πολυεθνικές του κόσμου: Βρετανική και Ολλανδική Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών
- Written by Μάνος Μπενόπουλος
- Published in Ασία, Ιστορία & Στρατηγική
- Leave a reply
- Permalink
«Μιλάμε ακόμα για τους Βρετανούς που κατεκτήσαν την Ινδία, αλλά αυτή η φράση συγκαλύπτει μία πιο απειλητική πραγματικότητα. Δεν ήταν η βρετανική κυβέρνηση που κατέκτησε την Ινδία στα τέλη του 18ου αιώνα, αλλά μία επικίνδυνα μη ρυθμιζόμενη ιδιωτική εταιρεία, με έδρα ένα μικρό γραφείο με πέντε παράθυρα στο Λονδίνο, καθοδηγούμενη από τον ψυχοπαθή Robert Clive που ήλεγχε μια ολόκληρη χώρα»- (Dalrymple 2015)
Η ανακάλυψη νέων χωρών από τις Ευρωπαϊκές δυνάμεις έδωσε νέα ώθηση στην ανάπτυξη του εμπορίου. Επιπλέον, η αύξηση του πληθυσμού στις μητροπόλεις της Ευρώπης, οι νέες ανάγκες των Ευρωπαίων αλλά και οι τεράστιες προοπτικές της ευρωπαϊκής αγοράς οδήγησαν στην εισαγωγή νέων προϊόντων από τις ανακαλυφθείσες περιοχές, οι οποίες κατέληξαν αποικίες των Μεγάλων Δυνάμεων της Ευρώπης.
Για τις ανάγκες της εμπορικής εκμετάλλευσης ιδρύθηκαν οι πρώτες πολυεθνικές εταιρείες του κόσμου, με συμμετοχή και ιδιωτικών κεφαλαίων. Η Βρετανική και η Ολλανδική Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών άλλαξαν τον τρόπο εμπορίας και μεταφοράς αγαθών, θέτοντας εν πολλοίς τα σημερινά πρότυπα μιας διεθνούς εταιρείας.
Ήδη από τον 12ο αιώνα τα μπαχαρικά ήταν τα ακριβότερα προϊόντα του κόσμου, και η εμπορική ενασχόληση με τα συγκεκριμένα αγαθά ήταν από τις πιο επικερδής. Ειδικά το πιπέρι είχε τιμές κιλού πολλαπλάσιες από τις τιμές ανά κιλό χρυσού.
Από το 14ο αιώνα οι Ευρωπαίοι είχαν αποκτήσει την απαραίτητη τεχνογνωσία στη ναυτιλία, ώστε να φτιάχνουν πλοία που θα άντεχαν σε μεγάλα ταξίδια και μεγάλα φορτία. Πρωτοπόροι στις θαλάσσιες μεταφορές και στο εμπόριο εξωτικών προϊόντων ήταν οι Πορτογάλοι και οι Ισπανοί.
Ευρωπαϊκές αποικίες στην Ινδία (1501 – 1739)
Το 1580 ιδρύθηκε στο Λονδίνο η “Συντεχνία Πιπεριού”, με σκοπό τη ρύθμιση του εμπορίου. Το 1588, στην ναυμαχία που έλαβε χώρα στη Μάγχη μεταξύ Ισπανών και Άγγλων, η ήττα των Ισπανών και η καταστροφή της ισπανικής αρμάδας έδωσε στους Βρετανούς την δυνατότητα να κυριαρχήσουν στις θάλασσες (Tripta 1984).
Οι έμποροι του Λονδίνου υπέβαλαν αιτήσεις στην Βασίλισσα Ελισάβετ για άδεια να πλεύσουν στον Ινδικό Ωκεανό. Ο στόχος ήταν να δοθεί ένα αποφασιστικό πλήγμα στο ισπανικό και πορτογαλικό μονοπώλιο του Άπω Ανατολικού Εμπορίου.
Η αυξημένη ζήτηση, σύμφωνα με τους οικονομικούς κανόνες, επιβάλλει και αυξημένη προσφορά. Η σημαντική ανταλλακτική αξία του πιπεριού, αλλά και το ότι χρησιμοποιείτο ως βασικό συστατικό για την φαρμακευτική, αύξησαν τη ζήτησή του και την αξία του. Η άνοδος της τιμής του στα χρηματιστήρια της Αμβέρσας προσανατόλισε τους Βρετανούς στο να προμηθεύονται μόνοι τους το πολύτιμο αυτό μπαχαρικό.
Ωστόσο, το τεράστιο κόστος μεταφοράς μεγάλης ποσότητας εμπορευμάτων ήταν φανερό πως δεν μπορούσαν να εξυπηρετήσουν ένας ή δύο έμποροι μόνοι τους. Έτσι τέθηκαν οι βάσεις στα τέλη του 15ου αιώνα για την ίδρυση της πρώτης Ανώνυμης Πολυεθνικής Εταιρίας, της Βρετανικής Εταιρίας των Ανατολικών Ινδιών (British East India Company EIC).
Βρετανική Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών (1600 – 1874)
Η Εταιρεία (ή EIC) ήταν η πιο ισχυρή συντεχνία συμφερόντων που είχε γνωρίσει μέχρι τότε ο κόσμος. Από την ίδρυση της, το 1600, και για δυόμιση αιώνες ήλεγχε περιοχές από την Χιλή έως την Κίνα, και κατείχε το μονοπώλιο του εμπορίου της Ανατολής.
Η ΕIC ιδρύθηκε το 1599 από τους “Εμπορικούς Τυχοδιώκτες”, μία άλλη εταιρεία που δραστηριοποιούταν από το 1505 στην εμπορία του μαλλιού στην Εγγύς Ανατολή. Στις 31 Δεκεμβρίου έλαβε από την Βασίλισσα Ελισάβετ την επίσημη βασιλική άδεια που περιελάμβανε και τα βασιλικά προνόμια, όπως μονοπώλιο και πλεύση σε όλες τις θάλασσες στο όνομα του Βρετανικού Στέμματος, όντας η πρώτη Εταιρεία για τις Ανατολικές Ινδίες στην Ευρώπη.
Το πρώτο ταξίδι της EIC έγινε το 1601, από τον Sir James Lancaster, με το πλοίο Red Dragon. Προορισμός ήταν η Ινδονησία, όπου ιδρύθηκε στην Μπαντάν το πρώτο εργοστάσιο για την συσκευασία του πιπεριού και την αποστολή του στην Μεγάλη Βρετανία (Gardner 1972).
Τα επόμενα χρόνια, η EIC άνοιξε το πρώτο της εργοστάσιο στην Ινδία στην περιοχή της Βεγγάλης, συγκρουόμενοι με τους Ολλανδούς και τους Πορτογάλους που ακόμη είχαν τον εμπορικό έλεγχο της Ινδίας.
Το 1612, οι Βρετανοί (της Εταιρείας) νίκησαν τους Πορτογάλους στην Μάχη του Swally, και με διπλωματικά μέσα προσέγγισαν τους ηγεμόνες της Μογγολικής Αυτοκρατορίας της Ινδίας, συνάπτοντας αποκλειστικές εμπορικές συμφωνίες. Το 1613 το Βρετανικό πλοίο Clove έφτασε για πρώτη φορά στην Ιαπωνία, με στόχο την ίδρυση εμπορικού γραφείου της Εταιρείας.
Τον πρώτο αιώνα λειτουργίας της, σκοπός της EIC ήταν αποκλειστικά το εμπόριο. Με την υποστήριξη του Βρετανικού Στέμματος που ήλεγχε ναυτικά όλες τις γνωστές θάλασσες, η Εταιρεία ήταν ο απόλυτος πρωταγωνιστής του παγκοσμίου εμπορίου. Κατάφερε να εξαλείψει την παρουσία της Πορτογαλικής Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών (Portuguese Estado da Índia) από την Βομβάη και την Γκόα, και σε συνεργασία με την Ολλανδική Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών (Vereenigde Oostindische Compagnie,) απομάκρυναν τους Ισπανούς και τους Πορτογάλους από τα λιμάνια της Κίνας (Gardner 1972).
Οι Βρετανοί ίδρυσαν εμπορικά λιμάνια στο Σουράτ (1619), στο Μάνδρας (1639), στην Βομβάη (1668) και στην Καλκούτα (1690). Μέχρι το 1650 είχε στην περιοχή της Ινδονησίας 23 εργοστάσια, με 100 περίπου εργάτες στο καθένα.
Από τον 18ο αιώνα άρχισε να επιδιώκει την κυριαρχία και εδαφών, ιδρύοντας αστικά κέντρα όπως η Σιγκαπούρη και η Καλκούτα. Από το 1756, με την κατάκτηση της Βεγγάλης, η εμβέλεια της εταιρείας επεκτάθηκε ελέγχοντας πλήρως το Δελχί και σχεδόν σε όλη την Ινδία, καθώς διέθετε πανίσχυρο ιδιωτικό στρατό, ο οποίος το 1803 είχε φτάσει τους 250.000 άνδρες.
Τα κύρια προϊόντα που προωθούσε η EIC ήταν το βαμβάκι, το μετάξι, τα μπαχαρικά και το τσάι. Η εξαφάνιση των Πορτογάλων και των Ισπανών από την περιοχή της Ινδονησίας έφερε σε ανταγωνισμό τους Βρετανούς και τους Ολλανδούς για την κυριαρχία των Στενών της Μαλάκκα.
Ο ανταγωνισμός των Εταιριών οδήγησε σε πόλεμο μεταξύ Βρετανών και Ολλανδών τουλάχιστον τέσσερις φορές (1652-1654, 1665-1667, 1672-1674 και 1780-1784). Από τα τέλη του 18ου αιώνα οι Βρετανοί ήταν οι κυρίαρχοι, κερδίζοντας τον ανταγωνισμό με τους Ολλανδούς και τους Γάλλους. Η EIC έπαψε να είναι μια συμβατική εταιρεία για το εμπόριο μεταξιού και μπαχαρικών, και έγινε κάτι πολύ πιο ασυνήθιστο.
Η Ινδία υπό τον έλεγχο της Εταιρείας (1850)
Μέσα σε λίγα χρόνια, οι 250 υπάλληλοι της εταιρείας που υποστηρίχθηκαν από τη στρατιωτική δύναμη 200.000 ανδρών που είχαν στρατολογηθεί τοπικά, είχαν γίνει οι πραγματικοί κυβερνήτες της Ινδίας. Η διεθνής εταιρεία μεταμορφώθηκε σε επιθετική αποικιακή δύναμη.
Τον 19ο αιώνα η Εταιρεία άρχιζε να παρακμάζει. Ωστόσο, χάρη στην επιτυχημένη της πορεία τους δύο πρώτους αιώνες είχε καταφέρει να εδραιώσει την Βρετανική παρουσία στην περιοχή της Νοτιανατολικής Ασίας και του Ινδικού ωκεανού. Η επιρροή της στην Ινδία είχε ως αποτέλεσμα και την στρατιωτική κατοχή της χώρας από τον βρετανικό στρατό μέχρι και το 1947.
Η Εταιρεία διαλύθηκε το 1874, αφήνοντας χρέη ύψους 1,5 εκατομμυρίων στερλινών και φόρους προς το βρετανικό δημόσιο ύψους 1 εκατομμυρίων στερλινών. Ωστόσο, κληρονόμησε στο Βρετανικό Στέμμα πληθώρα εδαφών ανά τον κόσμο, με κυριότερη την Ινδία, το διαμάντι της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Ο στρατός της Εταιρείας ενσωματώθηκε στον Βρετανικό στρατό, μετατρέποντας το Ηνωμένο Βασίλειο μέχρι και τις αρχές του 20ου αιώνα σε παγκόσμια υπερδύναμη (Gardner 1972).
Ολλανδική Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών (1602 – 1799)
Η Ολλανδική Εταιρεία (Verenigde Oost-Indische Compagnie ή VOC) ιδρύθηκε το 1602 με απόφαση του Κοινοβουλίου των Κάτω Χωρών, με σκοπό την 20ετή παραχώρηση του εμπορίου της Ασίας. Μαζί με την Βρετανική, είναι από τις πρώτες πολυεθνικές εταιρείες και η πρώτη που εξέδωσε μετοχές.
Η Ολλανδική Εταιρεία, πέραν του εμπορίου, εξερεύνησε νέες και αχαρτογράφητες περιοχές τις οποίες και κατέλαβε. Οι Ολλανδοί ήταν οι πρώτοι Ευρωπαίοι που αντίκρισαν την Αυστραλία (Νέα Ολλανδία) και επιχείρησαν να την χαρτογραφήσουν. Το 1603 η VOC εγκατέστησε το πρώτο της εμπορικό γραφείο στην Ινδονησία στην πόλη Μπάντεν, και το 1611 στην Τζακάρτα.
Ο ανταγωνισμός με τους Βρετανούς ήταν μεγάλος και οι εχθροπραξίες ήταν συχνό φαινόμενο, με εξαίρεση κάποιες συμφωνίες συνεργασίας με σκοπό την από κοινού αντιμετώπιση των Πορτογάλων και των Ισπανών (Ricklefs 1991).
Ασήμι από την Ιαπωνία και πορσελάνη από την Κίνα ήταν από τα πιο εμπορικά προϊόντα της Εταιρείας. Το 1652 ιδρύσαν στο Ακρωτήρι της Καλής Ελπίδας (Νότια Αφρική) το Κέϊπ Τάουν, την σημαντικότερη αποικία των Ευρωπαίων στην περιοχή. Μέχρι το 1663 οι Ολλανδοί είχαν εκδιώξει τους Πορτογάλους από τα σημαντικότερα λιμάνια της Ινδονησίας και της Ινδίας. Η VOC εγκατέστησε εμπορικά γραφεία στην Περσία, την Βεγγάλη, στην Μαλάκκα και στην Φορμόζα (Ταϊβάν).
Οι αποικίες και οι εμπορικοί δρόμοι στον Ινδικό και Ειρηνικό Ωκεανό
Μέχρι το 1669, η VOC ήταν η πλουσιότερη ιδιωτική εταιρεία του κόσμου με περισσότερα από 150 εμπορικά πλοία, 40 πολεμικά πλοία, 50.000 εργαζόμενους, έναν ιδιωτικό στρατό 10.000 στρατιωτών, και κέρδη 40% επί των αρχικών επενδύσεων (De Witt 2008).
Ωστόσο, από το 1670, το εμπόριο της VOC άρχισε να παρουσιάζει προβλήματα στην Ανατολική Ασία. Η εκδίωξη από την Φορμόζα, μετά την αλλαγή της Κινεζικής δυναστείας, και ο τρίτος άγγλο-ολλανδικός πόλεμος (1672 -1674) δυσχέρανε τα ταξίδια προς την Ευρώπη και αύξησε τις τιμές των προϊόντων – ειδικά του πιπεριού. Επιπλέον, η ίδρυση αντίστοιχων εταιρειών από την Γαλλία και την Δανία αύξησαν περαιτέρω τον ανταγωνισμό.
Από το 1730 η Εταιρεία άρχισε να παρακμάζει. Οι πολιτικές και οικονομικές αλλαγές των χωρών της περιοχής ήταν κατά της αποικιακής παρουσίας της VOC, η διαφθορά μέσα στον μηχανισμό της Ολλανδικής Εταιρείας, η μεγάλη θνησιμότητα των εργατών της και οι κακοί μισθοί οδήγησαν στην απαξίωση της. Ο τέταρτος άγγλο-ολλανδικός πόλεμος (1780– 1784) οδήγησε την VOC στη χρεοκοπία, το 1799. Τα εδάφη της καταλήφθηκαν από τους Βρετανούς κατά τους Ναπολεόντειους πολέμους, και με την Συνθήκη της Βιέννης (1814) κάποια από αυτά επανήλθαν στην Ολλανδική Δημοκρατία.
Συμπερασματικά, ο 16ος και ο 17ος αιώνας ήταν η περίοδος της εμφάνισης ορισμένων από τους πιο αξιοθαύμαστους επιχειρηματικούς οργανισμούς που γνώρισε ο κόσμος. Οι προνομιούχες εταιρείες ενσάρκωναν τις συνδυασμένες προσπάθειες που κατέβαλλαν κυβερνήσεις και έμποροι για να ιδιοποιηθούν τα πλούτη από τους Νέους Κόσμους που είχαν ανακαλύψει ο Κολόμβος, ο Μαγγελάνος και ο Βάσκο ντε Γκάμα. Η σημασία της αναφοράς της Βρετανικής και της Ολλανδικής Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών έγκειται στην εισαγωγή της καινοτόμας οργάνωσης της αγοράς. Η ιδέα ότι οι μετοχές μπορούσαν να πωλούνται στην ελεύθερη αγορά, η επινόηση της περιορισμένης ευθύνης και η γέννηση των χρηματιστηρίων συνέβαλαν στην εγκαθίδρυση ποντοπόρου καπιταλισμού και στην άνοδο της αστικής τάξης.
Πηγές:
- Carey, W. H. (1882). The Good Old Days of Honourable John Company εκδόσεις: Press Argus
- Stern Philip, J. (2009). History and historiography of the English East India Company: Past, present, and future εκδόσεις: History Compass
- Τhe Guardian. (2015). The East India Company: The original corporate raiders https://www.theguardian.com/world/2015/mar/04/east-india-company-original-corporate-raiders?CMP=EMCNEWEML6619I2
- Gardner, B. (1972). The East India Company History εκδόσεις: McCall Publishing Company
- William, S. (1974). Η Εταιρία των Ανατολικών Ινδιών. Ένας παντοδύναμος οικονομικός οργανισμός που έφερε τις Ινδίες στο Αγγλικό στέμμα. εκδόσεις: Ιστορία Εικονογραφημένη
- Zandvliet, K. (2004). The Dutch Encounter with Asia εκδόσεις: Waanders
- Welch, S. (1951). Portuguese and Dutch in South Africa, 1641–1806 εκδόσεις Cape Town: Juta Press
- Prakash, O. (1985). The Dutch East India Company and the Economy of Bengal, 1630–1720 εκδόσεις: Princeton University Press
- Liu, Y. (2007). The Dutch East India Company’s Tea Trade with China, 1757–1781 εκδόσεις: Βrill
- Vink, M. (2015 ). Encounters on the Opposite Coast: The Dutch East India Company and the Nayaka State of Madurai in the Seventeenth Century. εκδόσεις: Βrill