Ο 1ος Πόλεμος του Κόλπου και η εμπλοκή του Συμβουλίου Ασφαλείας
- Written by Πέτρος Κατωπόδης
- Published in Ιστορία & Στρατηγική, Μέση Ανατολή - Αφρική
- Leave a reply
- Permalink
Με το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ο κόσμος βρέθηκε στην αυγή μιας νέας εποχής. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, δεκάδες εκατομμύρια ανθρώπων έχασαν τη ζωή τους -είτε στα πεδία των μαχών είτε ως άμαχοι-, ενώ πολύ μεγάλο μέρος των υποδομών της κεντρικής Ευρώπης καταστράφηκε. Καινούργια πανίσχυρα όπλα μαζικής καταστροφής έκαναν σταδιακά την εμφάνισή τους στα οπλοστάσια των μεγάλων δυνάμεων. Την ίδια στιγμή, σε μεγάλο μέρος της Ασίας και της Αφρικής επικρατούσε έντονη πολιτική αστάθεια. Όλα τα παραπάνω μπορούσαν εν δυνάμει να εξελιχθούν σε κρίσιμους παράγοντες παγκόσμιας αστάθειας. Οι νικήτριες δυνάμεις του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, θέλοντας να αποφύγουν έναν παρόμοιο μελλοντικό γενικευμένο πόλεμο, αποφάσισαν να ιδρύσουν έναν διεθνή οργανισμό που θα συνέβαλε αποφασιστικά στη διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας. Έτσι δημιουργήθηκε ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών (Ο.Η.Ε.) το 1945, έχοντας ως βασικό όργανο, υπεύθυνο για τη διατήρηση της διεθνούς ειρήνης, το Συμβούλιο Ασφαλείας (Parker, 1997).
Παρά το ευγενές των προθέσεων, μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1980 το Συμβούλιο Ασφαλείας δεν κατάφερε να επέμβει αποφασιστικά, ώστε να προασπίσει τη διεθνή ασφάλεια – με μοναδική εξαίρεση την περίπτωση του πολέμου της Κορέας (Ηρακλείδης, 1994). Αυτό ήταν αποτέλεσμα του τρόπου λειτουργίας του, καθώς οι διαφωνίες που προέκυπταν από την ψυχροπολεμική αντιπαράθεση μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής (Η.Π.Α.) και Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών (Ε.Σ.Σ.Δ.) έκαναν τη λήψη μιας κοινής απόφασης επί της ουσίας αδύνατη. Όλα αυτά, όμως, φάνηκε να αλλάζουν με την άνοδο στην εξουσία της Σοβιετικής Ένωσης του μεταρρυθμιστή Mikhail Gorbachev, ο οποίος προσπάθησε να εξομαλύνει τις σχέσεις της E.Σ.Σ.Δ. με τις Η.Π.Α., αλλά και με την ευρύτερη πολιτική αυτού, που οδήγησε τελικά στη διάλυση της Ένωσης. Έτσι, η συνεργασία των μεγάλων δυνάμεων -υπό την αδιαμφισβήτητη πλέον πρωτοκαθεδρία των Η.Π.Α.- οδήγησε σε επαναδραστηριοποίηση των μηχανισμών προάσπισης της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας του Ο.Η.Ε. – με αποκορύφωμα την εκστρατεία κατά του Iraq, μετά την εισβολή του τελευταίου στο Kuwait (Williams, 2013).
Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, το Iraq είχε μόλις βγει από τον οκταετή ιρανο-ιρακινό πόλεμο (1980-1988), και αντιμετώπιζε πολύ σοβαρά οικονομικά προβλήματα, που επιδεινώθηκαν ακόμα περισσότερο από την πτώση της τιμής του πετρελαίου. Ο ηγέτης του Iraq, Saddam Hussein, θεωρούσε τον εαυτό του σωτήρα του αραβικού κόσμου, καθώς πίστευε ότι η χώρα του, πολεμώντας επί οκτώ χρόνια, περιόρισε τη σημαντικότερη απειλή για τα αραβικά κράτη – που δεν ήταν άλλη από την εξάπλωση της Ισλαμικής Επανάστασης, η οποία έλαβε χώρα το 1979 στο Iran. Η επανάσταση αυτή πέτυχε την ανατροπή του φιλικά προσκείμενου στη Δύση Σάχη του Ιran – γεγονός που είχε προκαλέσει ανησυχία και στους άλλους κραταιούς ηγέτες των αραβικών κρατών. Λόγω, λοιπόν, αυτής της επιτυχίας της χώρας του, ο Saddam Hussein θεωρούσε ότι τα κράτη του Κόλπου δεν θα έπρεπε να ζητούν αποπληρωμή των χρεών που είχαν δημιουργηθεί από τα δάνεια που είχε λάβει το Iraq για να χρηματοδοτήσει τον παραπάνω πόλεμο. Με τον τρόπο αυτόν δημιουργήθηκαν αρκετές διενέξεις μεταξύ του Iraq και των υπόλοιπων κρατών του Κόλπου – με αποκορύφωμα αυτή με το Kuwait. Ο Saddam Hussein ζητούσε από το Kuwait να διαγράψει χρέος 65 εκατομμυρίων δολαρίων, αλλά το Εμιράτο αρνιόταν. Οι σχέσεις των δύο χωρών επιδεινώθηκαν περαιτέρω όταν το Κuwait ανακοίνωσε 40% αύξηση στην παραγωγή πετρελαίου του, και ο Saddam Hussein αποφάσισε να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία. Με μία σειρά επιθετικών ομιλιών, κατηγόρησε το Κuwait ότι κάνει γεωτρήσεις “υπό κλίση” κοντά στα σύνορα του Ιraq, κλέβοντας με αυτόν τον τρόπο πετρέλαιο που άνηκε στον ιρακινό λαό. Με αυτή την αφορμή το Iraq στις 2 Αυγούστου 1990 εισέβαλε στο Κuwait, το οποίο και κατέλαβε (Razoux, 2015).
Οι Η.Π.Α. δεν άφησαν στιγμή να πάει χαμένη και, κατά την ίδια ακριβώς μέρα, έθεσαν σε εφαρμογή την επιχείρηση “Desert Shield”, κατά την οποία ανέπτυξαν περίπου μισό εκατομμύριο στρατιώτες στη Σαουδική Αραβία για να την προστατέψουν -ως σύμμαχό τους- σε περίπτωση ιρακινής εισβολής. Παράλληλα, προσέφυγαν στο Συμβούλιο Ασφαλείας του Ο.Η.Ε., και ζήτησαν να καταδικαστεί ομόφωνα η ιρακινή εισβολή στο Κuwait, και να ληφθούν μέτρα εναντίον της (Farkas, 2008).
Πράγματι, το Συμβούλιο Ασφαλείας αντέδρασε αποφασιστικά και, με το Ψήφισμα 660/1990, καταδίκασε την ιρακινή εισβολή ενώ, με το Ψήφισμα 661/1990, επέβαλε οικονομικό και εμπορικό αποκλεισμό στο Ιraq, μέχρι αυτό να συμμορφωθεί με τα ζητούμενα, και να αποχωρήσει τελικά από το Κuwait. Και τα δύο Ψηφίσματα ελήφθησαν με τη θετική ψήφο και των πέντε μόνιμων μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας (Η.Π.Α., Ε.Σ.Σ.Δ., Γαλλία, Ηνωμένο Βασίλειο, Κίνα) – απαραίτητη προϋπόθεση για τη λήψη αποφάσεων στο εν λόγω όργανο. Όσον αφορά στα μη μόνιμα μέλη, εννέα στα δέκα ψήφισαν θετικά – με την Υεμένη να είναι η μόνη που επέλεξε να απέχει (Ηρακλείδης, 1994). Η επόμενη σημαντική απόφαση πάρθηκε στις 29 Νοεμβρίου 1990. Με την ιρακινή κατοχή στο Κuwait να συνεχίζεται, το Συμβούλιο Ασφαλείας με το Ψήφισμα 678/1990 “εξουσιοδοτεί τις χώρες που συνεργάζονται με την εξόριστη νόμιμη Κυβέρνηση του Κuwait να χρησιμοποιήσουν όλα τα απαραίτητα μέσα προς αποκατάσταση της διεθνούς τάξης”, αν το Ιraq δεν αποσύρει τις κατοχικές του δυνάμεις μέχρι τη 15η Ιανουαρίου 1991. Υπενθυμίζεται ότι, καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας λήψης των παραπάνω αποφάσεων, η Σοβιετική Ένωση -παρότι το Ιraq ήταν παραδοσιακός σύμμαχός της- δεν άσκησε το δικαίωμα veto στο Συμβούλιο Ασφαλείας αλλά, αντιθέτως, συναινούσε στα Ψηφίσματα. Πρόκειται για χαρακτηριστικό δείγμα της αλλαγής της σοβιετικής πολιτικής υπό τον Μikhail Gorbachev, στο πλαίσιο της επαναπροσέγγισης με τη Δύση.
Σε συνέχεια όλων των παραπάνω, συγκροτήθηκε μια συμμαχική δύναμη 35 κρατών υπό τη διοίκηση των Η.Π.Α., η οποία αριθμούσε κατά προσέγγιση 1.000.000 άνδρες, 3.300 άρματα μάχης, 1800 αεροσκάφη, καθώς και μεγάλο αριθμό πολεμικών πλοίων, τα οποία αναπτύχθηκαν στη Μεσόγειο και στον Αραβικό Κόλπο. Επιπλέον, οι σύμμαχοι διέθεταν έναν μεγάλο αριθμό “έξυπνων” όπλων για χτυπήματα ακριβείας. Την ίδια στιγμή, η πολεμική μηχανή του Ιraq αποτελούνταν από 250.000 μόνιμους στρατιώτες, 800.000 εφέδρους, 650 αεροσκάφη και 5.000 άρματα μάχης – τα οποία, ωστόσο, υστερούσαν τεχνολογικά έναντι των αντίστοιχων της συμμαχίας. Ο Saddam Hussein ήταν πεπεισμένος ότι η μάχη κατά τη συμμαχική εισβολή θα κρίνονταν στο έδαφος, ενώ θεωρούσε βασικό μειονέκτημα των συμμάχων το γεγονός ότι η κοινή γνώμη των χωρών που αποτελούσαν τη δύναμη δεν ήταν πρόθυμη να δεχθεί απώλειες σε ζωές. Με αυτά κατά νου, ο Hussein ήθελε έναν πόλεμο που θα κρατούσε χρόνια, και θα δημιουργούσε ένα “νέο Vietnam” (Freedman, 2008). Οι εκτιμήσεις του αυτές, ωστόσο, αποδείχθηκαν λανθασμένες.
Με την πάροδο του τελεσίγραφου του Ο.H.E. στις 15 Ιανουαρίου 1991, τέθηκε σε εφαρμογή η συμμαχική επιχείρηση “Desert Storm” και, κατά τα ξημερώματα της 17ης Ιανουαρίου 1991, ξεκίνησαν οι πρώτες αεροπορικές επιδρομές εναντίον των ιρακινών βάσεων. Οι αεροπορικές επιδρομές συνεχίστηκαν μέχρι την 23η Φεβρουαρίου 1991 και, επί της ουσίας, κατέστρεψαν το μεγαλύτερο μέρος των στρατιωτικών υποδομών του Ιraq, και αποδιοργάνωσαν πλήρως την ιρακινή διοίκηση. Ως αποτέλεσμα, οι χερσαίες επιχειρήσεις που ξεκίνησαν την 24η Φεβρουαρίου έδωσαν τη δυνατότητα στις συμμαχικές δυνάμεις να ανακαταλάβουν το Κuwait μέχρι την 27η Φεβρουαρίου, και να προωθηθούν μέσα στο Ιraq σε απόσταση 240 χιλιομέτρων από τη Βαγδάτη (Freedman, 2008). Τότε, με τον ιρακινό στρατό ολοκληρωτικά νικημένο, κηρύχτηκε κατάπαυση του πυρός, και ξεκίνησαν οι διαδικασίες διαφύλαξης της τάξης και επιβολής κυρώσεων στο Iraq.
Με το πέρας της συμμαχικής επιχείρησης και την αποκατάσταση της διεθνούς τάξης δημιουργήθηκε μία έντονη τάση αισιοδοξίας ως προς τις δυνατότητες διατήρησης της διεθνούς ειρήνης από τον Ο.H.E. Πολλοί ερευνητές, όμως, αμφισβήτησαν αυτήν την τάση, τονίζοντας ότι η συλλογική απάντηση στην εισβολή και κατοχή του Κuwait βασίστηκε στην αμοιβαιότητα συμφερόντων -καθώς το Κuwait είναι ένας από τους βασικούς προμηθευτές πετρελαίου της Δύσης-, παρά στην επιβολή του διεθνούς δικαίου. Επιπλέον, ο έλεγχος του Ο.H.E. στην όλη επιχείρηση ήταν πρακτικά ανύπαρκτος καθώς, πέρα από τη διαδικασία νομιμοποίησής της μέσα από το Συμβούλιο Ασφαλείας, δεν υπήρξε καμία μορφή εποπτείας από τον οργανισμό κατά τη διάρκεια των αεροπορικών και χερσαίων επιχειρήσεων (Χειλά, 1999). Στην πράξη, ο ρόλος των Ηνωμένων Εθνών ήταν τόσο περιορισμένος μετά από το Ψήφισμα 678/1990, που θα μπορούσε να ειπωθεί ότι οι Η.Π.Α. απλά εκμεταλλεύτηκαν τον Ο.Η.Ε. για να δημιουργήσουν μια νομιμοποιητική βάση της σχεδιαζόμενης επιχείρησής τους, με σκοπό να περιορίσουν όσο το δυνατόν περισσότερο τις αντιδράσεις της κοινής γνώμης.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο αμφισβητήθηκε το κατά πόσο στο μέλλον ο Ο.Η.Ε. θα είναι σε θέση να επέμβει αποφασιστικά, για να διαφυλάξει τη διεθνή τάξη και ειρήνη σε περιπτώσεις που τα συμφέροντα των μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας δεν θα συμπλέουν. Οι συγκρούσεις που ακολούθησαν μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, ο 2ος Πόλεμος του Κόλπου, οι συγκρούσεις στη Συρία, αλλά και διάφορες άλλες περιπτώσεις, έμελλε να επιβεβαιώσουν την παραπάνω κριτική.
Πηγές:
- Χειλά, Ε. (1999). Ο Ρόλος της Μεσολάβησης στο Χειρισμό Κρίσεων. Εκδόσεις Ι. Σιδέρης.
- Καραμπελιάς, Γ. (1992). Ο Προφήτης, το Πετρέλαιο και ο Κορμοράνος. Εκδόσεις Εξάντας.
- Ηρακλείδης, Α. (1994). Διεθνείς Διενέξεις, Αντιμετώπιση και Επίλυση. Εκδόσεις Ι. Σιδέρης.
- Razoux, P. (2015). The Iran- Iraq War. Harvard College Publications.
- Farkas, E. (2008). Fractured States & U.S Foreign Policy. Palgrave Macmillan Publications.
- Freedman, L. (2008). A Choice of Enemies. PublicAffairs Publications.
- Parker, A. (1997). The Second World War. Oxford University Press.
- Williams, P. (2013). Security Studies an Introduction. Routledge Publications.